Την Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2010 το απόγευμα τελέσθηκε στον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Νικολάου ο Β' Κατανυκτικός Εσπερινός. Πριν το τέλος του Εσπερινού ο Πρωτοσύγκελλος της Μητροπόλεώς μας π. Ειρηναίος Λαφτσής ανέπτυξε το θέμα της ομιλίας του "Από το προσωπείο στο πρόσωπο με οδηγό την προσευχή" μιλώντας αναφορικά και με την μεγάλη εορτή της Ορθοδοξίας κα με την αξία που έχει το ανθρώπινο πρόσωπο στις μέρες μας.
Ολόκληρη την ομιλία του π. Ειρηναίου
«Από το προσωπείο στο Πρόσωπο
με οδηγό την προσευχή»
Σεβασμιώτατε,
Σεβαστοί Πατέρες,
Αγαπητοί αδελφοί,
Κατά την σημερινή πανηγυρική ημέρα της Κυριακής της Ορθοδοξίας η Εκκλησία μας εορτάζει μεγαλοπρεπώς την αναστύλωση των ιερών εικόνων με την σύγκληση της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου το 787 μ.Χ στην Νίκαια της Βιθυνίας, η οποία έθεσε τέλος σε μια εκατονταετή και πλέον περιπέτεια της Εκκλησίας, εξαιτίας του εικονομαχικού κινήματος.
Όπως φαίνεται μέσα στην ζωή της Εκκλησίας και της Ιστορίας της, κάθε αίρεση έπληττε κυρίως το σωτηριολογικό έργο της Εκκλησίας, δηλαδή την δυνατότητα του ανθρώπου –του κτίστου, να προσεγγίσει τον Θεό και να σωθεί δι’ αυτού. Για τον λόγο αυτό με σθεναρό και μανιώδη τρόπο καταδικάζονταν από τους Αγίους Πατέρες της Εκκλησίας. Η άρνηση της απεικόνισης των αγίων μορφών και της προσκύνησής τους, στην ουσία, αρνούνταν την πραγματική ενανθρώπιση του Χριστού και την αξία του προσώπου Του.
Οι εικονομάχοι θεωρούσαν την ύλη ως κάτι κακό και υποτιμητικό και επομένως ήταν αδιανόητο για αυτούς ότι μπορούσε να ενδυθεί η θεότητα με ανθρώπινο σώμα. Πολλοί από αυτούς ήταν επηρεασμένοι από τους Έλληνες αρχαίους φιλοσόφους και κυρίως από τον Πλάτωνα.
Η Εκκλησία όμως μέσω των Συνόδων και των Πατέρων είχε τελείως διαφορετική γνώμη, διδασκαλία και πίστη.
Γράφει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «Δεν σταματώ να σέβομαι την ύλη γιατί δεν προσκυνώ την ύλη. Σέβομαι την ύλη γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο προσκυνώ τον δημιουργό της ύλης, και δια της ύλης εργάζομαι για την σωτηρία μου».
Η ύλη για την ορθόδοξη θεολογία είναι η πρόγευση της αθανασίας. Δεν λατρεύουμε σε καμία περίπτωση την ύλη, αλλά σεβόμαστε αυτό που ο ίδιος ο Θεός προσέλαβε για την σωτηρία του ανθρώπου. Δηλαδή το ανθρώπινο πρόσωπο, την ανθρώπινη υπόσταση.
Έχει επισημανθεί προσφυώς ότι αυτό που θα χαρακτηρίσει κυρίως την θεολογία του 21ου αιώνα είναι η ενασχόλησή της με ανθρωπολογικά ζητήματα. Αν στο χώρο της θεολογίας σήμερα δεν έχουν επαρκώς ερμηνευθεί ανθρωπολογικές αλήθειες - φανταστείτε τί γίνεται στον χώρο της φιλοσοφίας, των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών.
Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν γνωρίζει τί είναι ο άνθρωπος. Ζεί, αλλά και προβάλλει το προσωπείο του ανθρώπου. Τί είναι προσωπείο; Προσωπείο είναι η μάσκα, που χρησιμοποιούσαν στην αρχαία Ελλάδα οι ηθοποιοί για να υποδύονται διάφορους ρόλους πάνω στην σκηνή, στο θέατρο.
Αρα το προσωπείο δεν είναι κάτι αληθινό, είναι ψεύτικο. Πρέπει να απεκδύσουμε αυτό το ψεύτικο και να ενδυθούμε το αληθινό, που στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι το πρόσωπο.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν όρισαν τί είναι το πρόσωπο. Θέλοντας όμως να αναφερθούν στην μεγαλειότητα, στην παναξία του προσώπου χρησιμοποίησαν τον όρο άνθρωπος. Ο Μέγας Βασίλειος γράφει ότι ο άνθρωπος είναι το μόνο από τα ζώα «θεόπλαστον».
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέει ότι ο Θεός δημιούργησε ένα ζώο αναμειγμένο από ορατή και αόρατη φύση, τον άνθρωπο, ο οποίος είναι ένας δεύτερος και μεγαλύτερος από τον ορατό κόσμος, «εν μικρώ μέγας». Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος τονίζει ότι «άνθρωπός εστι, το περισπούδαστον του Θεού ζώον».
Ο άνθρωπος είναι η κορυφή της κτίσεως. Έχει έμφυτη την έφεση προς το τέλειο. Αυτό παρατηρείται στην άσκηση της οποιασδήποτε επιστήμης, τέχνης ή και επαγγέλματος ακόμη. Ο άνθρωπος προσπαθεί με όλες του τις δυνάμεις, ακόμη και στις καθημερινές δραστηριότητές του, να επιτύχει το τέλειο.
Και αυτό αποτελεί μία μαρτυρία για την δυνατότητα που έχει δώσει ο Θεός στον άνθρωπο για την προσωπική του τελειοποίηση και ολοκλήρωση ως ψυχοσωματική οντότητα και ύπαρξη. Ο Θεός δίνει νόημα και σκοπό στην ζωή του ανθρώπου με τον οποίο ο άνθρωπος μπορεί να επικοινωνεί.
Ο μακαριστός Γέροντας Σωφρόνιος στοιχώντας τους αγίους Πατέρες δεν δίνει ορισμό του προσώπου. «Πιο σημαντική για την θεολογία του είναι η κατοχύρωση πώς υπάρχει το πρόσωπο, πράγμα που τον οδηγεί στην περιγραφή των ιδιωμάτων του… Το πρόσωπο δεν μπορεί μέν να οριστεί, μπορεί όμως, δυναμικά και υπαρξιακά, να χαρακτηριστεί από τις πράξεις του».
Το πρόσωπο που έγκειται στον «κρυπτόν της καρδίας άνθρωπον», αναδύεται όταν ο άνθρωπος διά της Χάριτος του Θεού ανακαλύψει τον χώρο της καρδίας του, τον ίδιο του τον εαυτό.
Λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς κάτι πολύ σημαντικό, που αποτελεί και το κεντρικό σημείο της ομιλίας μας: Όταν ο νους του ανθρώπου διά της ορθοδόξου ασκήσεως δει τον εσωτερικό άνθρωπο, τότε θα δεί το «ειδεχθές προσωπείον», δηλαδή το απαίσιο, το άσχημο προσωπείο, που κατασκευάσθηκε από την εμπαθή προσκόλληση στα γήινα, που τρέφεται και αυξάνεται από την αμαρτία.
