Τρεῖς εἶναι οἱ βασικοὶ σταθμοὶ τοῦ ἀνθρώπου: γεννιέται, ζεῖ, πεθαίνει. Δὲν θυμᾶται τὸ πρῶτο, δὲν καταλαβαίνει τὸ τρίτο καὶ ξεχνᾶ νὰ χαρεῖ τὸ δεύτερο.  

Εγκύκλιος Κυριακής Ορθοδοξίας 2005

Ἀριθμ. Πρωτ.: Φ. 8α’/233


ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 
ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ 2005

«Γέγονε καὶ καθ’ ἡμᾶς χειμών οὐχ ὁ τυχών, ἀλλ’ ὁ τῷ ὄντι τῆς μεγάλης κακίας ἐκχέων τὴν ὡμότητα» (Συνοδικόν, Ζ' Οἰκουμ. Συνόδου)


ερώτατοι Πατέρες, 
Ἐντιμότατοι Ἄρχοντες,
Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί,

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ποὺ τιμᾶ στὸ Ἑορτολόγιό της μόνο πρόσωπα καὶ γεγονότα, κατὰ τὴ σημερινὴ Πρώτη Κυριακὴ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, δὲν γιορτάζει τὸ Ὀρθόδοξο θρησκευτικὸ καὶ φιλοσοφικό-κοινωνικὸ σύστημά της, ἀλλὰ «θυμᾶται» μιὰ νίκη της, μιὰ νίκη τῆς Πίστεώς μας ἐπάνω σ’ ἕνα ὁλόκληρο κόσμο πραγμάτων καὶ ἰδεῶν.

Αὐτὸ ποὺ ἁπλᾶ λέμε Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι ἕνα θεωρητικὸ καὶ ἰδεολογικὸ σύστημα σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο καλοῦνται νὰ ζήσουν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ εἶναι ἡ Πίστη τῆς Ἐκκλησίας τῶν πιστῶν, δηλ. μιὰ προσωπικὴ πνευματικὴ ἐμπειρία ποὺ βιώθηκε πάντοτε τόσο ἔντονα, σὲ διάφορα μέρη τῆς γῆς, ἀπὸ διαφόρους λαούς, ὥστε νὰ ἀποτελεῖ σήμερα βεβαιωμένο τεκμήριο μὲ τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ ζήσει ὁ κόσμος.

Ἡ ὑπόθεση τῆς Πίστεώς μας ξεκίνησε ἀπὸ τὴν ἀκρογιαλιὰ τῆς θαλάσσης τῆς Τιβεριάδος, πρὶν ἀπὸ 2000 χρόνια. Ἔζησε τὴν συγκρότησή της μὲ τὸν ἁπλοϊκὸ κύκλο τῶν 12 ψαράδων μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ. Γρήγορα ἐγκατέλειψε τὴν ἑβραϊκὴ κοίτη της καὶ βγῆκε σὲ μιὰ συνάντηση μὲ τὸν ἑλληνικὸ κόσμο ὅπως αὐτὸς εἶχε διαποτίσει μὲ τὶς ἀξίες του τὸν ρωμαϊκό.

Ὅταν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἔντυσε μὲ βελούδινο μανδύα τοὺς αἱμόφυρτους ὤμους τῆς Ἐκκλησίας, γνώριζε καλά ὅτι πραγματοποιεῖ μιὰ πράξη καθαρῶς πολιτικὴ καὶ στρατιωτική. Ὅταν ἡ Ἐκκλησία, μὲ τὰ λασπωμένα πόδια της ἀπὸ τὶς Κατακόμβες, ἔριξε τὰ πρῶτα της βήματα στὰ αὐτοκρατορικὰ ἀνάκτορα τοῦ Βοσπόρου, γνώριζε κι ἐκείνη πολὺ καλὰ ὅτι εἰσέρχεται ξανὰ σ’ ἕνα Κολοσσαῖο.

Ἡ Ἐκκλησία δὲν γνωρίζω ἄν ὠφελήθηκε, σίγουρα ὅμως ὁ Ἑλληνισμὸς δὲν ζημιώθηκε. Ἡ ταύτιση τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὸν Ἑλληνισμὸ ἔγινε ἀφορμὴ νὰ βιώσει ἡ Ἐκκλησία στὸ σῶμα της ἕνα μεγάλο σχῖσμα, ὅταν οἱ τότε ἀνερχόμενες δυνάμεις στὴν Εὐρώπη ἤθελαν νὰ ἀποτινάξουν ἀπὸ πάνω τους κάθε μνήμη ποὺ τοὺς θύμιζε την ὀφειλὴ τους στὴ ῥωμηωσύνη.

Καὶ ἀκολούθησε ἡ σκλαβιὰ καὶ τότε ἡ Ἐκκλησία ἀνέλαβε τὸ ρόλο τοῦ Ἐθνάρχη κρύβοντας κάτω ἀπὸ τὰ καλύμματα τῆς Ἁγίας Τραπέζης τοὺς λυγμοὺς καὶ τὶς ἐλπίδες τῶν ραγιάδων πατεράδων μας.

