Τρεῖς εἶναι οἱ βασικοὶ σταθμοὶ τοῦ ἀνθρώπου: γεννιέται, ζεῖ, πεθαίνει. Δὲν θυμᾶται τὸ πρῶτο, δὲν καταλαβαίνει τὸ τρίτο καὶ ξεχνᾶ νὰ χαρεῖ τὸ δεύτερο.  

Η θέση της γυναίκας στην Ορθόδοξη Εκκλησία (Πρωτ. Δημήτριος Κεσκίνης)

Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Κυριακὴ 31 Ἰανουαρίου 2016, ὥρα 6.30΄ μ.μ.
Αἴθουσα Πνευματικοῦ Κέντρου Ἱερᾶς Μητροπόλεως


Σεβασμιώτατε, Σεβαστοὶ πατέρες, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί,

Ἡ σημερινή μου ὁμιλία ἔχει ὡς θέμα τὴν «θέση τῆς γυναίκας στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία».

Κατ’ ἀρχὴν θὰ ἤθελα εἰλικρινῶς νὰ εὐχαριστήσω τὸν Σεβασμιώτατο ποιμενάρχη μας ποὺ μοῦ ἀνέθεσε τὸ συγκεκριμένο θέμα, ἐν ὄψει καὶ τῆς μεγάλης Δεσποτικῆς ἑορτῆς τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου. Μοῦ ἔδωσε τὴν εὐκαιρία νὰ διαβάσω, νὰ ἐνημερωθῶ καὶ νὰ ἀσχοληθῶ μὲ ἕνα τόσο ἐπίκαιρο θεολογικὸ καὶ ποιμαντικὸ ζήτημα, προκειμένου νὰ ἑτοιμάσω καὶ νὰ σᾶς παρουσιάσω ὅσο το δυνατὸν σύντομα καὶ περιεκτικὰ τὴν θέση καὶ τὸν ρόλο τῆς γυναίκας μέσα στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν εἶναι δυνατό νὰ καλύψω τὸ θέμα σὲ λεπτομέρειες, οὔτε νομίζω πὼς αὐτὸς εἶναι ὁ στόχος μιᾶς ὀλιγόλεπτης ὁμιλίας. Σκοπός μου εἶναι νὰ σᾶς προσφέρω μία στοιχειώδη ἐνημέρωση ποὺ θὰ ἀποτελέσει τὴ βάση καὶ τὴν ἀφορμὴ περεταίρω προβληματισμοῦ καὶ προσωπικῆς ἀναζήτησης στὶς πηγὲς τῆς πίστεώς μας.

Τὸ ἐν λόγῳ θέμα μας κατέστη ἐπίκαιρο ἐξ αἰτίας δύο ἐξωτερικῶν ἐρεθισμάτων. Το πρῶτο εἶναι τὸ φεμινιστικὸ κίνημα καὶ τὸ δεύτερο οἱ χειροτονίες τῶν γυναικῶν σὲ κάποιες ἀπὸ τὶς προτεσταντικὲς ὁμολογίες μὲ τὶς ὁποῖες ἐρχόμαστε σὲ επικοινωνία καὶ ἀνταλλαγὴ ἀπόψεων στὰ πλαίσια τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλὰ καὶ τοῦ διομολογιακοῦ διαλόγου. Τὸ φεμινιστικὸ κίνημα καὶ ἡ ἀντίστοιχη φεμινιστικὴ θεολογία στοὺς κόλπους τῶν προτεσταντῶν ἐλέγχουν ὅλες τὶς χριστιανικὲς ὁμολογίες καὶ κατ’ ἐπέκταση καὶ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γιὰ ὑποτίμηση τῆς θέσης καὶ τοῦ ρόλου τῆς γυναίκας. Παράλληλα τὸ ζήτημα τῆς χειροτονίας τῶν γυναικῶν ἀνάγκασε κατὰ κάποιο τρόπο τὴν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο νὰ ἀσχοληθοῦν συγκεκριμένα μὲ τὸ ζήτημα, νὰ ἀναζητήσουν, νὰ ἀναπτύξουν καὶ νὰ παρουσιάσουν τὴν ἀλήθεια ποὺ διαχρονικὰ βιώνει ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας σὲ σχέση μὲ τὸν ρόλο τῶν γυναικῶν στὴ ζωή Της.  Σταθμό στὴ διαδικασία αὐτὴ ἀπετέλεσε τὸ «Διορθόδοξο Θεολογικὸ Συνέδριο» ποὺ συγκλήθηκε μὲ πρωτοβουλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στὴ Ρόδο τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1988 (πρὶν ἀπὸ 28 χρόνια) μὲ θέμα «Ἡ θέσις τῆς γυναικὸς ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ καὶ τὰ περὶ χειροτονίας τῶν γυναικῶν». Νὰ ἀναφέρω γιὰ τὴν ἱστορία ὅτι στὸ συνέδριο αὐτὸ συμμετεῖχε μὲ εἰσήγηση καὶ ἡ σεβαστή μας γερόντισσα Μακρίνα, μὲ μία ἀκόμη μοναχὴ τῆς ἱερᾶς Μονῆς μας, τῆς Παναγίας τοῦ Ἕβρου. Ἀπὸ τότε ἐγκαινιάστηκε καὶ στὴ συνέχεια ἀναπτύχθηκε μέχρι καὶ στὶς ἡμέρες μας ἕνας σημαντικὸς γόνιμος καὶ πολύ χρήσιμος θεολογικὸς διάλογος στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ποιὰ εἶναι ἡ θέση τῶν γυναικῶν στοὺς ἀρχαίους λαούς;

Στοὺς ἀρχαίους λαούς, καὶ ἰδιαίτερα στοὺς Πέρσες, τοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς Ἕλληνες παρατηρεῖται γενικὰ ἡ ὑπερτίμηση τοῦ ἄνδρα καὶ ἡ ὑποτίμηση τῆς γυναίκας, μὲ τὸν ἀποκλεισμό της ἀπὸ τὴν δημόσια δράση καὶ ζωή, καὶ τὸν περιορισμό της στὸ σπίτι. Ἰδιαίτερα στὸν Ἰουδαϊσμὸ ἡ θέση τῆς γυναίκας εἶναι ἀξιοθρήνητη. Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ προσευχὴ τῶν Ἰουδαίων, μὲ τὴν ὁποία εὐχαριστοῦσαν τὸν Θεὸ ποὺ δὲν τοὺς ἔκανε εἰδωλολάτρες, σκλάβους ἢ γυναῖκες. Ὁ δὲ Διογένης ὁ Λαέρτιος στοὺς «βίους Φιλοσόφων» ἀποδίδει στὸν Σωκράτη μία παρόμοια ἀντίληψη, κατὰ τὴν ὁποία θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του τυχερό γιὰ τρία πράγματα: ὅτι γεννήθηκε ἄνθρωπος καὶ ὄχι θηρίο, ὅτι γεννήθηκε ἄντρας καὶ ὄχι γυναίκα καὶ ὅτι γεννήθηκε Ἕλληνας καὶ ὄχι βάρβαρος[1].   Ἡ θέση τῆς γυναίκας βελτιώνεται σταδιακὰ ἀπὸ τοὺς Ἑλληνιστικοὺς χρόνους καὶ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, ἀλλὰ δὲν παύει ἡ κυριαρχία τοῦ ἀνδρός, προφανῶς γιατὶ ἡ ὀργάνωση τῆς ζωῆς εἴτε στὴν παραγωγὴ τῶν ἀγαθῶν εἴτε στὴ διεξαγωγὴ τῶν πολέμων, ἐξαρτώνταν ἀπὸ τὴν μυϊκὴ δύναμη τῶν ἀνδρῶν ποὺ εὔκολα τοὺς καθιστοῦσε ἀπὸ προστάτες σὲ κυρίαρχους καὶ ρυθμιστές.

Τὶ κομίζουν ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία;

Τὸ καινούργιο καὶ ριζοσπαστικὸ στοιχεῖο ποὺ χαρακτηρίζει ἐξαρχῆς τὴ διδασκαλία καὶ τὴν πράξη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ὑπέρβαση κάθε μορφῆς διασπάσεων καὶ τεμαχισμῶν (φύλου, φυλῆς, ἔθνους, γλώσσας, πολιτισμοῦ, κοινωνικῆς τάξης καὶ προέλευσης). Στὴ νέα ἐν Χριστῷ πραγματικότητα ποὺ βιώνει καὶ κηρύττει ἡ Ἐκκλησία, δὲν ὑπάρχει χῶρος γιὰ κανενός εἴδους διαχωρισμό, διαίρεση ἢ ἀνισότητα. Κορυφαῖα ἔκφραση αὐτῆς τῆς ἀλήθειας εἶναι τὸ χωρίο τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἀπὸ τὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολή του,

«οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυž πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ»[2]. Δὲν ὑπάρχει πιὰ Ἰουδαῖος καὶ εἰδωλολάτρης, δὲν ὑπάρχει δοῦλος καὶ ἐλεύθερος, δὲν ὑπάρχει ἄνδρας καὶ γυναίκαž ὅλοι σας εἶστε ἕνα, χάρη στὸν Ἰησοῦ Χριστό, ποὺ σᾶς κατέστησε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ.