Έτσι σπεύδει να καθαρίσει αυτό το προσωπείο με το πένθος και την μετάνοια, να αφαιρέσει αυτό το δύσμορφο κάλυμμα με την άσκηση και την τήρηση των εντολών του Θεού. Και τότε συνεχίζει ο άγιος Γρηγόριος, επειδή η ψυχή δεν διασπάται από την πολυσχιδία της αμαρτίας, βρίσκει την ειρήνη των ψυχοσωματικών του δυνάμεων, την ψυχική αρμονία, την αληθινή εσωτερική ησυχία, φθάνει σε πραγματική αυτογνωσία αλλά και θεογνωσία. Τότε το «ειδεχθές προσωπείον» αποβάλλεται και ο άνθρωπος μεταμορφώνεται σε αληθινό πρόσωπο κατ’ εικόνα του αληθινού και αιωνίου προσώπου, του Θεανθρώπου Χριστού.
Ο άνθρωπος, όσο και αν αλλάζουν πολιτικά, πολιτισμικά, κοινωνικά οι καιροί, παραμένει ουσιαστικά ο ίδιος με ανεξάλειπτο και αμαυρωμένο το «κατ’ εικόνα». Η αμαρτία μετά την πτώση των Πρωτοπλάστων μαζί με τα πάθη της κακίας, όποια και αν είναι αυτά -φιληδονία, πορνεία, φιλαυτία, υπερηφάνεια, μίσος, μνησικακία, οργή, θυμός, κατάκριση, φιλαργυρία, πλεονεξία, υπόκριση- πολεμούν ή και κυριαρχούν στον άνθρωπο, ανάλογα αν αυτός έχει επίγνωση αυτού του πολέμου και αγωνίζεται ή αν δελεαζόμενος από αυτά τα υποθάλπει και τα τρέφει. Ποτέ όμως και σε καμμία εποχή δεν πρέπει να υπήρχε τέτοια κοινωνική αποδοχή και νομιμοποίηση της αμαρτίας, όσο στην δική μας.
Η σημαντικότερη ίσως ανατροπή που έφερε η σύγχρονη εποχή είναι η ανάδυση του ατόμου. Για πρώτη ίσως φορά στην ιστορία το άτομο κατακτά την αυταξία του, την αυθυπαρξία και την αυτονομία του. Για πρώτη φορά αποκτά τόσο μεγάλη σημασία και σπουδαιότητα, ώστε τίθεται υπεράνω της κοινότητας, του συνόλου, των συλλογικών πολιτισμικών αλλά και κληρονομημένων θεσμών και αξιών, και φυσικά της Εκκλησίας. Πολλοί ισχυρίζονται ότι ζούμε σε μία εποχή, που εκτός από την αυτονομία του ατόμου, την χαρακτηρίζει ο κατακερματισμός, ο κορεσμός, η σχετικοποίηση, ο ανορθολογισμός, η αντικοινωνικότητα, η απαισιόδοξη επιθυμία του τέλους της ιστορίας και του κόσμου.
Η εποχή μας έχει ως βασικό σύνθημά της το κλασικό Νιτσεϊκό, «ο Θεός έχει πεθάνει». Αν και παρατηρούμε από τη μιά πλευρά μία «επιστροφή στον Θεό», μία επανεμφάνιση και αναβίωση της θρησκευτικότητας, από την άλλη τα συνθήματα «πρέπει να απολαμβάνεις», «όλα επιτρέπονται» κυριαρχούν και επικρατούν. Ο άνθρωπος, όπως προβάλλεται σήμερα μέσα από τα φιλοσοφικά, πολιτικά, κοινωνικά, θρησκευτικά συγκρητιστικά συστήματα δεν θεωρείται τίποτε περισσότερο από μία βιολογική μονάδα. Το πρότυπο στην σύγχρονη εποχή έχει γίνει ο στάρ, ο ηθοποιός, ενώ στην παλαιότερη ήταν ο επιστήμονας και στην παραδοσιακή ο άγιος. Το κέντρο της αξίας του ανθρώπου στην παραδοσιακή εποχή ήταν η ψυχή, στην νεώτερη η λογική, ενώ σήμερα το σώμα. Σήμερα ο άνθρωπος έχει ως στόχο του την απόκτηση πληροφοριών, ενώ παλαιότερα είχε την γνώση ή και ακόμα παλαιότερα την σοφία.
