Τρεῖς εἶναι οἱ βασικοὶ σταθμοὶ τοῦ ἀνθρώπου: γεννιέται, ζεῖ, πεθαίνει. Δὲν θυμᾶται τὸ πρῶτο, δὲν καταλαβαίνει τὸ τρίτο καὶ ξεχνᾶ νὰ χαρεῖ τὸ δεύτερο.  

Ο Εθνάρχης Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος και η διεθνοποίηση του Ποντιακού ζητήματος. (Ιωάννης Σιδηράς)

Άρθρο του κ. Ιωάννη Σιδηρά, θεολόγου-νομικού και εκκλησιαστικού ιστορικού.

Ο Εθνάρχης Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος και η διεθνοποίηση του Ποντιακού ζητήματος


- Το ανεκπλήρωτο όνειρο για την ίδρυση αυτονόμου Δημοκρατίας του Πόντου. 
- Το ιστορικό υπόμνημα του Τραπεζούντος Χρυσάνθου για τον Ελληνικό Πόντο στη Διάσκεψη των Παρισίων (1919).
- Μνημοσύνη εκατονταετηρίδος (1915-2015) από τον γενοκτόνο όλεθρο των Ποντίων.


Ο Πανδαμάτορας χρόνος θάπτει τα πάντα κάτω από το πέπλο της λήθης, αλλά ποτέ την αθάνατη ιστορική μνήμη για τα μεγάλα, υψηλόφρονα, γνήσια και αληθινά τα οποία έπραξαν επιφανείς άνδρες δικαιώνοντας το πέρασμά τους από την επίγεια ζωή τους, όπως ακριβώς έζησε και έδρασε ο εθνάρχης του ποντιακού Ελληνισμού, ο προσφυώς και δικαίως αποκληθείς «Άγιος των Ποντίων», Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος (Φιλιππίδης), ο μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών.

Η έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918) εσήμανε την αρχή του τέλους για τον ελληνισμό της «καθ’ ημάς Ανατολής», όταν τo εθνικιστικό κίνημα των Νεοτούρκων ή Νεοθωμανών έθεσε συστηματικότερα σε εφαρμογή το μέγιστο ανοσιούργημά του, την εθνοκάθαρση εναντίον των μειονοτήτων της ψυχορραγούσης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Αρμενίων, Ελλήνων κ.ά.). Ο Ελληνισμός του Πόντου εγεύθη το πικρό τούτο ποτήριο κατά το χρονικό διάστημα 1915-1923 με ένα όμως μικρό «διάλειμμα δημοκρατίας» κατά τα έτη 1916-1918, όταν τα ρώσικα στρατεύματα κατέλαβαν την πόλη της Τραπεζούντος και εγκατεστάθησαν σε όλη την πέριξ αυτής περιοχή. Τότε ιδρύεται η λεγομένη προσωρινή κυβέρνηση της Τραπεζούντος υπό την ηγεσία και ευθύνη του συνετού και σώφρονος Μητροπολίτου Χρυσάνθου, ο οποίος επέτυχε την αρμονική συνύπαρξη Χριστιανών και Μουσουλμάνων.

Όταν όμως τον Φεβρουάριο του 1918, ένεκα της επικρατήσεως των Μπολσεβίκων (1917) στη Ρωσία, ο ρώσικος στρατός εγκαταλείπει την ευρύτερη περιοχή της Τραπεζούντος, επανακάμπτουν και πάλι οι Νεότουρκοι και άρχεται ο φρικτότερος Γολγοθάς του συστηματικού γενοκτόνου αφανισμού και ολέθρου των Ελλήνων του Πόντου. Είναι η κρίσιμη για την επιβίωση των Ποντίων περίοδος κατά την οποία ο Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος ενεργεί ως εθνάρχης και υπέρμαχος προστάτης του αφανιζόμενου ποντιακού ελληνισμού. Σε απόλυτη συνεννόηση και ομογνωμία με τους εντοπίους και απόδημους ομογενείς Ποντίους αποφασίζει να διεθνοποιήσει το λεγόμενο ποντιακό ζήτημα και αξιοποιώντας ευφυώς τις εξαγγελίες του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής Ουίλσον σχετικά με την αυτοδιάθεση (χειραφέτηση) των λαών, θέτει ευθέως το αίτημα της δημιουργίας  μιας αυτόνομης Ποντιακής Δημοκρατίας.

