Τρεῖς εἶναι οἱ βασικοὶ σταθμοὶ τοῦ ἀνθρώπου: γεννιέται, ζεῖ, πεθαίνει. Δὲν θυμᾶται τὸ πρῶτο, δὲν καταλαβαίνει τὸ τρίτο καὶ ξεχνᾶ νὰ χαρεῖ τὸ δεύτερο.  

Ἐπί τῶν ὤμων ὁ ἐπιστήθιος

Άρθρο του Μητροπολίτου Αλεξανδρουπόλεως κ. Ανθίμου*


Ἐπὶ τῶν ὤμων ὁ ἐπιστήθιος

Ἡ Ἐκκλησία ἐξωράϊσε τὸν κόσμο, ὅμως δὲν τὸν φτιασίδωσε. Παραδέχτηκε τὶς καταστάσεις τῆς ζωῆς, μετάλλαξε τὴν τραχύτητά τους χωρὶς νὰ τὶς χρυσώσει. Γιὰ παράδειγμα, τὸ θάνατο: τὸν τραγούδησε, τὸν ἀνθοστόλισε, τὸν μετονόμασε σὲ «ἔξοδο» σὲ «κοίμηση», ὅμως τὸν παραδέχεται ὡς βίαιο χωρισμὸ καὶ  τὸν περιγράφει μὲ θρήνους καὶ ὀδυρμούς.



Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὸν Τίμιο Σταυρό. Τὸν στολίζει μὲ ἄνθη καὶ βασιλικούς, τὸν προβάλλει στὸ στῆθος μας μὲ χρυσὸ καὶ πετράδια, δεμένο σὲ διάφορα σχήματα καὶ καλλιτεχνικὲς τεχνικές. Τὸν τοποθετεῖ στὶς κορυφὲς τῶν ναῶν καὶ τῶν τέμπλων. Τὸν κεντάει στὰ ἄμφια καὶ στὰ ἱερὰ καλύμματα. Καταστρώνει τὰ ἀρχιτεκτονικὰ τῶν ναῶν πάνω στὸ σχῆμα του καὶ εὐλογεῖ μ᾽ αὐτὸν τὰ σημεῖα τοῦ τετραπέρατου κόσμου. 

Ὅμως ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου μας δὲν εἶναι παρὰ τὸ ματωμένο ξύλο τῆς ντροπῆς καὶ τοῦ πόνου πάνω στὸ ὁποῖο πέθανε γυμνός, κρεμασμένος σὰν κακοῦργος ὁ Γιὸς τῆς Παρθένου.

Οἱ Χριστιανοὶ ὀφείλουμε νὰ μὴν τὸ λησμονοῦμε ποτὲ αὐτό, ἀκόμα κι ἄν δὲν εἶναι τόσο εὐδιάκριτο μέσα «στὸν ἔνδοξό μας βυζαντινισμό». Ἡ Ὀρθόδοξη ἁγιογραφία  δείχνει τὸ Χριστὸ καθαρό, γαλήνιο καὶ καλοχτενισμένο πάνω στὸ Σταυρό, σὰν νὰ κοιμᾶται, ἐνῶ ἡ ἐπιγραφὴ ἐπάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι του διαλαλεῖ τὸν «Βασιλιὰ τῆς Δόξης». Ποτὲ δὲν ἀπεικόνισε τὴν πραγματικότητα ποὺ ἦταν πιὸ κοντὰ στὰ «Πάθη» τοῦ Mel Gibson, ἐπειδὴ ἡ Ἐκκλησία ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν αἰτία ποὺ ὁδήγησε τὸ Θεὸ νὰ πάθει, προκειμένου νὰ θεραπεύσει τὸ μεγάλο τραῦμα, τὸν ἄνθρωπο. 

Οἱ κληρικοὶ φέρουμε τὸ σύμβολο τοῦ Σταυροῦ ἐπάνω μας, ἀπὸ τὴν κορυφὴ τῆς μίτρας μέχρι τὴν ἀκρώρεια τοῦ διακονικοῦ στιχαριοῦ καὶ γι᾽ αὐτό, καθὼς εἰσοδεύουμε στοὺς Ναούς, οἱ χριστιανοί μας σκύβουν τὸ κεφάλι τους μπροστά μας.

Ἡ καθημερινὴ παρουσία τοῦ ἱερέως στὸν κόσμο μας εἶναι τὸ πέρασμα μιᾶς λιτανείας τοῦ Σταυροῦ ἤ τοῦ Ἐπιταφίου ἀπὸ τὸ κέντρο μιᾶς πόλης, τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Προκαλεῖ δάκρυα σὲ λίγους, συστολὴ στοὺς περισσότερους, σεβασμὸ σὲ ὅλους, ἀκόμα καὶ στοὺς ἀδιάφορους. Ἴσως νὰ δαιμονίζει καὶ κάποιους, λίγους εὐτυχῶς.

Ὁ Χριστὸς μᾶς ἄφησε μόνο μιὰ προτροπὴ μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του, «νὰ χαιρόμαστε», μᾶς διαβεβαίωσε ὅτι τελικὰ Ἐκεῖνος εἶναι ὁ νικητὴς τοῦ κόσμου καὶ τῆς ἱστορίας, ὅμως, συγχρόνως μᾶς προετοίμασε γιὰ τὸν πόνο καὶ τὴν θλίψη ποὺ θὰ συναντήσουμε στὴ ζωή μας.