«Ἡ χριστιανικὴ λοιπὸν Ἐκκλησία ἐμφανίζεται στὸ προσκήνιο τῆς ἱστορίας ὡς ἡ δυναμικὴ ἐκείνη κοινότητα ποὺ ἐπαγγέλλονταν τὴν ἐπικείμενη ἔλευση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἑνὸς καινούργιου κόσμου ἀγάπης, ἰσότητας, δικαιοσύνης καὶ ἐλευθερίας, ποὺ θὰ σήμαινε ὄχι μόνο τὴ μεταμόρφωση καὶ ἀνακαίνιση τοῦ κόσμου καὶ τῆς Ἱστορίας, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀνθρώπινων καὶ διαπροσωπικῶν σχέσεων, ἄρα καὶ τῶν σχέσεων τῶν δύο φύλων. … Αὐτὲς οἰ καινούργιες σχέσεις ὑπερέβαιναν τὴν κάθε μορφῆς διάσπαση, τὸν κάθε μορφῆς χωρισμὸ καὶ ἐγωϊσμό, ὁδηγώντας στὴν ἑνότητα καὶ καθολικότητα, σὲ σχέσεις ἰσότητας καὶ ἐλευθερίας. Ἑπόμενο ἦταν λοιπὸν γιὰ τὴν ἀρχαία Ἐκκλησία νὰ ἀνατιμήσει τὴ θέση τῆς γυναίκας, ὅπως αὐτὸ καταδεικνύεται ἀπὸ τὰ βιβλικὰ κείμενα, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ τὴν πράξη τῆς πρωτοχριστιανικῆς κοινότητας»[3].

Ἂς παρακολουθήσουμε πιὸ συγκεκριμένα πῶς ἐπιβεβαιώνεται ἡ ἀλήθεια αὐτή. Καὶ πρῶτα στὰ Εὐαγγέλια.

Τὸ εὐαγγέλιο, τὸ νέο χαρμόσυνο μήνυμα ξεκινὰ μὲ δύο γυναικεῖες μορφές, τὴν Ἐλισσάβετ καὶ τὴ Μαρία. Ἡ μία θὰ γεννήσει τὸν Πρόδρομο τοῦ Χριστοῦ καὶ Βαπτιστὴ Ἰωάννη καὶ ἡ ἄλλη εἶναι ἡ ἐκλεκτὴ τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ ἀποτελέσει τὴν νέα Εὔα ποὺ θὰ συγκατατεθεῖ στὸ σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας καὶ θὰ γεννήσει τὸν Θεὸ καὶ ἄνθρωπο Ἰησοῦ προκειμένου νὰ ἀποκατασταθεῖ στὴν ἀνθρωπότητα ἡ προοπτικὴ τῆς σωτηρίας. Στὸ πρόσωπο τῆς Μαρίας, ἡ γυναῖκα εἶναι αὐτὴ ποὺ συμμετέχει ἐκ μέρους ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας.

Ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς στὰ λόγια καὶ στὶς πράξεις του δηλώνει κατηγορηματικὰ τὴν ἰσοτιμία τῶν δύο φύλων. Αὐτὸ φαίνεται στὸν διάλογο ποὺ ἔχει μὲ τοὺς Γραμματεῖς ποὺ προσπαθοῦν νὰ τὸν παγιδεύσουν σὲ σχέση μὲ τὸ διαζύγιο ρωτώντας τον ἐὰν ἐπιτρέπεται νὰ χωρίσει κανεὶς τὴ γυναίκα του για ὁποιονδήποτε λόγο. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἐπιτρέψτε μου μία ἑρμηνευτικὴ παρένθεση, προκειμένου νὰ κατανοήσουμε καλύτερα τὴν ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ στοὺς Γραμματεῖς. Κατὰ τὴ συνήθη τακτικὴ τῶν συγγραφέων τῆς ἐποχῆς τῆς Π.Δ., νὰ παραθέτουν διάφορες διηγήσεις γιὰ τὸ ἴδιο θέμα, ἄσχετα ἂν εἶχαν διαφορὲς μεταξύ τους, ὑπάρχουν δύο ἀφηγήσεις γιὰ τὴ γένεση τοῦ κόσμου στὸ βιβλίο τῆς Γένεσης. Ἡ πρώτη ἀφηγεῖται τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου σὲ ἕξι ἡμέρες καὶ ἀναφέρει ὅτι ὁ Θεὸς στὸ τέλος δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο λέγοντας ἁπλῶς «ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς». Ἡ δεύτερη εἶναι ἡ περισσότερο γνωστὴ ποὺ παρουσιάζει πιὸ ἀναλυτικὰ τὴ δημιουργία πρώτα τοῦ Ἀδὰμ καὶ στὴ συνέχεια ἀπὸ τὴν πλευρά του τῆς Εὔας. Δὲν εἶναι τυχαῖο ποὺ ἐπεκράτησε ἡ δεύτερη καὶ ἐρμηνεύτηκε ὡς ἡ βιβλικὴ κατοχύρωση τοῦ ρόλου τῆς γυναίκας ὡς βοηθοῦ τοῦ ἀνδρός[4]. Ὁ Χριστὸς ὅμως, γιὰ νὰ ἀπαντήσει χρησιμοποιεῖ τὴν πρώτη ἀφήγηση ποὺ παραπέμπει στὴν ἰσοτιμία καὶ λέει: «ὁ ποιήσας ἀπ’ ἀρχῆς ἄρσεν καὶ θήλυ ἐποίησεν αὐτούς… καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίανž ὥστε οὐκέτι εἰσὶ δύο, ἀλλὰ σάρξ μία. ὃ οὖν ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω»[5]. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐξ ἀρχῆς πλασμένος ὡς ἄνδρας καὶ γυναῖκα, οὔτε μόνο ἄνδρας οὔτε μόνο γυναίκα, καὶ μέσα στὸν γάμο κανεὶς δὲν ὑπερτερεῖ τοῦ ἄλλου. Καθίστανται σάρκα μία. Στὸν γάμο ἐπομένως κανείς δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀποπέμψει τὸν ἄλλο.

Στὴν περίπτωση τῆς μοιχαλίδας ὁ Ἰησοῦς διαφοροποιεῖται ἀπὸ τὶς παραδόσεις τῶν Ἰουδαίων ποὺ ἀπαιτοῦν σκληρὴ ἀντιμετώπιση τῆς γυναίκας ἀπὸ τὸν ἄνδρα καὶ στὴν ποινὴ τοῦ λιθοβολισμοῦ ἀπαντᾶ τὸ γνωστὸ «ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος βαλέτω λίθον ἐπ’ αὐτήν»[6]. Σὰν νὰ τοὺς ἔλεγε, δὲν εἶναι μόνο ἡ γυναίκα ποὺ ἁμαρτάνει. Ἐξ ἴσου εὐάλωτος στὴν ἁμαρτία εἶναι καὶ ὁ ἄνδρας. Ἐὰν πρέπει νὰ τιμωρηθεῖ ἡ γυναίκα, τὀ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὸν ἄνδρα.

Ὁ Χριστὸς ἀνταποκρίνεται στὴν πίστη τῶν γυναικῶν καὶ δὲν τὶς περιφρονεῖ, ἀλλὰ τὶς θεραπεύει καὶ τὶς παρηγορεῖ.

Ὁ Ἰησοῦς ἀνυψώνει τὶς περισσότερο περιφρονημένες ὁμάδες ἀνθρώπων καὶ ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν ἀνδρῶν καὶ ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν γυναικῶν καὶ λέει τὸ συγκλονιστικὸ ἐκεῖνο, ὅτι «οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι προάγουσι ὑμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ»[7]. Οἱ τελῶνες καὶ οἱ πόρνες θὰ προηγηθοῦν, θὰ μποῦν πρὶν ἀπὸ σᾶς στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Στὴ γνωστὴ σὲ ὅλους μας περίπτωση τῆς Μάρθας καὶ τῆς Μαρίας, τῶν ἀδελφῶν τοῦ Λαζάρου, ὁ Ἰησοῦς ἐπαινεῖ τὴ στάση τῆς Μαρίας, ποὺ ἀντὶ νὰ βοηθήσει τὴν ἀδελφή της στὸ κέρασμα, κάτι ποὺ θεωρούνταν αὐτονόητο γιὰ μιὰ γυναίκα, προτιμᾶ νὰ ἀκούσει τὴ διδασκαλία του, προνόμιο ποὺ ἀπολάμβαναν κυρίως οἱ ἄνδρες.  Ὁ Χριστὸς τῆς ἀναγνωρίζει τὸ δικαίωμα τῆς ἰσότιμης καὶ πλήρους συμμετοχῆς στὴ νέα κοινωνία ποὺ ὀ ἴδιος ἐγκαινιάζει.

Ἐνῶ ἡ Ἰουδαϊκὴ παράδοση δὲν ἐπιτρέπει τὴ δημόσια συνομιλία μὲ γυναίκα, ὁ Χριστὸς διαφοροποιεῖται καὶ ἐδῶ, καὶ δὲ διστάζει νὰ πιάσει κουβέντα στὸ πηγάδι τοῦ Ἰακώβ μὲ τὴ Φωτεινή, ἡ ὁποία μάλιστα ἦταν καὶ Σαμαρείτιδα. Καὶ δὲ δυσκολεύεται νὰ κάνει μαζύ της ἕναν βαθειὰ θεολογικὸ καὶ ἐποικοδομητικὸ διάλογο.