Ο Μητροπολίτης Χρύσανθος, όπως ο ίδιος καταγράφει στις «Βιογραφικές Αναμνήσεις» του, εκλήθη με τηλεγράφημα του Οικουμενικού Πατριαρχείου προκειμένου να μετάσχει στην επιτροπή, η οποία επρόκειτο να μεταβεί στη Διάσκεψη των Παρισίων, όπου διεξήγοντο οι πυρετώδεις διαβουλεύσεις του λεγομένου Συνεδρίου της Ειρήνης (1918-1919) για να προβάλει και υποστηρίξει τα δίκαια του αλύτρωτου Ελληνισμού και ειδικότερα των Ελλήνων του Πόντου.

Αξίζει να σημειωθεί ότι μεταξύ των μελών της Επιτροπής ήταν και ο Τοποτηρητής του χηρεύοντος κατά την περίοδο εκείνη Οικουμενικού Θρόνου Μητροπολίτης Προύσης Δωρόθεος. Ο Μητροπολίτης Χρύσανθος υπήρξε ο κορυφαίος καταλυτικός παράγοντας για την διεθνοποίηση του Ποντιακού ζητήματος στη Διάσκεψη των Παρισίων όπου κατέφθασε τον Απρίλιο του 1919 και άρχισε τις άοκνες και ανύστακτες προσπάθειές του προκειμένου να ενημερώσει τις ηγέτιδες Μεγάλες Δυνάμεις για την αναγκαία και επιβεβλημένη δημιουργία της αυτονόμου Δημοκρατίας του Πόντου. Στο πλαίσιο της ενθέρμου και πυρετώδους ενημερώσεως των πολιτικών ηγετών ο Μητροπολίτης εισέπραξε την κατανόηση και την εν πολλοίς θετική ανταπόκρισή τους, πλην βεβαίως των Άγγλων αντιπροσώπων, για τα αιτήματα των Ελλήνων του Πόντου. Ο Μητροπολίτης Χρύσανθος είχε συνάντηση και συνεζήτησε εκτενώς με τον Πρόεδρο των Η.Π.Α. Ουίλσον την πρότασή του για ίδρυση ανεξαρτήτου Δημοκρατίας του Πόντου υπό Ελληνική εντολή. Ο Ουίλσον απάντησε στον Μητροπολίτη ότι: «Είναι θαυμάσια όσα μου λέτε. Ο Πόντος πρέπει να γίνει ανεξάρτητος. Μιαν ψήφον έχω εις την Συνδιάσκεψιν, αλλά θα την διαθέσω υπέρ του λαού σας». Βέβαια όλα αυτά ήταν «λόγοι συμπαθείας» αφού ο Μητροπολίτης δεν μπόρεσε να αποσπάσει καμμία γραπτή επίσημη δέσμευση για την προς τους Ποντίους βοήθειά του, επειδή φαίνεται πως πραγματική επιδίωξη των Αμερικανών ήταν η διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητος της ψυχορραγούσας οθωμανικής αυτοκρατορίας και αναδυόμενης νέας Τουρκίας. Είναι δε ιδιαιτέρως χαρακτηριστική η επισήμανση του Ποντίου Μητροπολίτου Δράμας Παύλου (Αποστολίδη) ότι: «Οι σύμμαχοι της Ελλάδας για άλλη μια φορά απέδειξαν το πόσο φίλοι είναι: πλούσιοι πάντοτε σε υποσχέσεις και φειδωλοί μέχρι αγανακτήσεως στην εκπλήρωσή τους».

Ιδιαίτερες και διεξοδικές υπήρξαν οι συνομιλίες του Μητροπολίτου Τραπεζούντος Χρυσάνθου με τον Ελευθέριο Βενιζέλο στο περιθώριο της Διασκέψεως για την Ειρήνη στο Παρίσι, ο οποίος βέβαια ήταν γνώστης των κινήσεων του Μητροπολίτου αλλά αρχικώς τουλάχιστον είχε λάβει αντίθετη θέση και δεν ταυτιζόταν με τις πρωτοβουλίες των όπου γης Ποντίων.