Ἕνα δεύτερο σχῖσμα παράλληλο μὲ τὴν Ἀναγέννηση στὴν Εὐρώπη καὶ μετὰ τὴν Ἀναγέννηση δύο Ἐπαναστάσεις ποὺ ρήμαξαν ἤ καὶ ἀναζωογόνησαν τὸν κόσμο μας, κάνουν νὰ μὴν ὑπάρχει λόγος νὰ ἀπολογηθοῦμε γιὰ τὸν Χριστιανισμὸ στὴν Εὐρώπη, ἀλλὰ νὰ μιλήσουμε συγκρίνοντας καὶ νὰ θυμηθοῦμε πώς˙ 

 ἡ Ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ ὀνόμασε τοὺς βασιλεῖς της «ἐλέῳ Θεοῦ», γιὰ νὰ τοὺς θυμίζει ὅτι ἡ ἐξουσία ποὺ εἶχαν, τοὺς εἴχε δοθεῖ.
 ὀνόμασε τοὺς Ἐπισκόπους της «ἁγίους» γιὰ νὰ τοὺς θυμίζει τί πρέπει νὰ γίνουν.
 δέχτηκε τὴν ἁγιότητα τοῦ Μ. Κωνσταντίνου καὶ ἐξύμνησε τὴν ὁσιότητα τῆς Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, ἐπειδή σὲ παρόμοια περιστατικά εἶδε τὸ ἐφικτὸ τῶν ἐπαγγελιῶν της.
 στὴν τιμὴ ποὺ ἀπέδιδαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες στὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, ἡ Ὀρθοδοξία προσέθεσε ἰσάξια τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος.
• μὲ πρότυπο τὴν Θεοτόκο διαμόρφωσε τὴν ἀξία τῆς ἐξαιρετικῆς προσφορᾶς τῆς γυναῖκας καὶ τῆς μοναδικῆς εὐθύνης της στὴ διαμόρφωση τῆς κοινωνίας.
• τὴν ἀπογοήτευση γιὰ τὴν ἀπώλεια τῆς ζωῆς, μετρίασε μὲ τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν ἀξία τοῦ Ψυχοσαββάτου.
 ὅταν ἡ Δύση ἔκαιγε τὴν ἐπιστημοσύνη, ὁ πατρο-Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς παρότρυνε συμβολικά: «γκρεμίστε μιὰ ἐκκλησιά, καὶ μὲ τὶς πέτρες της, χτίστε ἕνα σχολειό».
 1000 χρόνια πρὶν καταργηθεῖ ἡ μοναδικότητα τῆς λατινικῆς γιὰ τὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ, ἡ Ἀνατολή εἶχε μεταφράσει τὴ Θεία Λειτουργία της σὲ δεκάδες γλῶσσες.
 1000 χρόνια πρὶν γίνει στὴν Εὐρώπη ἡ πρώτη πολυκλινικὴ μὲ τὴ σημερινή της μορφὴ καὶ διάρθρωση, λειτουργοῦσε στὴν Κωνσταντινούπολη σὲ μοναστήρι, πρότυπο, καὶ γιὰ σήμερα, νοσοκομεῖο.
 ὅταν ἡ ἀρχιτεκτονικὴ τῶν γοτθικῶν ναῶν στὶς πρωτεύουσες τῆς Εὐρώπης ἔσχιζε τὸν οὐρανὸ γιὰ νὰ ἀνακαλύψει τὸ Θεό, οἱ τροῦλλοι τῆς Ἁγια-Σοφιᾶς κατέβαζαν τὸν οὐρανὸ στὸ ὕψος τοῦ ἀνθρώπου.
 ὅταν ἡ Δύση στὸ μεσαίωνα δημιουργοῦσε μισαλλόδοξα κρατίδια, στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, «τῶν Ἑλλήνων οἱ κοινότητες ἔφτιαχναν γαλαξία».
 ὅταν ἡ ἀριστοκρατία στὴ Δύση μάστιζε τὶς κοινωνίες, ἡ διδασκαλία τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου στὴν Ἀνατολὴ ἀνάγκαζε νὰ νομοθετοῦνται νόμοι κατὰ τῶν γαιοκτημόνων.
 ὅταν ὁ φασισμὸς ἔγραφε τὸν «Ἀγῶνα» καὶ ὁ καπιταλισμὸς βίωνε τὸν «Μακιαβέλι», ἡ Ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ ἑνοποιοῦσε τοὺς λαοὺς κάτω ἀπὸ μιὰ πρωτεύουσα μὲ δυὸ γλῶσσες, μιὰ κοινὴ πίστη καὶ μιὰ σημαῖα.
 ὅταν οἱ μισητοὶ δικέφαλοι τῶν ἀπολυταρχικῶν αὐτοκρατοριῶν μεσουρανοῦσαν στὴν Εὐρώπη, ὁ μαῦρος δικέφαλος σὲ κίτρινο φόντο τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς εἶχε ἤδη περάσει στὴν Ἐκκλησία καὶ εἶχε νοηματοδοτήσει τὸ συμβολισμὸ τῶν δύο φύσεων τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
 ἀκόμα κι ὅταν ἡ Ὀρθόδοξη Ρωσία βίωσε τὸν βιασμὸ τοῦ Κεφαλαίου τοῦ Μάρξ, γρήγορα μέσα σὲ 80 χρόνια τὸ εὐτέλισε ὡς ἀνέφικτο στὴν ἐφαρμογή του.
 ὅταν ἡ Δύση προτείνει τὶς καφετέριες τοῦ σήμερα, ἡ Ὀρθόδοξία κρατάει ἀκόμα τὴν κοινωνικότητα τοῦ καφενείου τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς.