Τέλος μᾶς γίνεται γνωστὸ ἀπὸ τὰ βιβλικὰ κείμενα ὅτι οἱ γυναῖκες συμμετεῖχαν τόσο στὸν στενό, ὅσο καὶ στὸν εὐρὺ κύκλο τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὸ κατὰ Λουκάν εὐαγγέλιο, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ κηρύγματος στὴ συνοδεία τοῦ Χριστοῦ μαζύ μὲ τοὺς δώδεκα εἶναι παροῦσες καὶ γυναῖκες[8]. Τὸν συνοδεύουν στὴ σύλληψη καὶ τὴν σταύρωση, τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ δώδεκα φοβήθηκαν καὶ κρύφτηκαν. Παραμένουν καὶ ἐκτελοῦν τὶς σχετικὲς μὲ τὸν ἐνταφιασμὸ παραδόσεις. Πρῶτες πληροφοροῦνται τὴν Ἀνάσταση. Εἶναι οἱ πρῶτες στὶς ὁποῖες ἐμφανίζεται ὁ Ἀναστημένος Ἰησοῦς καὶ τὶς ἀναθέτει νὰ μεταφέρουν τὸ μήνυμα στοὺς ἀδελφούς του. Ἀποτελοῦν μία ὁμάδα μὲ τοὺς μαθητὲς μετὰ τὴν Ἀνάσταση, εἶναι παροῦσες στὴν Ἀνάληψη, ὅπως καὶ στὸ ὑπερῶο τὴ στιγμὴ τῆς Πεντηκοστῆς καὶ τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Πολλὲς εἶναι καὶ οἱ γυναῖκες ποὺ ἀναφέρονται στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων καὶ στὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἀπ. Παύλου. Μποροῦμε νὰ ἀναφέρουμε τὴν Πρίσκιλλα στὴν Κόρινθο καὶ τὴν Ἔφεσο, τὴν Λυδία στοὺς Φιλίππους, τὴ Δάμαρι στὴν Ἀθήνα, τὴν Ταβιθὰ στὴν Ἰόπη, τὴ Μαριάμ, τὴν Ἰουνία, τὴ Χλόη, τὴν Ἀπφία, τὴν Εὐοδία καὶ τὴ Συντύχη, τὴ Φοίβη. Ὅλες αὐτὲς ἀναφέρονται ὡς συνεργάτιδες στὸ ἔργο τῆς διάδοσης τοῦ Λόγου τοῦ Εὐαγγελίου καὶ δὲ διακρίνονται ἀπὸ τοὺς ἄνδρες συνεργάτες.

Ἀμέσως μετὰ τὴν χειροτονία τῶν πρώτων διακόνων ποὺ ἦταν ἄνδρες, ἀκολούθησε στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία ἡ χειροτονία τῶν Διακονισσῶν[9]. Πρώτη διάκονος εἶναι ἡ Φοίβη καὶ ἀναφέρεται στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολὴ τοῦ ἀπ. Παύλου[10]. Ἔχουν τὴν ἴδια ἀποστολὴ μ’ αὐτὴν τῶν ἀνδρῶν διακόνων, ἁπλῶς δὲν μποροῦν νὰ εἶναι μικρότερες ἀπὸ 40 ἐτῶν καὶ βέβαια δὲν ἱερουργοῦν τὰ μυστήρια, ὅπως οὔτε οἱ ἄνδρες διάκονοι, ἀλλὰ συναριθμοῦνται στοὺς τρεῖς βαθμοὺς τῆς ἱερωσύνης. Χειροτονοῦνται κανονικὰ ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ βήματος. Ὁ θεσμὸς θεωρητικὰ δὲν ἔχει καταργηθεῖ, καθὼς δὲν ἔχουν ἀλλάξει οἱ ἀποφάσεις τριῶν οἰκουμενικῶν Συνόδων ποὺ τὸν διαμόρφωσαν. Ἔστω καὶ ὑποβαθμισμένος φαίνεται ὅτι κρατήθηκε μέχρι καὶ τὸ τέλος τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας. Λείψανα τοῦ θεσμοῦ ἔκτοτε διατηρήθηκαν σὲ ὅρισμένα γυναικεῖα μοναστήρια καὶ στὴν ἱεραποστολή, ἐνῶ τελευταῖες σύγχρονες διακόνισσες εἶχαν χειροτονηθεῖ ἀπὸ τὸν ἅγιο Νεκτάριο στὴν Αἴγινα.

Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς δισχιλιετοῦς πορείας τῆς Ἐκκλησίας μέσα ἀπὸ τὰ παραδείγματα ἁγίων γυναικῶν ἀλλὰ καὶ ἀναφορὲς τῶν Πατέρων ἐπιβεβαιώνεται ἡ ἰσότιμη καὶ πολλὲς φορὲς ἐξέχουσα θέση τῆς γυναίκας στὴν Ἐκκλησία. Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρω τὸν ἅγιο Κλήμη τὸν Ἀλεξανδρέα ἀπὸ τὸ ἔργο του Παιδαγωγός, «ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς ἀναπνοή, ὄψις, ἀκοή, γνώσις, ἐλπίς, ὑπακοή, ἀγάπη, ὅμοια πάνταž ὧν δὲ κοινός μεν ὁ βίος, κοινὴ δὲ ἡ χάρις, κοινὴ δὲ καὶ ἡ σωτηρία, κοινὴ τούτων καὶ ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ ἀγωγή… κοινὸν οὔν καὶ τούνομα ἀνδράσιν καὶ γυναιξίν ὁ ἄνθρωπος»[11]. Ἀκόμη τὸ γνωστὸ χωρίο από τὸν λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ἐνώπιον τοῦ Αὐτοκράτορα Μ. Θεοδοσίου καὶ τῶν ἀρχόντων μὲ ἀφορμὴ τὴν ἄνιση ἀντιμετώπιση τῶν γυναικῶν ἀπὸ τὴν νομοθεσία στὸ θέμα τῆς μοιχείας: «Δὲ δέχομαι αὐτὴ τὴ νομοθεσία, δὲν ἐπαινῶ τὴν συνήθεια. Οἱ νομοθέτες ἦταν ἄνδρες, γι’ αὐτὸ ἡ νομοθεσία εἶναι κατὰ τῶν γυναικῶν».. καὶ συνεχίζει μὲ παράδειγμα τὴν τιμὴ ποὺ ὑπαγορεύει ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ ἐξ ἴσου πρὸς τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα γιὰ νὰ τονίσει τὴν ἰσότητα τῆς νομοθεσίας «ἕνας δημιουργὸς τοῦ ἄνδρα καὶ τῆς γυναίκας, ἕνα χῶμα καὶ οἱ δύο, μία εἰκόνα , ἕνας νόμος, ἕνας θάνατος μία ἀνάσταση. Ὁμοίως γίναμε καὶ ἀπὸ ἄνδρα καὶ ἀπὸ γυναίκα. Ἕνα χρέος ὀφείλεται ἀπὸ τὰ παιδιὰ στοὺς γονεῖς. Πῶς λοιπὸν ἐσὺ ἀπαιτεῖς σωφροσύνη ἀπὸ τὴ γυναίκα σου ἐνῶ ὁ ἴδιος δὲν τὴν προσφέρεις; Πῶς ζητᾶς χωρὶς νὰ δίνεις; Πῶς νομοθετεῖς ἄνισα γιὰ σῶμα ἰσότιμο μὲ τὸ δικό σου;»[12]  Πολλὲς εἶναι οἱ σχετικὲς ἀναφορὲς τοῦ Μ. Βασιλείου καὶ κυρίως τοῦ 
ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἀλλὰ καὶ ἄλλων Πατέρων ποὺ παραλείπουμε χάριν συντομίας.


Ὡς συμπέρασμα τῶν ὅσων προαναφέρθηκαν ἐπιτρέψατέ μου νὰ παραπέμψω αὐτούσια τὰ λόγια τοῦ ἀειμνήστου καθηγητοῦ Λειτουργικῆς κυροῦ Ἰωάννου Φουντούλη ἀπὸ τὴν εἰσήγησή του στὸ Συνέδριο τῆς Ρόδου.

«Τὸ θέμα τῆς ἰσότητας τῆς γυναίκας μὲ τὸν ἄνδρα, γιὰ τὸ ὁποῖο τόσος λόγος γίνεται τώρα τελευταία καὶ τόσος }θόρυβος γίνεται~ καὶ τόσοι θεαματικοὶ ἀγῶνες διεξάγονται ἀπὸ γυναικείας πλευρᾶς, εἶναι θεωρητικὰ καὶ δυναμικὰ λυμένο ἀπὸ τὴν πρώτη καταβολὴ τῆς Ἐκκλησίας, τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐκκλησία κατὰ τὴ δισχιλιετῆ πορεία της στὸν κόσμο αὐτὸ ἔχει ἔμπρακτα καταλύσει τὴ διάκριση τῶν φύλων, θεωρώντας ἄνδρες καὶ γυναῖκες ἰσότιμα μέλη τοῦ Χριστοῦ, παρέχοντας σ’ ὅλους τὰ ἴδια μυστήρια, ἀναγεννώντας ὅλους μὲ τὸ ἅγιο βάπτισμα, χορηγώντας τὰ χαρίσματα τοῦ ἁγίου Πνεύματος μὲ τὴν σφραγίδα τῆς δωρεᾶς τοῦ χρίσματος, μεταδίδοντας σ’ ὅλους τὸν ἁγιασμὸ διὰ τῶν ἁγιαστικῶν της πράξεων καὶ τελετῶν καὶ τρέφοντας ὅλους μὲ τὸ τίμιον σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καὶ τὸ κάνει αὐτὸ στοιχώντας στοὺς λόγους τοῦ ἀποστόλου Παύλου, στὸ }οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυž πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, … κατ’ ἐπαγγελίαν κληρονόμοι~[13].Γνωρίζοντας δὲ τὶς γραφὲς καὶ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ γι’ αὐτὸ μὴ πλανωμένη, βλέπει τοὺς «ἰσαγγέλους» υἱοὺς τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς ἀναστάσεως «ἀφύλους»[14] καὶ τὴν διάκριση ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς σὰν μία κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ κατάσταση, συνδεομένη μὲ τὸ ρέον σχῆμα τῆς παροδικῆς αὐτῆς ζωῆς «εἰς βοήθειαν καὶ διαδοχὴν τοὺ γένους τῶν ἀνθρώπων». (ἀκολουθία τοῦ γάμου). Ἔτσι προγευόμενη καὶ προεικονίζουσα τὸν μέλλοντα αἰῶνα, τιμᾶ ἀδιακρίτως ὡς ἐξέχοντα μέλη τῆς θριαμβεύουσας ἐκκλησίας ἁγίους ἄνδρες καὶ γυναῖκες, «ἐξαιρέτως» μάλιστα προτάσσουσα τὴν βασίλισσα τοῦ κόσμου καὶ τῶν οὐρανῶν, τὴν Κυρία Θεοτόκο Μαρία. Γιὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς καὶ στὴ στρατευομένη Ἐκκλησία ἄνδρες καὶ γυναῖκες ἀπολαμβάνουν τὰ ἴδια προνόμια στὴ λειτουργία τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὄχι μόνο στὴν κατὰ κάποιο τρόπο «παθητικὴ» ἀποδοχὴ τοῦ ἁγιασμοῦ, ἀλλὰ καὶ στὶς ἐν γένει «ἐνεργητικὲς» ἐκδηλώσεις καὶ δραστηριότητες τοῦ μυστικοῦ σώματος, μὲ ἐξαίρεση τὸ εἰδικὸ χάρισμα τῆς ἱερωσύνης. Ἔχουν, μ’ ἄλλα λόγια, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, τὰ ἴδια καθήκοντα καὶ δικαιώματα τῶν λαϊκῶν λεγομένων χριστιανῶν, σ’ ἀντιδιαστολὴ πρὸς τὴν εἰδικὴ ἱερὴ τάξη τοῦ κλήρου»[15].