Η κυβέρνηση του Βενιζέλου σε ένα γενικό επίπεδο αρχών ήταν αρχικώς σύμφωνη με τον αγώνα και τις εθνικές διεκδικήσεις των Ποντίων, αλλά στο Συνέδριο της Ειρήνης στο Παρίσι, που άρχισε τον Δεκέμβριο του 1918 ο Ελευθέριος Βενιζέλος πιεζόμενος από τις λεγόμενες «συμμαχικές μεγάλες δυνάμεις» δεν συμπεριέλαβε το φλέγον και ζωτικής σημασίας ζήτημα του Πόντου στο φάκελο των ελληνικών διεκδικήσεων και παρά τις έντονες διαμαρτυρίες των Ελλήνων του Πόντου συμφώνησε να παραχωρηθεί η περιοχή του Πόντου στην Αρμένικη Δημοκρατία καθώς κατ’ εκείνη την χρονική περίοδο και οι Αρμένιοι αγωνίζονταν για να επιτύχουν την εθνική τους αυτοσυνειδησία. Τούτο συνέβη δυστυχώς διότι ο Ελ. Βενιζέλος είχε συμφωνήσει με τον Πρόεδρο της αρμενικής αντιπροσωπείας στο Παρίσι την προσάρτηση του Βιλαετίου της Τραπεζούντος στο υπό ίδρυση Αρμενικό κράτος. Προς τούτο είχε καταθέσει και σχετικό υπόμνημα στη Διάσκεψη το οποίο ερχόταν ευθέως σε αντίθεση με το αίτημα των Ελλήνων του Πόντου για την ίδρυση ανεξάρτητου Ποντιακού κράτους.

Η παρουσία του Μητροπολίτου Τραπεζούντος Χρυσάνθου στο Παρίσι απέβλεπε παντί τρόπω και πάση δυνάμει στο να μεταπείσει τον Ελ. Βενιζέλο προκειμένου να μεταστραφεί η εν γένει στάση της Ελληνικής Κυβερνήσεως απέναντι στις δίκαιες διεκδικήσεις των Ελλήνων του Πόντου, στόχος που τελικώς επετεύχθη αφού προκρίθηκε η λύση για την ίδρυση αυτόνομου Ποντιακού κράτους στο πλαίσιο μιας Ποντοαρμενικής Συνομοσπονδίας.

Ο ίδιος ο Μητροπολίτης Χρύσανθος «ιδία χειρί» γράφει στις «Βιογραφικές Αναμνήσεις» του τα όσα έλαβαν χώρα στο Παρίσι κατά τις συνομιλίες και διαβουλεύσεις του με τον Ελ. Βενιζέλο, τον οποίο επέτυχε να μεταπείσει υπέρ των δικαίων των Ελλήνων του Πόντου. Εν προκειμένω ο Μητροπολίτης εξιστορεί λεπτομερώς τα γενόμενα ως εξής: «Εις τας έξ μ.μ. μετέβημεν εις το ξενοδοχείον «Μercedes» με τον Τοποτηρητήν, δια να επισκεφθώμεν τους εκεί διαμένοντας Βενιζέλον και Ν. Πολίτην, Υπουργόν των Εξωτερικών. Συνηντήσαμεν και τους δύο εις το γραφείον του Πολίτου. Ο Βενιζέλος με υποδέχεται με το συνηθισμένον μειδίαμα, και οι δύο δε είναι λίαν φιλόφρονες. Ωμιλήσαμεν περί των εθνικών ζητημάτων και εν τέλει ήλθομεν εις το ζήτημα του Πόντου. Ανέπτυξα όλα τα επιχειρήματα, δια τα οποία δεν έπρεπε ο Πόντος να παραχωρηθή εις τους Αρμενίους. Είπον ότι αι στατιστικαί του Βενιζέλου πέρι του Πόντου είναι εσφαλμέναι κα αδικούν τους Ελληνικούς πληθυσμούς, ότι κατά τας τελευταίας βουλευτικάς εκλογάς οι νεότουρκοι εξεχώρησαν εις τους Ποντίους εξ Βουλευτάς, ενός βουλευτού αναλογούντος εις εκατόν χιλιάδας κατοίκων. Εξήγησα ότι ημείς έχομεν ήδη είδος  αυτονομίας εν καιρώ πολέμου, από του 1916 έως του 1918 επί Ρωσοκρατίας, και ότι εκυβερνήθη ο τόπος καλώς, παρ’ όλας  τας δυσχερείας του πολέμου, και ότι η ανάπτυξις αυτής της αυτονομίας έπρεπε να ζητηθή.

Ωμολόγησεν ο Βενιζέλος την πλάνην του και εβεβαίωσεν ότι, αν είναι δυνατόν, θα επανορθώση όσα είπε εις το υπόμνημά του πέρι Πόντου (ως γνωστόν εις το υπόμνημά του το Βιλαέτιον της Τραπεζούντος εθυσιάζετο εις τους Αρμένιους).