Ἡ χαρὰ καὶ ἡ λύτρωση ὡς πνευματικὲς καταστάσεις, εἶναι τὸ ἀμάγαλμα τοῦ ἀγῶνα μας ἐνάντια στὸν πόνο.

Ὁ Πέτρος ἤξερε τὸν Δάσκαλό του, ὅμως τὸν γνώρισε στ᾽ ἀλήθεια, μόνο ὅταν «ἔκλαυσε πικρῶς». Ἕνας διανοητὴς ἔλεγε: «τὸ μάτι ποὺ δὲν δάκρυσε, ποτὲ δὲν σᾶς ἀντίκρυσε, ὦ οὐράνιες δυνάμεις». Ἐξ ἄλλου τί εἶναι τὸ ὄμορφο μαργαριτάρι; εἶναι τὸ αἷμα, τὸ σάλιο καὶ τὸ δάκρυ τοῦ στρειδιοῦ. Καὶ ἡ γλυκόλαλη φλογέρα; ἕνα ξύλο ποὺ τρυπήθηκε μὲ μαχαίρι. Καὶ τὸ πιάτο ὅπου τρῶμε; μιὰ χούφτα χῶμα ποὺ ψήθηκε σὲ φούρνο. Τελικὰ «τὸ καλό» ἐξαγοράζεται μὲ πόνο καὶ «τὸ ἄριστο» μὲ πολὺ πόνο.

Ξέρουμε τὴ φράση: «νὰ δώσεις αἷμα γιὰ νὰ λάβεις πνεῦμα». Πόσο ὅμως εἴμαστε διατεθειμένοι νὰ βιώσουμε ἕνα τέτοιο γεγονός!

Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ἀνάμεσά μας, ποὺ ὅλη τους ἡ ζωὴ εἶναι Γολγοθᾶς. Ὅταν τοὺς βλέπω, νιώθω συστολὴ καὶ ντρέπομαι ποὺ γιὰ μένα ὁ Σταυρὸς εἶναι ἕνα κόσμημα περίτεχνο στὸ στῆθος.

Πολλὲς φορὲς κήρυξα γιὰ τὸ Σταυρὸ καὶ τὸν πόνο. Ὅμως τὰ λόγια μου ἦταν τόσο θεωρητικά, σὰν φιλοσοφικὸς μῦθος. Κάποιος μοῦ εἶπε: «ἀπὸ τὸν τρόπο που κηρύττεις, φαίνεται ὅτι δὲν πόνεσες ποτέ..!»

Σήμερα οἱ κληρικοὶ διαφεντεύουμε «τὸν κόσμο μας», ἔχουμε τὴν καταξίωση τῆς κοινωνίας μας, τὴν ἀναγνώριση τῶν συνανθρώπων μας, παίρνουμε τὸ μισθό μας.

Αὔριο ὅμως;  Ἄν κάποια ἀπὸ τὰ παραπάνω λείψουν; Εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ ζήσουμε καὶ νὰ ὁμολογήσουμε τὸ Εὐαγγέλιο, ὄχι μὲ λόγια ἀλλὰ μὲ τὶς ζωές μας ἐδαφισμένες στὶς συνειδήσεις τοῦ κόσμου καὶ συκοφαντημένες στὴ μικρὴ ἤ τὴν μεγάλη κοινωνία μας; Ἴσως ἀδύναμοι, ἴσως στὸ περιθώριο καὶ χωρὶς μισθό;

Πόσο εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ περιφέρουμε τὸ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ ὄχι στὸ στῆθος μας, ἀλλὰ στοὺς ὤμους μας, ἀλέθοντας στὰ δόντια μας τὸν βουβό μας πόνο;

Ἡ Ἁγία Γραφὴ διδάσκει «ἑτοιμάστηκα καὶ δὲν ταράχτηκα».

Ποιὸ νά ‘ναι ἄραγε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γιὰ μᾶς; Μιὰ ἑβραϊκὴ παροιμία λέει: «ὁ Θεὸς γράφει ἴσια μὲ στραβὲς γραμμές». Ποιὸ νά ‘ναι ἄραγε τὸ γράψιμό του γιὰ τὴ δική μας ζωή;

Τὴν προσωπικὴ ζωή, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ μέσα στὴ ραγδαία μεταλλασσόμενη αὐτοκτονικὴ ἑλλαδικὴ κοινωνία; Ποὺ περίεργα μέχρι τώρα δὲν μᾶς ἄγγιξε!

Μὲ ὅσα συμβαίνουν γύρω μας καὶ μὲ τὴν ἀκράδαντη βεβαιότητα ὅτι ἡ Ἐκκλησία δοξάζεται μέσα σὲ πειρασμοὺς καὶ σὲ διώξεις, ὑποπτεύομαι ὅτι ὁ Χριστός, φωνάζει σὲ ὅλους μας, ποιὸς δὲν τὸ ἀκούει; ὅσους ἔχουμε συναίσθηση τοῦ βάρους ποὺ ἔχει τὸ πετραχήλι στὸ λαιμό μας:
«Σίμων Σίμων, ἰδοὺ ὁ σατανᾶς ἐξῃτήσατο ὑμᾶς τοῦ σινιάσαι ὡς τὸν σῖτον, ἐγὼ δὲ ἐδεήθην περὶ σοῦ ἵνα μὴ ἐκλίπῃ ἡ πίστις σου, καὶ σύ ποτε ἐπιστρέψας στήριξον τοὺς ἀδελφούς σου».


*Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Εφημέριος"  Σεπτέμβριος- Οκτώβριος 2015