Διαπιστώνουμε δηλαδή μετά από αυτές τις σύντομες συγκρίσεις, ότι ο σύγχρονος άνθρωπος έχει εκφυλισθεί, έχει υποβαθμίσει την ποιότητα και το νόημα της ζωής του. Είναι αυτονομημένος, φίλαυτος, ερμητικά κλεισμένος στο εγώ του, ηδονιστής και πεσιμιστής. Δηλαδή με άλλα λόγια ο σύγχρονος άνθρωπος έχει αποκτήσει ένα έντονα εμπαθές προσωπείο. Χρειάζεται πολύς αγώνας για να απαλλαγεί από αυτό το προσωπείο, να περάσει από το προσωπείο στο πρόσωπο.
Ο ορθόδοξος χριστιανός, αν και είναι «πάροικος και παρεπίδημος» σε αυτόν τον κόσμο, αν και «τό πολίτευμά του εν τοίς ουρανοίς υπάρχει», όμως ζεί εντός του κόσμου, εντός της ιστορίας. Δεν μπορεί να περιφρονήσει το τί συμβαίνει στο πολιτικό, κοινωνικό, πολιτισμικό, στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, το οποίο επιδρά στην ζωή του. Ο σημερινός άνθρωπος υποδουλωμένος στα πάθη και αποπροσανατολισμένος ως προς το νόημα της ζωής, έχει ανάγκη όσο ποτέ άλλοτε να ελευθερωθεί από αυτήν την αφύσικη, την παρά φύση, την εμπαθή κατάσταση.
Η θεραπευτική αγωγή που πρέπει να ακολουθήσει για να επανέλθει στην φυσική του κατάσταση, για να ξαναβρεί «τό αρχαίον εκείνο και αμήχανον κάλλος», συνίσταται στην «εμπειρία της προσευχής», που από τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά χαρακτηρίζεται ως «τέχνη τεχνών». Ο τρόπος αυτός βιώσεως της προσευχής στην Πατερική ορολογία λέγεται «εν Χριστώ ζωή».
Η εν Χριστώ ζωή δεν είναι μόνο για τους μοναχούς, τους ιερείς και για όσους έχουν αποταγεί τον κόσμο˙ είναι για κάθε αληθινό χριστιανό. Είναι εσωτερική κατάσταση, είναι συνεχής «διαμονή εν τώ Θεώ και καθαρότης νοός». Η προσευχή είναι ο τρόπος με τον οποίο αποκαλύπτεται ο χώρος της καρδίας, το κέντρο της υπάρξεως του ανθρώπου, αυτό που μπορεί να χαρακτηρισθεί πρόσωπο. Αυτή είναι η μόνη μέθοδος με την οποία ο άνθρωπος αναγεννάται πνευματικά και αναδύεται η υποστατική του αρχή.
Ο άνθρωπος πρέπει να αποβάλει το προσωπείο των παθών και να γίνει πρόσωπο. Η κάθαρση της καρδίας του από τα πάθη πρέπει να γίνει η κύρια προτεραιότητα στην ζωή του. Σε αυτόν τον αγώνα του δεν προσπαθεί να συμμορφωθεί με κάποια εξωτερικά ηθική ζωή, αλλά αγωνίζεται με Χριστοκεντρικό τρόπο και σκέψη. Μπολιασμένος στο Σώμα του Χριστού, που είναι η Εκκλησία, με τα μυστήρια, κυρίως του Βαπτίσματος, της Εξομολογήσεως και της Θείας Ευχαριστίας, ο άνθρωπος αρχίζει την εργασία της μετανοίας.