Ωμίλησα με παρρησίαν και ήμην ευχαριστημένος… Ο Παπάς μοι είπεν ότι όταν απεχώρησαν μετά του Βενιζέλου από το γραφείον του Πολίτου, είπεν ο Βενιζέλος εις τον Παπάν: «Να είχομεν Διοικητήν εις την Ελλάδα σαν τον Άγιον Τραπεζούντος»».

Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι η στιχομυθία που είχε ο Τραπεζούντος Χρύσανθος με την αρμενική αντιπροσωπεία στη Διάσκεψη της Ειρήνης στο Παρίσι, στην οποία γίνεται ευθέως αντιληπτή η καχυποψία και η αρνητική διάθεση των Αρμενίων έναντι των Ελλήνων του Πόντου για την ίδρυση Ποντοαρμενικής Συνομοσπονδίας. Τα όσα συνεζητήθησαν καταγράφει ο Μητροπολίτης ως εξής: «Έρχεται εις το ξενοδοχείον ο Αρμένιος Ποιητής Τσομπανιάν. Αποτελεί με τον Μπογόζ Νουμπάρ Πασάν επιτροπήν των Αρμενίων παρά τη Διασκέψει της  Ειρήνης εν Παρισίοις. Τον συνοδεύει ο Κέπετζης. Μοι ευχαριστεί ο Τσομπανιάν δια την προστασίαν την οποίαν παρέσχον εις τους Αρμενίους. Ομιλούμεν περί σχέσεων Ελλήνων και Αρμενίων και του λέγω: «δεν θα είναι καλαί, εφόσον οι Αρμένιοι έχουν αξιώσεις επί του Πόντου». Απαντά ότι οι ίδιοι δεν είχον αξιώσεις, αλλ’ ότι ο Βενιζέλος μόνος του προέτεινε να τους δώση τον Πόντον, ότι πριν ακόμη υποβάλη το υπόμνημά του ο Βενιζέλος, τους ανέγνωσε τα σχετικά με τον Πόντον και αυτοί εδέχθησαν ευχαριστούντες.

Του είπον ότι παρεξηγήθη ο Βενιζέλος, αλλά και αν εξηγηθή, δεν είχε δικαίωμα να διαθέση λαόν, ο οποίος δεν του ανήκει. Απαντά ο Τσομπανιάν, αφού είδον φαίνεται αρκετάς θύρας κλειστάς δια τον Πόντον, ότι παραιτούνται του Πόντου, ότι όμως θα εζήτουν ένα λιμένα επί της Μαύρης Θαλλάσης. Του είπον ότι όλοι οι λιμένες του Πόντου, υπό τύπον ελευθέρων λιμένων, είναι εις την διάθεσίν των, ότι δεχόμεθα και ομοσπονδίαν Ποντοαρμενικήν την οποίαν όμως οι Αρμένιοι δεν θέλουν, και δικαίως, διότι φοβούνται την επικράτησίν μας».

Στο πλαίσιο τούτο γενικώς διεξήχθησαν οι διαβουλεύσεις του Μητροπολίτου Χρυσάνθου με τον Ελ. Βενιζέλο και τους Αρμενίους. Ο Βενιζέλος αν και απεδέχθη την πρόταση του Μητροπολίτου αρκέσθηκε στη συνδρομή μόνο της αντιπροσωπείας των Ποντίων, αφήνοντας το όλο θέμα στην απόλυτη διαχείριση της αντιπροσωπείας και όταν η αντιπροσωπεία των Ποντίων επέστρεψε στην Τραπεζούντα συνέδραμε τις σχετικές διεργασίες αποστέλλοντας στην περιοχή τον έμπιστο συνεργάτη του Δημήτριο Καθενιώτη. Ωστόσο οι εσωτερικές αντιθέσεις στους κόλπους της ποντιακής κοινότητας αλλά και η αδυναμία συνεννόησης με τους Αρμενίους υπονόμευσαν το ενδεχόμενο μιας Ποντοαρμενικής Ομοσπονδίας. Ο δε Μητροπολίτης Χρύσανθος επισκέφτηκε το Εριβάν της Αρμενίας και διαπραγματεύτηκε με τους Αρμενίους καθώς επίσης και με τους μουσουλμάνους του Πόντου μια μορφή ποντοαρμενικής συνομοσπονδίας. Ωστόσο η αμοιβαία καχυποψία έγινε αιτία να χαθεί πολύτιμος χρόνος, ο οποίος αποδείχθηκε μοιραίος εξαιτίας των γρήγορων πολιτικών εξελίξεων. Ο Ιάκωβος Μιχαηλίδης αναφέρει μάλιστα ότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος το φθινόπωρο του 1920 έπειτα από μια περίοδο έντονων αντιπαραθέσεων με τους ηγετικούς κύκλους του ποντιακού κινήματος άλλαξε τελικώς άποψη και υπεστήριξε ότι η μόνη βιώσιμη λύση ήταν η σύσταση μιας ανεξάρτητης Ποντιακής Δημοκρατίας. Μάλιστα, σχεδίαζε στρατιωτική επιχείρηση του Ελληνικού στρατού στην περιοχή, αλλά η καθεστωτική μεταβολή την επαύριο των εκλογών του Νοεμβρίου του 1920 και η ανάδειξη μιας αντιβενιζελικής κυβέρνησης στην Ελλάδα ματαίωσαν οριστικά τα σχέδια του. Έτσι απωλέσθη ο Ποντιακός Ελληνισμός και ο Πόντος απορφάνεψε.