Ὑπάρχουν πάρα πολλὰ ἀκόμη στοιχεῖα ἀπὸ τὴ διδασκαλία καὶ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἐνισχύουν τὴν ἄποψη περὶ ἰσοτιμίας ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, ἀλλὰ θεωρῶ πὼς ὅσα ἀναφέραμε ἀρκοῦν στὰ πλαίσια μιᾶς παρουσίασης ὅπως ἡ σημερινή, ποὺ ὅπως εἴπαμε στὴν ἀρχὴ ἔχει ὡς στόχο νὰ ἀποτελέσει ἔναυσμα μόνο γιὰ περεταίρω ἔρευνα καὶ ἀναζήτηση.

Κάποιος ποὺ ἄκουσε ὅλα ὅσα εἴπαμε, διαβάζει Καινὴ Διαθήκη καὶ Πατέρες, καὶ ζεῖ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι πολὺ εὔλογο νὰ ἀναρωτηθεῖ γιὰ τὸ νόημα τῶν χωρίων, ὁρισμένων ἀπόψεων τῶν Πατέρων, ἀλλὰ καὶ πρακτικῶν συμπεριφορῶν ποὺ φαίνεται νὰ ὑποβαθμίζουν τὴ θέση τῆς γυναίκας. Πόσο μᾶλλον ἐκεῖνοι ποὺ δὲν συμμετέχουν στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ δὲν ἔχουν τὴν ἐκ τῶν ἔσω καλοπροαίρετη διάθεση! Παρ’ ὅλο ποὺ τὸ θεωρητικὸ πλαίσιο εἶναι ξεκάθαρο καὶ θὰ λέγαμε ἰδανικό, στὴν πράξη ἡ εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας δὲ δικαιώνει πάντοτε τὴν ἀλήθεια τῆς ἰσοτιμίας.

Πολλοὶ ἐπικαλοῦνται ὡς στοιχεῖο διάκρισης εἰς βάρος τῶν γυναικῶν τὸ γεγονός  ὅτι τὸν πολὺ στενὸ κύκλο τῶν 12 μαθητῶν καὶ ἀποστόλων τοῦ Χριστοῦ τὸν ἀποτελοῦν μόνο ἄνδρες. Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι τὰ κοινωνικὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς δὲν ἐπέτρεπαν σὲ καμμία γυναῖκα τὸν ρόλο τοῦ ἀποστόλου. Ὅπως εἴπαμε οἱ γυναῖκες πάντοτε συνόδευαν τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἀποστόλους δὲν μποροῦσαν ὅμως οὔτε στὶς συναγωγὲς νὰ διδάξουν, οὔτε δημόσια νὰ κηρύξουν, ἐπομένως δὲν εἶχε νόημα νὰ ὁριστοῦν μεταξὺ τῶν 12 μόνο καὶ μόνο γιὰ λόγους ἐντυπώσεων ποὺ θὰ ἀνέπαυαν τὴν δική μας συνείδηση σήμερα.

Στὸν ἀπόστολο Παῦλο ἔχουμε κάποια ἐπίμαχα χωρία ποὺ τὸν παρουσιάζουν νὰ ἀντιφάσκει σὲ σχέση μὲ τὸ «οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ», ὅπως

«Γυνὴ ἐν ἡσυχίᾳ μανθανέτω ἐν πάσῃ ὑποταγῇž γυναικὶ δὲ διδάσκειν οὐκ ἐπιτρέπω, οὐδὲ αὐθεντεῖν ἀνδρὸς ἀλλ’ εἶναι ἐν ἡσυχίᾳ» (Α΄ Τιμ. 2:11-12)
Ἡ γυναίκα στὴ σύναξη πρέπει νὰ ἀκούει καὶ νὰ μαθαίνει σιωπηλὴ καὶ μὲ πλήρη ὑποταγή. Δὲν ἐπιτρέπω σὲ γυναίκα νὰ διδάσκει στὴν ἐκκλησία οὔτε νὰ κάνει τὸν ἀφέντη στὸν ἄνδρα, ἀλλὰ νὰ μένει σιωπηλή.

ἢ «Αἱ γυναῖκες ὑποτάσσεσθε τοῖς ἀνδράσιν ὡς ἀνῆκεν ἐν Κυρίῳ» (Κολ. 3:18 καὶ Ἐφ. 5:22)
Οἱ γυναῖκες νὰ ὑποτάσεσθε στοὺς ἄνδρες σας, ὅπως ταιριάζει σὲ γυναῖκες ποὺ πιστεύουν στὸν Κύριο.

καὶ «Θέλω δὲ ὑμᾶς εἰδέναι… πᾶσα δὲ γυνὴ προσευχομένη ἢ προφητεύουσα ἀκατακαλύπτῳ τῇ κεφαλῇ καταισχύνει τὴν κεφαλὴν αὐτῆςž ἓν γάρ ἐστι καὶ τὸ αὐτὸ τῇ ἐξυρημένη» (Α΄ Κορ. 11:3-5)
Θέλω ἐπίσης νὰ ξέρετε… ὅτι κάθε γυναίκα ποὺ προσεύχεται ἢ προφητεύει χωρὶς κάλυμμα στὸ κεφάλι, ντροπιάζει τὸν ἄνδρα της, γιατὶ δὲ διαφέρει σὲ τίποτα ἀπὸ τὴ γυναίκα ποὺ ἔχει τὸ κεφάλι της ξυρισμένο.

Ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος Παῦλος προσπαθεῖ νὰ αἰτιολογήσει τὶς παραπάνω ἀναφορές του παραλληλίζοντας τὸν ἄνδρα μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν γυναίκα μὲ τὴν Ἐκκλησία, ὁπότε παίρνει ἕνα ἐντελῶς διαφορετικὸ νόημα ἡ ὑποταγή. Παρ’ ὅλα αὐτὰ πολλὰ ἀπὸ τὰ παραπάνω ἦταν ἀντιλήψεις οἱ ὁποῖες ὑπῆρχαν τὴν ἐποχὴ τοῦ ἀπ. Παύλου καὶ τὶς χρησιμοποιούσαν γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τὴν ὑποβάθμιση τῆς γυναίκας καὶ τὴν κυριαρχία τοῦ ἄνδρα πάνω της.  Γεννᾶται λοιπὸν τὸ ἐρώτημα: Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὁ ὁποῖος στὶς Πράξεις τῶν ἀποστόλων καὶ στὶς ἐπιστολές του , φαίνεται νὰ ἀντιμετωπίζει τὴ γυναίκα ἰσότιμα μὲ τὸν ἄνδρα, εἶναι δυνατὸν νὰ υἱοθετεῖ τὴ συμπεριφορὰ καὶ τὶς ἀντιλήψεις οἱ ὁποῖες θεωροῦσαν τὴ γυναίκα κατώτερη ἀπὸ τὸν ἄνδρα; Εἶναι δυνατὸν νὰ συνυπάρχουν καὶ νὰ υἱοθετοῦνται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἀπόψεις ἀλληλοσυγκρουόμενες;

Θὰ μᾶς βοηθήσει πολὺ στὴν ἀπάντηση αὐτοῦ τοῦ κρίσιμου ἐρωτήματος μία σύντομη ματιὰ στὸ πῶς ἀντιμετωπίστηκαν ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο καὶ τὴν Ἐκκλησία οἱ δύο ἄλλες ὁμάδες, οἱ εἰδωλολάτρες καὶ οἱ δοῦλοι, οἱ ὁποῖες μαζὺ μὲ τὶς γυναῖκες θεωροῦνταν ὅτι ἦταν κατώτερες καὶ δὲν συμπεριλαμβάνονταν στοὺς ἐκλεκτοὺς τοῦ Θεοῦ.

Παρ’ ὅλη τὴν ὁριστικὴ καὶ ρητὴ ἀπόφαση τῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου νὰ μὴν ἐπιβαρύνονται οἱ ἐθνικοὶ μὲ τὴν ὑποχρέωση τῆς περιτομῆς, κάποιοι ἐξ Ἰουδαίων χριστιανοὶ συνέχιζαν νὰ διαμαρτύρονται καὶ νὰ θεωροῦν ὅτι ὁ Παῦλος παραβαίνει τὸν μωσαϊκὸ νόμο. Ὁ Παῦλος γιὰ νὰ ἠρεμήσει τὴν κατάσταση στὴν Ἐκκλησία συχνὰ ὑποχωρεῖ καὶ μάλιστα φτάνει στὸ σημεῖο νὰ κάνει περιτομὴ σὲ χριστιανό, συγκεκριμένα τὸν Τιμόθεο, καθὼς δὲν ἦταν περιτετμημένος, γιατὶ ὁ πατέρας του ἦταν Ἕλληνας, παρ’ ὅλο ποὺ εἶναι βέβαιος ὅτι ἡ περιτομὴ δὲν εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ τὴ σωτηρία.