Θὰ μπορούσαμε νὰ βροῦμε πολλὰ, ὄχι ποὺ νὰ τονίζουν διαφορές, ἀλλὰ ποὺ νὰ ἀναγνωρίζουν ὅσα προσέφερε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὸν συνολικὸ πολιτισμὸ μέχρι τὶς ἡμέρες μας. Καὶ ἐνῶ ἡ Δύση σήμερα ἔρχεται νὰ φοιτήσει στὸ «σχολεῖο τῆς ἀνατολῆς», γεννιέται στὴ Χώρα μας μιὰ ἄλλη ἀνάγκη. Νὰ διορθώσουμε οἱ Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι τὴν περηφάνεια μὲ τὴν ὁποία βιώσαμε καὶ διαποτίσαμε κάθε πτυχὴ τῆς σύγχρονης κοινωνίας μας μὲ τὸ δροσερὸ νερὸ τοῦ Εὐαγγελίου. Ἴσως ἡ ἀλαζονεία μιᾶς ἐξουσίας ἡ ὁποία ξεπερνοῦσε τὰ ὅρια τῆς διακονίας τοῦ κόσμου, ἴσως ἡ αὐθαιρεσία μιᾶς ἱερωσύνης ἡ ὁποία ἐπαγγελματικὰ ἀπέκλειε τοὺς λαϊκοὺς ἀπὸ τὸ χαρισματικὸ γεγονός, ἴσως τὸ αὐτοκρατορικὸ καὶ ἐθναρχικὸ βαρὺ παρελθόν, ἐξάπαντος ἀνοίκειο στὴν πεζὴ ἐποχὴ μας, ὁδηγοῦν, πρέπει νὰ ὁδηγήσουν τὴν Ἐκκλησία, δηλ. τὸ σῶμα τῶν πιστῶν πίσω στὴν ἁπλότητα καὶ στὴ διάκριση τῆς ἀρχέγονης Ἐκκλησίας. 

Ἕνα εἶναι τὸ βέβαιο. Ὅτι ἡ Ἐκκλησία ποτὲ δὲν χάνει, πάντα κερδίζει. Χάνουν οἱ λαοί, χάνουν οἱ πολιτισμοί, χάνει ὁ κόσμος ποὺ «παράγεται καὶ ἡ ἐπιθυμία αὐτοῦ» (Α’ Ἰω. 2, 17). Αὐτὸς ἐξάλλου εἶναι ὁ κλῆρος τῆς Ἐκκλησίας, νὰ διώκεται καὶ νὰ πληρώνει ξένες ἁμαρτίες. Ἔτσι ὅμως ἡ Ἐκκλησία νικᾶ τὸν κόσμο, ὄχι γιὰ νὰ τὸν ἐξουσιάσει, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν προσλάβει, νὰ τὸν κάμει δικό της καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν Ἀνάσταση. Γιὰ μᾶς, τὰ πάντα ἐπιστρέφουν ἐκεῖ ἀπ’ ὅπου ξεκίνησαν. Μὲ ὅρους πνευματικότητος, καὶ ἡ συμφορὰ αὐτοῦ τοῦ χειμῶνα θὰ ἀποτελέσει δόξα γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ποὺ νιώθει ὑπεύθυνη ἀκόμα καὶ γιὰ τὴν λάσπη μὲ τὴν ὁποία γράφεται ἡ Ἱστορία. Λυπούμεθα μόνο γιὰ τὸ κόστος μὲ τὸ ὁποῖο θὰ πληρωθεῖ ἡ ὡμότητα καὶ ἡ ἀσέβεια αὐτῶν τῶν ἡμερῶν.

Ἀρκεῖ ἡ Ὀρθοδοξία νὰ ἀκούει ὅσο πιὸ καθαρὰ γίνεται τὴ φωνὴ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶπε στὸν Ναθαναήλ: «ἔρχου καὶ ἴδε» (Ἰω. 1, 47). Καὶ νὰ κλείσει τὰ αὐτιά της σὲ κάθε ἄλλο κάλεσμα αὐτοῦ τοῦ κόσμου ποὺ τὸ σχῆμα του, ἔτσι κι ἀλλιῶς, θὰ σβύσει μὲ τὴν συντέλεια τῶν αἰώνων.

«Οὐκ ἀρνησόμεθά σε, φίλη Ὀρθοδοξία, οὐ ψευσόμεθά σε, πατροπαράδοτον σέβας» (στίχοι Ἰωσήφ Βρυεννίου).

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
✥ Ὁ Ἀλεξανδρουπόλεως Α Ν Θ Ι Μ Ο Σ