Στο σημείο αυτό παραθέτουμε το υπόμνημα που συνέταξε και κατέθεσε ο Μητροπολίτης Χρύσανθος στη Διάσκεψη των Παρισίων έχοντας ως σκοπό να πείσει τους εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων να κάνουν δεκτό το δίκαιο αίτημα για την ίδρυση του Ποντιακού Κράτους. Το υπόμνημα αυτό, το οποίο εγράφη στην γαλλική γλώσσα και κατετέθη στις 2 Μαΐου του 1919 στη Διάσκεψη της Ειρήνης, δημοσίευσε ο ίδιος ο Τραπεζούντος Χρύσανθος στις «Βιογραφικές Αναμνήσεις» του (σελ. 327-332) και μεταφρασμένο ο αοίδιμος Αρχιμ. Πανάρετος Τοπαλίδης στο περισπούδαστο ιστορικό πόνημά του: «Ο Πόντος ανά τους αιώνες» (σελ. 284-288).

Το Υπόμνημα του Εθνάρχου Μητροπολίτου Χρυσάνθου είναι το ακόλουθο: «Υπόμνημα υποβληθέν εις την Συνδιάσκεψιν της Ειρήνης υπό της Α.Σ. του Μητροπολίτου Τραπεζούντος κ. Χρυσάνθου προς τα μέλη της Συνδιασκέψεως της Ειρήνης.

Εξοχώτατοι,

Αρκετά υπομνήματα υπεβλήθησαν εις την Συνδιάσκεψιν της Ειρήνης επί του ζητήματος του Πόντου. Εν τούτοις, επιτρέψατέ μοι, να προσθέσω και το επόμενον, όπερ βασίζεται επί αδιαμφισβητήτων γεγονότων και εγγράφων, άτινα δύνανται να διαφωτίσωσι την κρίσιν εκείνων, των οποίων θα είναι καθήκον να λάβωσι σοβαράς αποφάσεις, αφορώσας την αποκατάστασιν της παγκοσμίου ειρήνης.

Η περιφέρεια του Πόντου περιλαμβάνει το Βιλαέτιον της Τραπεζούντος, μέρος του Βιλαετίου της Σεβαστείας –τα Σαντζάκια Καρα-Χισάρ και Αμασείας- και μικρόν μέρος του Βιλαετίου της Κασταμονής –το Σαντζάκιον της Σινώπης. Κατοικείται από 500.000 και πλέον Έλληνες, εις ους δέον να προστεθώσι και 250.000 Έλληνες, οίτινες κατέφυγον από του 1800 εις την Νότιον Ρωσίαν και τον Καύκασον, ίνα απαλλαγώσι της κακής διοικήσεως των Τούρκων. Ούτοι, οι 250.000 Έλληνες μετ’ αγωνίας αναμένουσι την απελευθέρωσιν της χώρας των, ίνα δυνηθώσι να επιστρέψωσιν εις τας εστίας των. Η εκτίμησις αύτη του ελληνικού πληθυσμού του Πόντου, βασίζεται επί των επομένων γεγονότων.

Το σααλναμέ, ήτοι η επίσημος στατιστική του έτους 1908, εις το Βιλαέτιον Τραπεζούντος ανεβίβαζε τον ελληνικόν πληθυσμον εις 500.000 μόνον εις αυτό το Βιλαέτιον.