Όπως τονίζει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ετοιμασία και αρχή της μετανοίας είναι η αυτομεμψία, η εξομολόγηση και η αποχή από τα πάθη. Για να είναι ολοκληρωμένη η μετάνοια, πρέπει να συντρέχουν και τα τρία μαζί. Όποιος προσεύχεται με συντριβή και αυτομεμψία ενώπιον του Θεού και υπόσχεται ότι θα απέχει από την αμαρτία, αν δεν προσέλθει στο μυστήριο της εξομολογήσεως, στον πνευματικό, δεν είναι έγκυρη η μετάνοιά του, ο αγώνας του.
Λέει χαρακτηριστικά ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Κανένας από όσους αμαρτάνουν στον Θεό, ακόμη και αν απομακρυνθεί από την αμαρτία, ακόμη και αν την ισοσταθμίσει με τα έργα της μετανοίας, δεν μπορεί να λάβει από τον εαυτό του την συγχώρηση, εάν δεν μεταβεί σε εκείνον που έχει από τον Θεό την εξουσία να λύνει και να δεχθεί από εκείνον την διαβεβαίωση της αφέσεως». Έτσι αγωνίζεται την «νόμιμον άθλησιν» και προσέχει να μην τρέφει τα πάθη του με την αμαρτία ή με την συγκατάθεση στους πονηρούς λογισμούς, γιατί τα πάθη είναι παρά φύση κίνηση της ψυχής.
Όταν οι δυνάμεις της ψυχής, δηλαδή το επιθυμητικό (τις επιθυμίες), το θυμικό (συναισθήματα) και το λογιστικό (λογική) δεν λειτουργούν φυσιολογικά, αλλά δουλεύουν παρά φύση, τότε αναπτύσσονται τα αντίστοιχα πάθη. Η κάθαρση από τα πάθη επιτυγχάνεται με την αντίστοιχη άσκηση των αρετών, και κατά τον Παλαμά, η θεραπεία αρχίζει πρώτα από το επιθυμητικό. Έτσι στο επιθυμητικό τοποθετούμε την εγκράτεια αντί της φιληδονίας και της πλεονεξίας, στο θυμικό την αγάπη αντί της μνησικακίας και του θυμού και στο λογιστικό την νήψη και την προσευχή αντί της λήθης και της άγνοιας.
Με την προσευχή ο πιστός αποκτά θείο φωτισμό και δύναμη, ώστε να διακρίνει και να απωθεί τους εφάμαρτους λογισμούς. Έτσι σιγά σιγά τα πάθη διά της Χάριτος μεταμορφώνονται, όπως λέει ο Παλαμάς. Όταν αρχίσει αυτή η μεταμόρφωση των παθών ο πιστός εισέρχεται στην θεωρία, και εκεί στον «θρόνο της Χάριτος, την καρδία», ανακαλύπτει άλλη ενέργεια μέσα του, την νοερά. Tότε συμβαίνει η ένωση νου και καρδίας.
Ο νους του ανθρώπου αποτελεί ίσως το βασικότερο θέμα της πνευματικής ζωής και το πιο δυσδιάκριτο για τους μή πνευματικούς ανθρώπους.
Πολλοί Πατέρες έδωσαν ποικίλους ορισμούς για τον νού. Κυρίως τον θεωρούν ως δύναμη ή ως οφθαλμό της ψυχής. Ο Παλαμάς όμως με έναν μοναδικό, αποκαλυπτικό και ακριβή τρόπο ορίζει τον νου και τις λειτουργίες του. Θεωρεί τον νου ως αυτοτελή και κατεξοχήν ενεργητική ουσία.
Όταν ο νους ενεργεί ως διανοητικό όργανο, τότε εργάζεται μόνο εγκεφαλικά. Όταν όμως η διανοητική αυτή ενέργεια συνεργάζεται με την καρδιά, τότε εκπέμπει, θα λέγαμε, ενέργεια που είναι η προσευχή στην συγκεκριμένη περίπτωση. Απλούστερα, όταν δρα εγκεφαλικά ο άνθρωπος, τότε σκέπτεται. Όταν ενεργεί και δια της καρδιάς του τότε προσεύχεται.