Τὸ ἴδιο καὶ στὴν περίπτωση τῶν δούλων. Ἡ διδασκαλία εἶναι ρητή καὶ οὐσιαστικὰ καταργεῖ τὸν θεσμὸ τῆς δουλείας «οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος». Παρ’ ὅλα αὐτὰ ἐπειδὴ οἱ κοινωνικὲς συνθῆκες δὲν ἦταν ὥριμες, καὶ προκειμένου νὰ ἀποφευχθοῦν ἀναταραχὲς ποὺ θὰ ἔθεταν σὲ κίνδυνο τὴ διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ Παῦλος ζητᾶ ἀπὸ τοὺς δούλους νὰ μὴν προσπαθήσουν νὰ ἀλλάξουν τὶς συνθῆκες τῆς κοινωνικῆς τους θέσης καὶ τοὺς συστήνει νὰ ὑπακούουν καὶ νὰ ὑπηρετοῦν τοὺς κυρίους τους. Ταυτόχρονα ζητᾶ ἀπὸ τοὺς κυρίους νὰ ἀντιμετωπίζουν τοὺς δούλους ὡς ἀδελφούς, ὁπότε ἔτσι ἐκ τῶν πραγμάτων ἀμβλύνονται οἱ διαφορὲς καὶ τουλάχιστον αὐτοὶ ποὺ πραγματικὰ πιστεύουν, στὴν πράξη ἀρνοῦνται καὶ καταργοῦν τὴ δουλεία.

Τώρα νομίζω πιὸ εὔκολα μποροῦμε νὰ ἑρμηνεύσουμε τὶς ἀντιφάσεις ποὺ παρατηροῦμε στὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ ἰδιαίτερα στὸν ἀπόστολο Παῦλο. Εἶναι πολύ εὔκολο νὰ καταλάβουμε ὅτι ἡ διδασκαλία περὶ ἰσοτιμίας καὶ ἰσότητας εἶναι αὐτὴ ποὺ ἔχει καθολικὸ κῦρος καὶ τεκμηριώνεται στὸν λόγο καὶ τὶς ἐπιλογὲς τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ. Κατὰ περίσταση ὅμως οἱ ποιμένες ἐπηρεάζονται ἀπὸ τὶς κοινωνικὲς συνθῆκες τῆς ἐποχῆς τους καὶ ὑποχωροῦν σὲ ἀπόψεις ποὺ φαίνεται νὰ ἀνέχονται τὴ διάκριση σὲ βάρος τῆς γυναίκας,  προκειμένου νὰ οἰκονομήσουν τὶς καταστάσεις ὅπως λέμε στὴ γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ ἀποφύγουν ἀντιθέσεις καὶ ἔριδες. Αὐτὲς οἰ ἀπόψεις ὅμως ἔχουν προσωρινὸ χαρακτήρα καὶ ἀφοροῦν στὶς κοινωνικὲς συνθῆκες ποὺ ἀναφέρονται. Εἶναι λάθος νὰ τὶς προσδίδουμε καθολικὸ χαρακτῆρα καὶ νὰ ἀδικοῦμε ἔτσι τὴν ἀλήθεια τοῦ εὐαγγελίου. Παράδειγμα ἡ μαντήλα, ἡ ὁποία ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο γιὰ συγκεκριμένη κοινότητα μὲ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Τὸ ἴδιο καὶ τὸ ζήτημα τῆς ὑποταγῆς στὸν ἄνδρα. Σὲ μιὰ κοινωνία ποὺ αὐτὸ θεωρεῖται αὐτονόητο καὶ δὲν τὸ ἀμφισβητεῖ κανένας, γιὰ διάφορους λόγους ποὺ δὲν εἶναι τῆς ὥρας νὰ ἀναλύσουμε, τὸ ἐπικαλεῖται κατὰ περιπτώσεις καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, τὴν ἴδια στιγμὴ ὅμως ἐμπνέει καὶ διδάσκει καὶ στοὺς ἄνδρες καὶ στὶς γυναῖκες τὸν ἀλληλοσεβασμὸ καὶ τὴ θυσιαστικὴ ἀγάπη, ὁπότε αὐτὴ ἡ ὑποταγή, ποὺ τόσο ἄσχημα ἠχεῖ σήμερα στὰ αὐτιά μας, ὅταν ἔχει αὐτὰ τὰ χαρακτηριστικά, διασφαλίζει τὴ συνεννόηση καὶ τὴν ἰσοτιμία. Σήμερα οἱ κοινωνικὲς συνθῆκες δὲ θέτουν θέμα ὑποταγῆς, ὁπότε διευκολυνόμαστε περισσότερο στὸ νὰ τονίσουμε καὶ νὰ διδάξουμε κατ’ εὐθείαν αὐτὸ ποὺ ἔχει τὸ καθολικὸ κῦρος καὶ εἶναι ἡ ἰσοτιμία. 

Γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε καλύτερα θὰ ἀναφερθῶ σὲ ἕνα σύγχρονο παράδειγμα. Γιὰ πολλὰ χρόνια, ἐξ αἰτίας τῶν κοινωνικῶν συνθηκῶν καὶ ἀντιλήψεων σὲ σχέση μὲ τὴν ὑπεροχὴ τοῦ ἄνδρα, εἶχε ἐπικρατῆσει στὸ τέλος τῆς λειτουργίας νὰ παίρνουν ἀντίδωρο πρῶτα οἰ ἄνδρες καὶ ὕστερα οἱ γυναῖκες. Δὲν εἶναι ἀπίθανο αὐτὸ νὰ τὸ συναντήσουμε ὡς ὁδηγία καὶ σὲ κείμενα ἁγίων ἀνθρώπων. Σήμερα μετὰ ἀπὸ τὶς κατακτήσεις τῶν γυναικῶν, καθὼς οἱ κοινωνικὲς συνθῆκες καὶ ἀντιλήψεις ἔχουν ἀλλάξει, τὸ ἀντίδωρο διανέμεται ἐναλλάξ καὶ στοὺς ἄνδρες καὶ στὶς γυναῖκες, κάτι ποὺ ταιριάζει καλύτερα στὴ διδασκαλία καὶ τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴ σχέση τῶν δύο φύλων. Εἶναι λάθος νὰ ἐπικαλεστεῖ κάποιος τὴν ἐπί μέρους παράδοση ποὺ ἐπικρατοῦσε τόσα χρόνια ἐναντίον μιᾶς ἀλήθειας ποὺ ἔχει καθολικὸ χαρακτήρα.

Ἂν ἄκουγα σὰν ἀκροατὴς τὴν ὁμιλία αὐτὴ ὁμολογῶ ὅτι θὰ εἶχα ἕναν λογισμό. Μήπως ὁ παπαΔημήτρης θέλει νὰ ὡραιοποιήσει λίγο τὰ πράγματα καὶ νὰ διακαιολογήσει τὰ ἀδικαιολόγητα; Γιατὶ ἡ Ἐκκλησία νὰ ἀνέχεται καὶ νὰ ἀναπαράγει ἐπὶ αἰῶνες μία κατάσταση ἄδικη γιὰ τὶς γυναίκες καὶ νὰ χρειάζεται νὰ ἔρθουν οἱ κοινωνικὲς κατακτήσεις ποὺ τελικὰ θὰ τὴν ἀναγκάσουν νὰ προσαρμοστεῖ καὶ νὰ ἀνακαλύψει τὴν ἀλήθεια της; Εἶναι πολύ σημαντικὸ νὰ κάνουμε τὴν αὐτοκριτική μας καὶ νὰ μὴ διστάζουμε μὲ ταπείνωση νὰ ὁμολογοῦμε τὶς ἀστοχίες καὶ τὶς παραλήψεις. Θὰ προχωρήσω ἀμέσως στὴν αὐτοκριτική, ὅμως καὶ πάλι χωρὶς νὰ θέλω νὰ δικαιολογήσω καταστάσεις θὰ πῶ πὼς ἡ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας εἶχε καὶ ἔχει πάντοτε τὴν δυνατότητα νὰ ὑπερβαίνει τὶς κοινωνικὲς συνθῆκες, ἀρκεῖ νὰ καταφέρνουμε τὰ μέλη της νὰ ἀγωνιζόμαστε καὶ νὰ ἀσκοῦμε τὴν ἁγιότητα καὶ τὴν ἀγάπη. Μὲ ἄλλα λόγια, ἀκόμη καὶ στὸ πιὸ ἐχθρικὸ καὶ ὑποτιμητικὸ κοινωνικὸ περιβάλλον, μία γυναίκα ποὺ θὰ συναναστρεφόταν μὲ ἀδελφοὺς καὶ ἀδελφὲς ποὺ ἀγωνίζονται μὲ εἰλικρίνεια γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, δὲν ὑπάρχει περίπτωση νὰ αἰσθανθεῖ ποτὲ προσβεβλημένη ἢ ὑποτιμημένη.