Τω 1912 η φιλελευθέρα κυβέρνησις του Κιαμήλ-Πασά, κατόπιν επισήμου συμφωνίας μετά των Πατριαρχείων, έδωκεν επτά βουλευτικάς έδρας εις τους Έλληνας του Πόντου, εξ ων τρεις εις την Περιφέρειαν Τρπεζούντος, δύο εις την της Σαμψούντος και ανά μίαν εις τας περιφερείας Καρά-Χισάρ και Σινώπης. Ούτω, η κυβέρνησις του Κιαμήλ-Πασά επισήμως ανεγνώρισεν ότι υπήρχον 700.000 Έλληνες εν Πόντω, δεδομένου ότι, κατά τους Τουρκικούς εκλογικούς νόμους, επί 100.000 κατοίκων εξελέγετο εις βουλευτής της τουρκικής βουλής. Προσέτι, και αυτή η Κυβέρνησις των Νεοτούρκων, ηνηγκάσθη να παραχωρήση τέσσαρας βουλευτικάς έδρας εις τους Έλληνας του Πόντου, δύο εις την Τραπεζούντα και ανά μίαν εν Καρά-Χισάρ και Σαμψούντι –αναγνωρίζουσα, εκούσα, άκουσα, την αριθμητικήν σπουδαιότητα των Ποντίων.

Βασιζόμενοι επί των διαφόρων τούτων δεδομένων, δυνάμεθα να υπολογίσωμεν τους Έλληνας του Ευξείνου Πόντου εις 600.000 κατά τους μετριωτέρους υπολογισμούς. Ο αριθμός ούτος πλησιάζει πολύ τας στατιστικάς του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αίτινες βασίζονται επί του αριθμού των μαθητών των σχολείων και παρουσιάζουσι 550.000 Έλληνας εις την Περιφέρειαν του Πόντου, εξαιρουμένης της Σινώπης και του Λαζιστάν.

Ως εκ τούτου, ο ελληνικός πληθυσμός του Πόντου, ανέρχεται εις 850.000, εκ των οποίων, 250.000 ευρίσκονται νυν εν τη Νοτίω Ρωσία και τω Καυκάσω.

Ο μουσουλμανικός πληθυσμός της ιδίας περιφερείας υπολογίζεται εις 1.068.000, εκ των οποίων 232.000 κατοικούσιν εις την επαρχίαν του Λαζιστάν, ως εκ τούτου εις την περιφέρειαν του Πόντου, μένουσι 836.000 μουσουλμάνοι. Εν άλλαις λέξεσι, το ελληνικόν και το μουσουλμανικόν στοιχείον είναι περίπου ισάριθμα.

Οι μουσουλμάνοι του Πόντου ανήκουσιν εις διαφόρους φυλάς. Εκ του ολικού αριθμού, 340.000 περίπου είναι γνήσιοι Τούρκοι, 200.000 είναι Σουρμενίται, 50.000 Κιρκάσιοι, 200.000 Οφίται και 50.000 Σταυριώται. Οι Σταυριώται είναι Χριστιανοί, ους η Τουρκική κυβέρνησις παρά τας διαμαρτυρίας αυτών, ηνάγκασε να μείνωσι προσηρτημένοι εις τον Ισλαμισμόν. Οι Οφίται και οι Τογγιαλήδες ουδέποτε ελησμόνησαν την ελληνικήν καταγωγήν των. Οι Οφίται εξισλαμίσθησαν προ 180 ετών. διατηρούσιν εισέτι χριστιανικά τίνα ήθη. Φυλάττουσι τα Ευαγγέλια, ως πολύτιμα κειμήλια, αι δε σύζυγοί των δεν γνωρίζουσι καμμίαν άλλην γλώσσαν πλην της ελληνικής. Κατά το διάστημα της ρωσικής κατοχής, εζήτησαν δι’ επιτροπής να επιτραπή αυτοίς να επιστρέψωσιν εις τας αγκάλας της Ορθοδόξου Εκκλησίας αλλά δεν εθεωρήθη φρόνιμον να γίνει δεκτή η αίτησίς των, διότι ηδύνατο τούτο να θεωρηθεί ως προσηλυτισμός, επειδή, τη αιτήσει αυτών, είχον αναλάβει εγώ την προστασίαν αυτών.