Αν ο χριστιανός επιμείνει διά της μετανοίας σε αυτήν την κατάσταση ο Θεός του δίνει το χάρισμα της προσευχής. Όταν ο νους βρεί και ζεί την καρδία ως τον οικείο τόπο προσευχής, τότε μπορούμε να πούμε ότι ο άνθρωπος προσεύχεται νοερά, καρδιακά, καθαρά· οι όροι είναι ταυτόσημοι.
Όταν η προσευχή αυτοενεργείται με την ενέργεια του νου μέσα στην καρδία, τότε ομιλούμε για αδιάλειπτη προσευχή, τότε εφαρμόζεται η εντολή του αποστόλου Παύλου «αδιαλείπτως προσεύχεσθε». Αυτός που έχει το χάρισμα της αδιάλειπτης προσευχής μπορεί να ασχολείται αδιάκοπα με την μονολόγιστη ευχή, την μνήμη του Ιησού μέσα στην καρδία του, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να συναναστρέφεται με άλλους, να εργάζεται, να μελετά και γενικά να ακολουθεί μία εξωτερικά κοινή, φυσιολογική, κοινωνική ζωή.
Αυτό κάλλιστα μπορεί να επιτευχθεί και μέσα στον κόσμο. Η προσευχή αποτελεί τον δείκτη της σωστής κοινωνίας μας με τον Θεό.
Η αίσθηση της προσευχής οδηγεί στην ελευθερία από τα πάθη της κακίας˙ και αυτή είναι η πραγματική ελευθερία. Η μνήμη του Θεού τρέφει και αυξάνει τον θείο έρωτα και την αγάπη προς τον πλησίον, γιατί, όπως τονίζουν οι Πατέρες στις ομιλίες τους, η φιλανθρωπία είναι απόρροια της φιλοθεΐας.
Η αληθινή εσωστρέφεια οδηγεί και καλλιεργεί την ταπεινή και με αγάπη κοινωνικότητα. Ο άνθρωπος που ασκεί την νήψη και την προσευχή είναι ενωμένος με τον Θεό και με τους ανθρώπους. Βιώνει την ενότητα, την ομοουσιότητα της ανθρωπότητος, βιώνει την Χάρη στην ψυχή και στο σώμα, σε όλη του την ύπαρξη. Τότε αποκτούν την φυσιολογική τους κατά Θεόν, λειτουργία όλες οι ψυχικές και σωματικές δυνάμεις του ανθρώπου. Αισθάνεται την Χάρη σαν φώς, σαν μία απαλή φλόγα μέσα στην καρδία του. Θαυμαστή ειρήνη και γλυκύτητα κυριαρχούν στην ψυχή και στο σώμα του.
Μόνον όσοι ενστερνίζονται την «εν Χριστώ ζωή» η οποία εκφράζει το αυθεντικό πνευματικό βίωμα μέσα στην Ορθοδοξία, την οδό ανευρέσεως του προσώπου, φανερώνουν ότι διαθέτουν ορθόδοξο εκκλησιαστικό φρόνημα. Η προσευχή είναι δράση και όχι αδράνεια. Είναι εσωτερική πνευματική κατάσταση.
Στην αρχή χρειάζεται έντονος αγώνας κατά των παθών, και κατόπιν επιτυγχάνεται η εν Χριστώ πνευματική συγκρότηση και ενότητα μέσα στον χώρο της καρδίας. Η αρχική εσωστρέφεια, στην οποία θεμελιώνεται η προσωπική σχέση μεταξύ ανθρώπου και Θεού, οδηγεί σε μία τελειοτέρα μορφή εσωστρεφείας όπου στον χώρο της καρδίας αναδύεται το πρόσωπο, η υπόσταση και εκεί διαδραματίζονται με αληθινή κοινωνία και αγάπη οι διαπροσωπικές σχέσεις όχι μόνο με τον Θεό, αλλά και με όλη την ανθρωπότητα. Τότε ο άνθρωπος αποκτά την υποστατική προσευχή, την προσευχή υπέρ σωτηρίας του κόσμου, ζει με ενότητα και αγάπη προς όλους τους ανθρώπους και προς τον Θεό. Βιώνει το ομοούσιο του ανθρωπίνου γένους.