Καὶ ἐπανέρχομαι μὲ θᾶρρος στὴν αὐτοκριτική. Σύγχρονος θεολόγος ἀναφέρει ὅτι ἡ νέα ριζοσπαστικὴ πραγματικότητα τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸ κήρυγμα καὶ τὴ δράση του, ποὺ καταργεῖ κάθε διαχωρισμό, διαίρεση καὶ ἀνισότητα «δὲν φαίνεται νὰ εἶχε τὴ συνέχεια καὶ διάρκεια ποὺ ὑποσχόταν, καθὼς τὸ βάρος τῶν ἑβραϊκῶν ἐθίμων καὶ παραδόσεων, τοῦ κοινωνικοῦ συντηρητισμοῦ καὶ τῶν ἑδραιωμένων φιλοσοφικῶν καὶ ἀνθρωπολογικῶν προκαταλήψεων, ἀρχαιοελληνικῆς κυρίως προελεύσεως, ἐπηρέασαν τὴν ἱστορικὴ πορεία καὶ πράξη τῆς Ἐκκλησίας. Πράγματι παράλληλα μὲ τὴν ἀπελευθερωτικὴ στάση δὲν ἔλειψαν στὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο καὶ οἱ τάσεις ὑποτίμησης καὶ ἀπαξίωσης τῆς γυναίκας, καθὼς ἡ τελευταία πολὺ συχνὰ συνδέθηκε μὲ τὸ κακό, τὴν ἁμαρτία καὶ τὴ ρυπαρότητα»[16]. Πολλὰ ἀπὸ ὅσα εἴπαμε γιὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο ἐπαναλαμβάνονται σὲ κείμενα Πατέρων ὅπως ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ Ἰωάννης Δαμασκηνός. Ὁ Μ. Βασίλειος χαρακτηρίζει πορνεία τὸν γάμο τῶν νέων γυναικῶν χωρὶς τὴν πατρικὴ συγκατάθεση[17]. Ἀκόμη ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στὸν ὑπομνηματισμὸ τῆς Γενέσεως ἀναφέρει ὅτι ἡ γυναίκα εἶναι πλασμένη «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» μέσῳ τοῦ ἀνδρὸς καὶ ἀκριβέστερα μέσῳ τῆς ὑποταγῆς της στὸν ἄνδρα[18]. Ἄλλος σύγχρονος θεολόγος θεωρεῖ ὅτι ἀκόμη καὶ ἡ σημερινὴ ἐκκλησιαστικὴ καὶ ποιμαντικὴ πραγματικότητα κάθε ἄλλο παρὰ φιλικὴ εἶναι πρὸς τὴ γυναίκα καὶ παρατηρεῖ χαρακτηριστικά: «ἡ καθημερινὴ πρακτικὴ τῆς Ἐκκλησίας ἀντιφάσκει στὴν ὀρθόδοξη παράδοση. Ἡ καθημερινότητά μας εἶναι ἀντιφεμινιστική, ἐνῶ ἡ ὀρθόδοξη παράδοση εἶναι μητριαρχική, δηλαδὴ φεμινιστική. Ὅλο τὸ ζήτημα συνίσταται σὲ τοῦτο: οἱ χριστιανοὶ νὰ γίνουν συνεπεῖς μὲ τὸν ἑαυτό τους»[19].

Ὅλα αὐτὰ σημαίνουν ὅτι σὲ προσωπικὸ ἐπίπεδο μποροῦμε σχετικὰ εὔκολα νὰ ὑπερβοῦμε τὶς κοινωνικὲς συνθῆκες καὶ νὰ βιώνουμε τὴν ἀλήθεια τοῦ εὐαγγελίου. Ἔχουμε ὅμως τὴν εὐθύνη αὐτὴν τὴν ἀλήθεια νὰ προσπαθήσουμε νὰ τὴν ἐμπνεύσουμε καὶ σὲ συλλογικὸ ἐπίπεδο, χάριν τῶν ἀδελφῶν μας, δηλαδὴ νὰ ἀγωνιστοῦμε νὰ ἀλλάξουμε τὶς κοινωνικὲς ἐκεῖνες συνθῆκες ποὺ δὲν συνάδουν μὲ τὸ εὐαγγέλιο. Πόσο μᾶλλον δὲν πρέπει νὰ μεταχειριζόμαστε ὡς ἄλλοθι αὐτὲς τὶς φαῦλες κοινωνικὲς συνθῆκες γιὰ νὰ δικαιολογήσουμε τὴν ἔκπτωση τῆς εὐαγγελικῆς ἀλήθειας.

Στὰ πλαίσια λοιπὸν αὐτῆς τῆς αὐτοκριτικῆς ἐπιτρέψτε μου νὰ ἀναφερθῶ σὲ κάποιους ἐπίκαιρους προβληματισμοὺς καὶ σὲ ὁρισμένες παρεξηγήσεις ποὺ ἔχουν ἐπικρατήσει στὴ σχέση τῆς γυναίκας μὲ τὴν Ἐκκλησία.

Ἔμμηνος ρύση καὶ λοχεία.

 Ὑπάρχει ἡ ἐντύπωση ὅτι ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖ τὴ γυναίκα ἀκάθαρτη ὅταν βρίσκεται στὴν ἔμμηνο ρύση ἢ στὴ λοχεία τὶς πρῶτες 40 ἡμέρες μετὰ τὴ γέννα. Σὰν νὰ ἔχει διαπράξει κάποια ἁμαρτία καὶ τιμωρεῖται. Μάλιστα ἔχει ἐπικρατήσει ἡ ἀντίληψη ὅτι κατὰ τὸ διάστημα αὐτὸ ἡ γυναίκα ἀπαγορεύεται νὰ ἔρθει στὴν Ἐκκλησία, νὰ φιλήσει εἰκόνες, νὰ συμμετέχει στὸ εὐχέλαιο ἢ ἀκόμη καὶ νὰ φιλήσει τὸ χέρι τοῦ ἱερέως. Ἔχει ἀναπτυχθεῖ μία ὁλόκληρη δεισιδαιμονία γύρω ἀπὸ τὰ ζητήματα αὐτὰ ποὺ προκαλεῖ στὶς γυναῖκες ἀπὸ ἀπορία μέχρι καὶ ἀγανάκτηση. Ποῦ βρίσκεται ἡ ἁμαρτία, ποῦ εἶναι τὸ κακό;

Ὑπάρχει μία θεολογικὴ ἄποψη ὅτι κατὰ τὴν «περίοδο» στὶς γυναῖκες, ὅπου ἔχουμε ἀπώλεια τοῦ ὡαρίου, ὅπως καὶ κατὰ τὴν ὀνείρωξη στοὺς ἄνδρες, ὅπου ἔχουμε ἀπώλεια τοῦ σπέρματος, ὑφίσταται φθορὰ ἡ ἀνθρώπινη φύση.  Αὐτὴ ἡ ἄποψη ὅμως σὲ καμμία περίπτωση δὲν ἐπιβαρύνει τὸν ἄνθρωπο μὲ κάποια ἐνοχὴ καὶ εὐθύνη ἢ πολὺ περισσότερο μὲ ἁμαρτία. Ἰδιαίτερα στὴ λοχεία δὲν ὑπάρχει καμμία ὑποψία εὐθύνης. Πῶς προέκυψαν ὅμως ὅλες αὐτὲς οἱ δεισιδαιμονίες;

Ἡ ἄποψη περὶ μὴ καθαρότητας καὶ οἱ αὐστηροὶ περιορισμοὶ ἔχουν νὰ κάνουν μὲ τὴν ὑγιεινή. Σὲ πρωτόγονες ἐποχὲς οἰ συνθῆκες ὑγιεινῆς ἦταν μηδενικές. Ἦταν ἀπαραίτητο ἡ γυναίκα κατὰ τὴν διάρκεια τῆς περιόδου ἢ τῆς λοχείας, νὰ προφυλάσσεται καὶ νὰ ἀποφεύγει τὶς κοινωνικὲς συναναστροφὲς γιὰ νὰ μὴν κολλήσει κάποιο μικρόβιο ἢ νὰ μεταδώσει ἡ ἴδια (ἂν ἦταν ἄρρωστη) μέσῳ τοῦ αἵματος ποὺ ἔρεε ἀπὸ τὰ ροῦχα της. Στὴν ἀρχαιότητα οἱ κανόνες ὑγιεινῆς συχνὰ περιβάλλονταν κῦρος ἱερῶν διατάξεων γιὰ νὰ πεισθοῦν οἱ ἄνθρωποι νὰ τοὺς ἐφαρμώσουν. Γι’ αὐτὸ «ἀπαγορεύεται» νὰ πλησιάσει σὲ ἱερὸ χῶρο ἡ γυναίκα κατ’ αὐτὰ τὰ διαστήματα, ὄχι ἐπειδὴ διέπραξε ἁμαρτία, ἀλλὰ γιατὶ ἐκεῖ συγκεντρώνεται ἡ κοινότητα. Καθὼς οἱ πρωτόγονες συνθῆκες ὑγιεινῆς δὲν εἶναι πολλὰ χρόνια ποὺ ξεπεράστηκαν, κυρίως στὴ δύση, αὐτὲς οἱ ἀντιλήψεις ἐπεβίωσαν καὶ στὸν χριστιανικὸ κόσμο γιὰ τοὺς ἴδιους λόγους. Πίσω ἀπὸ τὶς ἀπαγορεύσεις καὶ ὅσα ἐξελίχθηκαν σὲ δεισιδαιμονίες πρέπει νὰ διακρίνουμε τὴ διάθεση κατανόησης καὶ προφύλαξης τῆς γυναίκας καὶ ὄχι τὴν τιμωρία γιὰ κάποιο ἁμάρτημα. Ὅσα δὲ ἔχουν τὸ ἔρεισμά τους στὴν ἀπαράδεκτη αἰτίαση περὶ μὴ καθαρότητας ἢ δὲν ἔχουν νόημα στὶς νέες συνθῆκες τῆς ἐποχῆς μας, εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀναθεωρηθοῦν ἄμεσα. Τὸ μόνο ποὺ ὄντως δὲν ἐπιτρέπεται νὰ κάνει ἡ γυναίκα κατὰ τὴν λοχεία ἢ τὴν περίοδο εἶναι νὰ κοινωνήσει, καθὼς ἔχει ἀπώλεια αἵματος.

Ἱερὸ Βῆμα.