Προς τους πληθυσμούς τούτους, υπάρχουσιν εν Πόντω 78.000 Αρμένιοι, εξ ων, 50.000 εν των Βιλαετίω Τραπεζούντος, οι δε λοιποί εν τοις σαντσακίοις Καρά-Χισάρ και Αμασείας –του Βιλαετίου Σεβαστείας.

Ο Ελληνικός χαρακτήρ του Πόντου ανεγνωρίσθη επισήμως, κατά τον πόλεμον τόσον υπό των Τούρκων και των Ρώσων, όσο και υπό των συμμάχων δυνάμεων. Τα έγγραφα, τα αποτελούντα παραρτήματα του υπομνήματος τούτου, αποδεικνύουσι τούτο περίτρανα.

Κατά τον χρόνον της προελάσεως των Ρωσικών στρατευμάτων κατά της Τραπεζούντος, δύο ημέρας προ της εισόδου αυτών, ο Τσεμάλ Αζμή μπέης, Τούρκος γενικός διοικητής του Βιλαετίου, μοι έστειλεν επιστολήν, δι’ ης παρέδιδε την αρχήν εις εμέ, και εις Συμβούλιον εκ τριών Ελλήνων κατοίκων, των κ.κ. Γεωργίου Φωστηροπούλου, Παρασκευά Γραμματικοπούλου και Γεωργίου Κογκαλίδου. Δίδων μοι την πληρεξουσιότητα ταύτην ο Βαλής είπε: «Από τους Έλληνας ελάβομεν την χώραν ταύτην, εις αυτούς επιστρέφομεν αύτην σήμερον. Παραδίδομεν επίσης εις υμάς τας εκκλησίας, τας οποίας μετετρέψαμεν εις τζαμία. Μετατρέψατε αυτάς πάλιν εις Εκκλησίας, εάν θεωρήτε τούτο εύλογον». Εν τούτοις έκρινα καλλίτερον να μη πράξω τούτο, έχων υπ’ όψιν μου την κατασίγασιν των παθών. Κατά την ώραν των διαπραγματεύσεων προς παράδοσιν της πόλεως εις τους Ρώσους, εζήτησα την βοήθειαν του κ. Χέϊζερ, Προξένου των Ηνωμένων Πολιτειών, όστις ανέλαβεν, εν ονόματι της προσωρινής κυβερνήσεως της επαρχίας, μεθ’ ενός πληρεξουσίου, αντιπροσωπεύοντος την κυβέρνησιν, τας διαπραγματεύσεις διά την παράδοσιν της περιφερείας της Τραπεζούντος εις τους Ρώσους. Ο διοικητής των Ρωσικών στρατευμάτων στρατηγός Λιάχωφ, επεκύρωσε τον διορισμόν μου, ως διοικητού. Τη συγκαταθέσει του στρατηγού προέβην εις τα απαιτούμενα διαβήματα προς ενέργειαν των δημοτικών εκλογών, εξ ων προήλθε δημαρχιακόν Συμβούλιον μετά σημαντικής ελληνικής πλειοψηφίας.

Καθ’ όλον το διάστημα της Ρωσικής κατοχής, ουδέν μέτρον σχετιζόμενον προς τον εντόπιον πληθυσμόν ελήφθη χωρίς να ερωτηθώ επισήμως υπό της Ρωσικής κυβερνήσεως. Όταν δε οι Ρώσοι εξελίχθησαν εις Μπολσελβίκους, εξηκολούθουν ν’ αναγνωρίζωσι την αυθεντικότητα της θέσεώς μου, και να έχωσιν εμπιστοσύνην εις το ελληνικόν στοιχείον. Εζήτουν επιμόνως παρ’ εμού να λάβω θέσιν εις τα Σοβιέτ, εν οις παρεκαθήμην συχνάκις, φροντίζων, δια μετριόφρονος πολιτικής, να σώσω την χώραν εκ των επεισοδίων των μπολσελβίκων. Κατά την αυτήν περίοδον ο συνταγματάρχης Σαρτινιέ, μοι έγραψεν εκ μέρους των Συμμάχων Κυβερνήσεων, ζητών όπως σχηματίσω σύνταγμα εκ Ποντίων, αναγνωρίζων, ούτω, την επιρροήν και σπουδαιότητα του ελληνικού στοιχείου εν τω Πόντω.

Και κατά το διάστημα της Ρωσικής κατοχής, και κατά τας περιόδους, καθ’ ας η χώρα έμεινεν άνευ στρατού κατοχής, οι διάφοροι πληθυσμοί, ανεξαιρέτως, ουδέποτε έπαυσαν αναγνωρίζοντες εμέ, και τους συνεργάτας μου, ως τας νομίμους καθεστηκυίας αρχάς της περιφερείας, και δεικνύοντες προς ημάς την πλέον απόλυτον εμπιστοσύνην.