Ο σύγχρονος άνθρωπος έχει διαμορφώσει τέτοιο τρόπο ζωής, ώστε δεν έχει χρόνο να προσευχηθεί, «να σχολάσει και να γνωρίσει τον Θεό». Με τα σύγχρονα μέσα τηλεπικοινωνίας και συγκοινωνίας έρχεται σε άμεση επαφή με πολλούς κόσμους, και σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα όσο ποτέ άλλοτε. Μπορεί να επιτυγχάνει στις δημόσιες σχέσεις, αλλά να αποτυγχάνει στις διαπροσωπικές σχέσεις. Μπορεί να γνωρίζει πολλούς ανθρώπους, αλλά τελικά δεν γνωρίζει τον εαυτό του.
Αυτή η απογοήτευση, το υπαρξιακό κενό, η μοναξιά που αισθάνεται ο άνθρωπος οφείλεται κυρίως, στο ότι δεν γνωρίζει να προσεύχεται, δεν αφιερώνει κάποιο χρόνο κατά το διάστημα της ημέρας ή της νύχτας στην προσευχή. Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν ζεί με την μνήμη του Θεού˙ θεωρεί ότι ο Θεός είναι κάτι τρίτο στην ζωή του˙ έχει λησμονήσει ότι προέρχεται από τον Θεό. Διά της προσευχής διευρύνεται το είναι του ανθρώπου και αγκαλιάζει όλο τον κόσμο, ο άνθρωπος τότε χαίρεται την ζωή. Η προσευχή λείπει από τον κόσμο γι’ αυτό και ο κόσμος δυστυχεί.
Ο άνθρωπος, μολονότι είναι κτιστός και πεπερασμένος, διά της προσευχής μπορεί να κοινωνεί με τον άκτιστο και άπειρο Θεό.
Αυτή η ενότητα, η προσωπική σχέση του Θεού με τον άνθρωπο μπορεί να πραγματοποιηθεί σε κάθε ανθρώπινο πρόσωπο, γιατί στο πρόσωπο του Χριστού έχει ενωθεί υποστατικά η τέλεια θεία φύση με την τέλεια ανθρώπινη φύση, αδιαιρέτως και ασυγχύτως. Βλέπουμε δηλαδή, όπως τόνιζε και ο μακαριστός Γέροντας Σωφρόνιος, ότι ο Θεός αντιμετωπίζει τον άνθρωπο όχι ως «δημιούργημα» Αυτού, αλλά ως πρόσωπο ίσο προς Αυτόν κατά χάριν.
Ο άνθρωπος μπορεί να γίνει πρόσωπο, γιατί έχει δημιουργηθεί κατ’ εικόνα του Θεού Λόγου, του Χριστού, ο οποίος είναι Πρόσωπο. Μόνο όταν ο άνθρωπος γνωρίσει εμπειρικά και ενωθεί με τον Τριαδικό Θεό, μπορεί να γίνει πρόσωπο και να αποβάλει το «ειδεχθές προσωπείον» του. Η Εκκλησία είναι κοινωνία αληθινών και αιωνίων προσώπων.
Πολλοί ομιλούν σήμερα περί προσώπου, έχουμε την ανάπτυξη μιάς έντονης προσωπολογίας με νοησιαρχικό και ακαδημαϊκό τρόπο, ο οποίος το πολύ πολύ οδηγεί στην μετάλλαξη του «ειδεχθούς προσωπείου» σε «διανοητικού προσωπείου».