Μία συχνὴ ἀπορία τῶν γυναικῶν ποὺ προκαλεῖ τὴν αἴσθηση τῆς διάκρισης σὲ βάρους τους εἶναι γιατὶ νὰ μὴν μποροῦν νὰ εἰσέρχονται στὸ ἱερὸ Βῆμα. Ἡ ἀπαγόρευση τῆς εἰσόδου τῶν γυναικῶν στὸ ἱερὸ Βῆμα ἀποτελεῖ μία μεγάλη παρεξήγηση. Οἱ κανόνες καθορίζουν ὅτι στὸ ἱερὸ Βῆμα εἰσέρχονται μόνον οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ διάκονοι. Ἑπομένως ἡ ἀπαγόρευση δὲν ἀφορᾶ μόνον στὶς γυναῖκες ἀλλὰ καὶ στοὺς ἄνδρες. Ἀπό τὰ πρῶτα χρόνια στὸ ἱερὸ Βῆμα ἔμπαινε μόνον ὁ λειτουργὸς καὶ οἱ διάκονοι γιὰ νὰ τὸν βοηθήσουν. Καθὼς ὅμως πλήθυναν οἱ ναοὶ καὶ λιγόστευαν οἱ διάκονοι, σιγὰ σιγὰ ἐπικράτησε ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπῆρχαν διάκονοι νὰ μπαίνουν στὸ ἱερὸ Βῆμα κάποιοι ἄνδρες γιὰ νὰ βοηθήσουν τὸν ἱερέα, καθὼς κι αὐτὸς εἶναι ἄνδρας. Ἀπόδειξη τοῦ ὅτι ἡ ἀπαγόρευση τῆς εἰσόδου στὸ ἱερὸ Βῆμα δὲν παραπέμπει σὲ ὑποτιμητικὴ διάθεση, εἶναι ὅτι στὰ γυναικεία μοναστήρια, ὅπου τὴν εὐθύνη τοῦ Ναοῦ ἔχουν μοναχές, παρ’ ὅτι εἶναι γυναῖκες, μποροῦν καὶ διακονοῦν ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ Βήματος. Ἄρα στὸ ἱερὸ Βῆμα δὲν μπαίνουν μόνον οἱ ἄνδρες, ἀλλὰ μόνον αὐτοὶ ποὺ εἶναι ἀπαραίτητοι γιὰ τὴν τέλεση τοῦ μυστηρίου καὶ τὴ διακονία.

Συνέπεια αὐτῆς τῆς παρεξήγησης εἶναι ἡ μέχρι σήμερα δυστυχῶς ἐπικρατοῦσα πρακτική, κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ σαραντισμοῦ τῶν νηπίων ὁ ἱερέας νὰ εἰσάγει στὸ ἱερὸ μόνο τὰ ἀγοράκια. Βάσει ὅσων εἴπαμε παραπάνω αὐτὸ εἶναι λάθος. Ἡ εἴσοδος στὸ ἱερὸ Βῆμα ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἔχει τὴν ἔννοια τῆς ἀφιερώσεως τοῦ νηπίου κάτι γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν ὑπάρχει διάκριση μεταξὺ τῶν φύλων.

Τὸ ἄβατο τοῦ ἁγίου Ὄρους.

Ἄλλη μεγάλη παρεξήγηση. Οἱ γυναῖκες δὲν ἀποκλείονται ἀπὸ τὸ ἅγιον Ὄρος ἢ ἀπὸ μοναστήρια ποὺ τηροῦν τὸ ἄβατο ἐπειδὴ εἶναι ἁμαρτωλές. Τὸ ἀντίθετο, οἱ ἄνδρες μοναχοὶ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁμολογοῦν τὴν δική τους ἁμαρτωλότητα καὶ ἀδυναμία καὶ παρακαλοῦν νὰ τοὺς διευκολύνουμε καὶ νὰ τοὺς ἀφήσουμε ἀπερίσπαστους στὸν ἀγῶνα τους γιὰ παρθενία. Ἀπόδειξη τῆς μὴ ὑποτίμησης εἶναι ἡ ἀπρόσκοπτη ἐπικοινωνία τῶν μοναχῶν μὲ γυναῖκες ὅταν γιὰ κάποιο λόγο βρίσκονται ἐκτὸς ἁγίου Ὄρους. Ἀκόμη πρέπει νὰ σᾶς πῶ ὅτι στὴν παράδοση τοῦ μοναχισμοῦ ὑπάρχουν καὶ γυναικεία μοναστήρια ποὺ εἶναι ἄβατα γιὰ τοὺς ἄνδρες. Κι αὐτὸ ἀντίστοιχα δὲ μεταφράζεται σὲ ὐποτίμηση καὶ δαιμονοποίηση τοῦ ἀνδρικοῦ φύλου, ἀλλὰ σὲ μία πρακτικὴ διευκόλυνση τῶν συνθηκῶν τῆς ἀσκήσεως.

Συμμετοχὴ στὴ λατρεία.

Ἐνῶ ἐξ ἀρχῆς ὅλα τὰ λαϊκὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας συμμετείχαν στὴ λατρεία ψάλλοντας χορωδιακά, οἱ συνθῆκες ποὺ ἐπεκράτησαν κατὰ τὰ χρόνια τῆς τουρκοκρατίας, καθὼς οἱ ἄνθρωποι ἦταν ἀγράμματοι καὶ δὲ μποροῦσαν νὰ διαβάσουν τὰ κείμενα τῆς λατρείας, ὁδήγησαν στὸ φαινόμενο τῆς μονωδίας τοῦ ψάλτου, ὁ ὁποῖος λόγῳ τῶν κοινωνικῶν ἀντιλήψεων ἀναγκαστικὰ ἦταν ἄνδρας. Αὐτὸ παγιώθηκε ὡς παράδοση. Δὲν ὑπάρχει ὅμως κανένας θεολογικὸς λόγος ποὺ νὰ ἀποκλείει τὶς γυναῖκες ἀπὸ τὸ ψαλτήρι καὶ τὴ συμμετοχὴ στὴν ψαλμωδία. Ἀπόδειξη καὶ πάλι οἱ γυναικεῖες Μονὲς ὅπου τὴ διακονία τῆς ψαλμωδίας ἔχουν οἱ ἴδιες οἱ μοναχές. 

Συμμετοχὴ στὴ διοίκηση.

Ὅπως ἀβίαστα ἀπὸ ὅσα εἴπαμε προκύπτει, οὔτε στὴν περίπτωση τῆς συμμετοχῆς τῶν γυναικῶν στὴ διοίκηση τῶν ἱερῶν Ναῶν καὶ τῶν Ἱδρυμάτων ὑπάρχει κάποιο θεολογικὸ ἢ οὐσιαστικὸ ἐμπόδιο πέραν τῶν προκαταλήψεων ποὺ πρέπει νὰ ὑπερβοῦμε. Ἤδη στὰ χωριά μας, ὅπου οἱ ἄνδρες ἐμφανίζονται ἀπρόθυμοι νὰ διακονήσουν ὡς ἐπίτροποι στὰ ἐκκλησιαστικὰ Συμβούλια, πολλὰ ἀπαρτίζονται ἀπὸ γυναῖκες χωρὶς κανένα πρόβλημα. Μακάρι βέβαια νὰ προλαβαίνουμε τὶς καταστάσεις καὶ νὰ μὴν εἶναι ἡ ἀνάγκη ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ἀποκατάσταση μιᾶς ἀδικίας. Πάντως ἀντικειμενικὰ τὸ γεγονὸς ἀποδεικνύει ὅτι θεωρητικὰ δὲν ὑπάρχει κανένας ἀποκλεισμὸς τῶν γυναικῶν ἀπὸ κάθε πτυχὴ τῆς ζωῆς τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας.

Ἱερωσύνη

Ἄφησα τελευταῖο τὸ μεγάλο καὶ δύσκολο ζήτημα τῆς ἱερωσύνης τῶν γυναικῶν ποὺ ὅπως εἴπαμε ἐξ ἀρχῆς προκάλεσε πολλὲς ζυμώσεις καὶ ἕναν ἐκτεταμένο διάλογο μέσα στοὺς κόλπους τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλες τὶς χριστιανικὲς ὁμολογίες, ὅταν τέθηκε στὴν πράξη μετὰ τὴν ἀπόφαση τῆς Ἀγγλικανικῆς Ἐκκλησίας νὰ προχωρήσει στὴ χειροτονία γυναικῶν πρεσβυτέρων καὶ ἐπισκόπων.

Τὸ διορθόδοξο θεολογικὸ συνέδριο τῆς Ρόδου τὸ 1988 στὸ ὁποῖο ἀναφερθήκαμε στὴν ἀρχή, στὰ συμπεράσματά του καταλήγει στὸ «ἀδύνατον» τῆς χειροτονίας τῶν γυναικῶν στὴν εἰδικὴ ἱερωσύνη μὲ βάση τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.

Συγκεκριμένα ἐπικαλεῖται
1.    τὸ παράδειγμα τοῦ ἰδίου τοῦ Κυρίου μας, ὁ ὁποῖος δὲν ἐπέλεξε καμμία γυναίκα ὡς Ἀπόστολό του,
2.    τὸ παράδειγμα τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία δὲν ἐξάσκησε ποτὲ ἱερατικὸ λειτούργημα στὴν Ἐκκλησία, παρ’ ὅλο ὅτι ἀξιώθηκε νὰ γίνει μητέρα τοῦ Θεοῦ,
3.    τὴν Ἀποστολικὴ Παράδοση, κατὰ τὴ ὁποία οἱ Ἀπόστολοι, σύμφωνα μὲ τὸ παράδειγμα τοῦ Κυρίου οὐδέποτε χειροτόνησαν γυναῖκες στὴν εἰδικὴ ἱερωσύνη,
4.    κάποιες θέσεις τῆς Παύλειας διδασκαλίας γιὰ τὴ θέση τῶν γυναικῶν στὴν Ἐκκλησία καὶ
5.    τὸ κριτήριο τῆς ἀναλογίας, κατὰ τὸ ὁποῖο ἐὰν ὑπῆρχε περίπτωση νὰ ἐπιτραπεῖ ἡ ἄσκηση ἱερατικοῦ λειτουργήματος ἀπὸ γυναῖκες, αὐτὸ θὰ τὸ εἶχε ἀσκήσει πρώτιστα ἡ Παναγία.

Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς παρ’ ὅλη τὴν κατηγορηματικὴ ἐτυμηγορία τοῦ Συνεδρίου, ὁ διάλογος καὶ ὁ προβληματισμὸς συνεχίστηκε μὲ τόσο ἐνδιαφέρον ποὺ νομίζω ὅτι ἀξίζει νὰ μᾶς ἀπασχολήσει σὲ μία ὁμιλία ἀφιερωμένη ἀποκλειστικὰ στὸ θέμα αὐτό.

Ἐκείνο ποὺ θὰ ἤθελα κλείνοντας νὰ τονίσω σὰν καρπὸ αὐτοῦ τοῦ διαλόγου εἶναι ἡ παρατήρηση ὅτι τὸ ζήτημα αὐτὸ μᾶς προκαλεῖ νὰ προβληματιστοῦμε οἱ Ὀρθόδοξοι σοβαρὰ γιὰ τὸ ἄλλο μεγάλο θέμα τῆς θέσης καὶ τῆς συμμετοχῆς τῶν λαϊκῶν - καὶ ὄχι μόνο τῶν γυναικῶν - στὴ ζωὴ καὶ τὴ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως χαρακτηριστικὰ διερωτᾶται ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Δημητριάδος κ. Ἰγνάτιος «πῶς νὰ μιλήσουμε γιὰ τὴ θέση τῆς γυναίκας, ὅταν γνωρίζουμε πόσο ὑποτιμημένη εἶναι συνολικὰ ἡ θέση τῶν λαϊκῶν στὴν Ἐκκλησία μας σήμερα;»[20] Ἡ εὐθύνη δὲν βαραίνει μόνο τοὺς ποιμένες ἀλλὰ καὶ τὸν καθένα μας προσωπικά. Ὁ καθένας μας μέσα στὴν Ἐκκλησία πρέπει νὰ ἀναλάβει τὴν εὐθύνη καὶ τὸ προνόμιο τῆς οὐσιαστικῆς κάθετης καὶ προσωπικῆς σχέσης του μὲ τὸν Κύριο καὶ τὴν ἀλήθειά τουž καὶ ταυτόχρονα νὰ καλλιεργήσει τὶς ὁριζόντιες προσωπικὲς σχέσεις ἀγάπης μὲ τοὺς ὑπόλοιπους ἀδελφούς. Τότε ζεῖ τὴν προοπτικὴ τῆς αἰωνιότητας μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴν εἶναι ἰκανὴ νὰ τὸν ἀποκαρδιώσει καμμία ἀνθρώπινη ἀστοχία καὶ ἀδυναμία. Τὴν ἴδια στιγμὴ συμβάλλει στὴν ἀποκατάσταση παρεξηγήσεων, προκαταλήψεων καὶ λαθῶν σὲ βάρος ἀδελφῶν. Τότε ὅλα προσλαμβάνουν τὴ σωστή τους διάσταση, καὶ μόνο τότε ὑπάρχει ἐλπίδα γιὰ ἁγιοπνευματικὸ κριτήριο καὶ  ἔμπνευση στὴ διαμόρφωση τῆς παράδοσης, στὴ λύση τῶν προβλημάτων καὶ στὴν σωστὴ ἀπάντηση τῶν ἐρωτημάτων. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι λάθος νὰ προβαίνει σὲ τομὲς μὲ βάση τὶς πιέσεις ποὺ τῆς ἀσκοῦνται ἀπὸ ἐξωτερικοὺς κοινωνικοὺς ἢ θεσμικοὺς παράγοντες. Εἶναι ἀνάγκη ὅμως μέσα στοὺς κόλπους της μὲ θάρρος καὶ εὐθύνη νὰ συζητᾶ τὰ πάντα γιὰ νὰ ἀποφεύγει τὴν στατικότητα καὶ νὰ διασφαλίζει τὸν δυναμικὸ χαρακτήρα τῆς Παραδόσεως.

 + Πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Κεσκίνης




[1] Βίοι Φιλοσόφων, Θαλῆς, 33-34, Hicks, σ. 34
[2] Γαλ, 3:28
[3] Παντελή Καλαϊτζίδη, Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία μπροστὰ στὸ αἴτημα τῆς ἰσότητας καὶ τῆς συμμετοχῆς τῆς γυναίκας στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, Ι. Μητρόπολις Δημητριάδος, Ἀκαδημία θεολογικῶν σπουδῶν, Φύλο καὶ Θρησκεία ἡ θέση τῆς γυναίκας στὴν Ἐκκλησία, Ἴνδικτος 2004, σ. 12-13.
[4] βλ. σχετικά: Ἰωάννη Πέτρου, Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ τὸ γυναικεῖο κίνημα, , Ι. Μητρόπολις Δημητριάδος, Ἀκαδημία θεολογικῶν σπουδῶν, Φύλο καὶ Θρησκεία ἡ θέση τῆς γυναίκας στὴν Ἐκκλησία, Ἴνδικτος 2004, σ. 150.
[5] Μτ. 19:3-6 καὶ Μκ. 10:1-12
[6] Ἰω. 8:7
[7] Μτ. 21:31
[8] Λκ. 8:1-3
[9] Άναλυτικὰ γιὰ τὸν θεσμὸ βλ. τὴν εἰσήγηση τοῦ καθηγητοῦ Εὺαγγέλου Θεοδώρου, Ὁ θεσμὸς τῶν Διακονισσῶν εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν καὶ ἡ δυνατότης ἀναβιώσεως αὐτοῦ.  Πρακτικὰ διορθοδόξου συνεδρίου μὲ θέμα: «Ἡ θέσις τῆς γυναικὸς ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ καὶ τὰ περὶ χειροτονίας τῶν γυναικῶν», Ρόδος 1988, Ἐκδόσεις Τέρτιος, σ. 297-298.
[10] Ρωμ. 16:1-2.
[11] Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως, Παιδαγωγός, 1,4,10,1, Sources Chretiennes, T. 1-226.
[12] Αγ. Γρηργορίου τοῦ Θεολόγου, Λόγος λζ΄. Εἰς τὸ ῥητὸν τοῦ Εὐαγγελίου· Ὅτε ἐτέλεσεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς λόγους τούτους, καὶ τὰ ἑξῆς, PG 36, 281- 308 «Οὐ δέχομαι ταύτην τὴν νομοθεσίαν, οὐκ ἐπαινῶ τὴν συνήθειαν. Ἄνδρες εἰσίν οἱ νομοθετήσαντες διὰ τοῦτο κατ΄ αὐτών ἡ νομοθεσία….  Ὁρᾶτε τὸ ἴσον τῆς νομοθεσίας. Εἷς ποιητὴς ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς, εἷς χοῦς ἀμφότεροι, εἰκὼν μία, νόμος εἷς, θάνατος εἷς, ἀνάστασις μία. Ὁμοίως ἐξ ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς γεγόναμεν· ἑν χρέος παρὰ τῶν τέκνων τοῖς γονεῦσιν ὀφείλεται.Πῶς οὖν σὺ σωφροσύνην μὲν ἀπαιτεῖς, οὐκ ἀντεισφέρεις δέ; πῶς, ὃ μὴ δίδως, αἰτεῖς; πῶς ὁμότιμον σῶμα ὢν, ἀνίσως νομοθετεῖς;»
[13] Γαλ, 3:28-29
[14] Λκ. 20:35-36
[15] Ἰωάννου Φουντούλη, Ἡ γυναίκα εἰς τὴν λειτουργικὴν ζωὴν καὶ τὴν ἐνοριακὴν διακονίαν τῆς Ἐκκλησίας, Πρακτικὰ διορθοδόξου συνεδρίου μὲ θέμα: «Ἡ θέσις τῆς γυναικὸς ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ καὶ τὰ περὶ χειροτονίας τῶν γυναικῶν», Ρόδος 1988, Ἐκδόσεις Τέρτιος, σ. 297-298.
[16] Παντελή Καλαϊτζίδη, Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία μπροστὰ στὸ αἴτημα τῆς ἰσότητας καὶ τῆς συμμετοχῆς τῆς γυναίκας στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, Ι. Μητρόπολις Δημητριάδος, Ἀκαδημία θεολογικῶν σπουδῶν, Φύλο καὶ Θρησκεία ἡ θέση τῆς γυναίκας στὴν Ἐκκλησία, Ἴνδικτος 2004, σ. 18.
[17] Μ. Βασιλείου, ἑπιστολὴ 199 (κανονικὴ β΄) Ἀμφιλοχίῳ περὶ κανόνων, PG:32, 728C.
[18] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τὴν Γένεσιν, BPG:54, 589
[19] Μαρίου Μπέγζου, Φαινομενολογία τῆς Θρησκείας, Ἑλληνικὰ Γράμματα, Ἀθήνα 1995, σ. 282.
[20] Παντελή Καλαϊτζίδη, Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία μπροστὰ στὸ αἴτημα τῆς ἰσότητας καὶ τῆς συμμετοχῆς τῆς γυναίκας στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, Ι. Μητρόπολις Δημητριάδος, Ἀκαδημία θεολογικῶν σπουδῶν, Φύλο καὶ Θρησκεία ἡ θέση τῆς γυναίκας στὴν Ἐκκλησία, Ἴνδικτος 2004, σ. 27.