Οι Έλληνες του Πόντου απέδειξαν εαυτούς αξίους εμπιστοσύνης. Εφάνησαν άξιοι να εξασφαλίζωσι την ζωήν και την περιουσίαν όλων των κατοίκων, χριστιανών τε και μουσουλμάνων. Παρ’ όλας τας διαφοράς της θρησκείας και τας εξαιρετικάς δυσκολίας της περιστάσεως, ουδέποτε συνέβησαν ανησυχίαι και αδικήματα. Η επιστολή, ην έλαβον παρά του Βεχήπ-Πασά, διοικητού του Γ΄ στρατιωτικού σώματος μαρτυρεί περί τούτου.

Τα γεγονότα ταύτα αποδεικνύουσι:

1) Ότι ο Ελληνικός πληθυσμός του Πόντου, μετά την επιστροφήν των προσφύγων εκ του Καυκάσου και της Ν. Ρωσίας θα είναι τόσος όσος και ο μουσουλμανικός πληθυσμός.

2) Ότι μέγα μέρος του μουσουλμανικού πληθυσμού είναι Έλληνες την καταγωγήν, οίτινες ουδέποτε ελησμόνησαν, ούτε την καταγωγήν των, ούτε την ελληνικήν γλώσσαν, ην εξακολουθούσι να ομιλώσι.

3) Ότι υπάρχει μία πολύ ασθενής μειοψηφία αρμενική, εν τη περιφερεία του Πόντου.

4) Ότι οι Τούρκοι ανεγνώριζαν ότι οι Έλληνες εισίν, ου μόνον ισχυροί διάδοχοί των, αλλά και το μόνον ικανό στοιχείον να διοικήση την χώραν, όταν κατηργήθησαν αι τουρκικαί αρχαί, και ότι εις τους Έλληνας οι Τούρκοι ενεχείρισαν την αρχήν, προ της αναχωρήσεως αυτών.

5) Ότι και οι Ρώσοι και οι αντιπρόσωποι των λοιπών δυνάμεων σιωπηλώς ανεγνώρισαν την επιτόπιον ελληνικήν κυβέρνησιν του Πόντου, και ότι εν πάση περιπτώσει ανεγνώρισαν ως επικρατεστέραν την επιρροήν του ελληνικού στοιχείου.

6) Ότι ο επιτόπιος πληθυσμός της χώρας ου μόνον υπετάσσετο εις την επιτόπιον ελληνικήν κυβέρνησιν, αλλ’ εδείκνυε προς αυτήν και την πλέον απόλυτον εμπιστοσύνην.

7) Ότι εις τας δυσκολωτέρας περιστάσεις η επιτόπιος ελληνική κυβέρνησις και ο ελληνικός πληθυσμός υπήρξαν ικανά να εξασφαλίζωσι τελείαν τάξιν.

Υπό τοιαύτας συνθήκας, ορθόν είναι και δίκαιον όπως η χώρα του Πόντου αποτελέση αυτόνομον ελληνικόν κράτος, συμφώνως προς την ακλόνητον επιθυμίαν του ελληνισμού, όστις είναι αποφασισμένος να μη υπομένη πλέον ξένην κυριαρχίαν. Η μεγάλη γειτνίασις προς το μέλλον αρμενικόν κράτος και αι εμπορικαί σχέσεις και τα κοινά δεινά και των δύο λαών σχηματίζουσι μεταξύ αυτών δεσμούς τους οποίους ευχαρίστως θα συνεχίζωμεν.

Διά τους άνω λόγους είμεθα έτοιμοι να δεχθώμεν προθύμως τον σχηματισμόν δεσμών στενής συνεργασίας μεταξύ των δύο κρατών, υπό τον ρητόν όμως όρον ότι έκαστον αυτόνομον κράτος θα έχη απόλυτον ανεξαρτησίαν.

Ευχαριστών υμάς εκ των προτέρων, προσφέρω εις τας Υμ. Εξοχότητας την διαβεβαίωσιν της εξόχου προς υμάς υπολήψεως.
Παρίσιοι, 2 Μαΐου 1919

Χρύσανθος Μητροπολίτης Τραπεζούντος

 Αντιπρόσωπος των αλυτρώτων Ελλήνων»