Μόνο με την θεωρητική κατάρτιση δίχως την άσκηση, δεν μπορεί να επιτευχθεί η ορθόδοξη πνευματική ζωή, δεν αναδύεται το πρόσωπο.
«Ου γάρ οι ακροαταί του νόμου δίκαιοι παρά τώ Θεώ, αλλ’ οι ποιηταί του νόμου δικαιωθήσονται», λέει ο απόστολος Παύλος. Οι Πατέρες τονίζουν ότι η αληθινή θεωρία έρχεται ως επιβράβευση της αληθινής πρακτικής, «πράξις θεωρίας επίβασις» και όχι το αντίθετο. Είναι αυτό που έλεγε ο μακαριστός Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, ότι από την υπακοή θα έρθει η προσευχή, και από την προσευχή θα έρθει η θεολογία, η ορθοδοξία, δηλαδή η ορθοπραξία. Αυτό διατρανώνει μέσω των δογμάτων η σημερινή εορτή.
Η εκκοσμίκευση που απειλεί την Εκκλησία, η θρησκειοποίηση της Ορθοδοξίας μέσω εξωτερικών ηθικιστικών τύπων από την μία πλευρά ή νοησιαρχικών μοντέλων και σαθρών διανοητικών οικοδομημάτων από την άλλη, ως ένα φαινόμενο της εποχής μας μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με την «εν Χριστώ ζωή», με την πραγματική κοινωνία με το Θεό, με την ανεύρεση του αληθινού προσώπου. Η θεολογία, η αλήθεια του προσώπου αποτελεί μοναδικότητα και αποκλειστικότητα, που μπορεί να βιωθεί μόνο μέσα στην Ορθόδοξη Παράδοση. Η θεολογία του προσώπου αποτελεί την σημαντικότερη αντιπρόταση στον μηδενισμό του ατομισμού.
Το μήνυμα που θέλουμε να σάς μεταφέρουμε, είναι ότι ο πιστός ορθόδοξος χριστιανός, δεν μπορεί να γίνει πρόσωπο, αν δεν αγωνισθεί για την κάθαρση της καρδίας του από τα πάθη.
Στο Άγιον Όρος και ειδικώτερα στην Μονή Βατοπεδίου έλεγαν για τον γέροντα Εφραίμ (που κοιμήθηκε στις 1/7/2009) ότι όταν ήταν εν ζωή και ενώ βρισκόταν στα πρόθυρα του θανάτου δεν φοβόταν ούτε ανησυχούσε με την ιδέα του θανάτου, ίσα ίσα είχε μία ανέκφραστη ειρήνη στην ψυχή του που αντανακλούσε και στο εγγύς περιβάλλον του˙ είχε μία νοσταλγία του θανάτου, όχι γιατί είχε κουραστεί και πονούσε σε αυτήν την ζωή, αλλά γιατί ποθούσε μία εγγύτερη πρόσωπο προς Πρόσωπο συνάντηση και πληρέστερη ένωση με τον Χριστό. Και αυτό νομίζουμε ότι του συμβαίνει μετά την κοίμησή του γιατί αγωνίστηκε πολύ και σωστά, αγωνίστηκε την «νόμιμον άθλησιν» στην ζωή του.
Γι’ αυτό, αγαπητοί μου αδελφοί, το υπόλοιπο διάστημα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής που είναι η κατεξοχήν αγωνιστική περίοδος, ας αγωνιστούμε όσο μπορούμε περισσότερο εναρμονίζοντας την ασκητική μας πορεία με την μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, για να έχουμε και τα ανάλογα αποτελέσματα.
Καλή δύναμη. Αμήν.
Αρχιμ. Ειρηναίος Λαφτσής
Ομιλία στον Β’ Κατανυκτικό Εσπερινό
Στον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Νικολάου Αλεξανδρουπόλεως
Κυριακή της Ορθοδοξίας (21-2-2010)