Τρεῖς εἶναι οἱ βασικοὶ σταθμοὶ τοῦ ἀνθρώπου: γεννιέται, ζεῖ, πεθαίνει. Δὲν θυμᾶται τὸ πρῶτο, δὲν καταλαβαίνει τὸ τρίτο καὶ ξεχνᾶ νὰ χαρεῖ τὸ δεύτερο.  

26/12/2010. Ομιλία του σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη μας στο 51ο Παιδαγωγικὸ Συνέδριο του τομέα Επιστημόνων του Συλλόγου «Ο Μέγας Βασίλειος» με γενικό θέμα: «Εθνική φυσιογνωμία και Ορθόδοξη Οικουμενικότητα στη σημερινη Ελλάδα»

 Μητροπολίτης Ἀλεξανδρουπόλεως κ. Ἄνθιμος

«Ἡ σχέση τῆς ὀρθόδοξης οἰκουμενικότητας μὲ τὴν ἐθνικὴ μας ταυτότητα»

 
Ὁμιλία στὸ 51ο Παιδαγωγικὸ Συνέδριο
τοῦ τομέα Ἐπιστημόνων τοῦ Συλλόγου
«Ὁ Μέγας Βασίλειος»

Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010

Ἀμφιθέατρο Πολεμικοῦ Μουσείου Ἀθηνῶν


Ὁ τίτλος τοῦ θέματος ποὺ ἀνέλαβα νὰ σᾶς παρουσιάσω, ἔχει τὴν πρωτοτυπία νὰ σημαίνει κάτι, μόνο στὴ γλώσσα μας, στὰ ἑλληνικά! Ἄν μεταφραστεῖ σὲ ἄλλη γλώσα θὰ εἶναι τελείως ἀκατανόητος. Ἄς μὴν βιαστεῖ κάποιος νὰ πεῖ, «τί μᾶς ἐνδιαφέρει κάτι τέτοιο!». Εἶναι ἀνάγκη πλέον, νὰ μεταφράζουμε τὶς ἔννοιές μας καὶ σὲ ἄλλες γλῶσσες γιὰ νὰ βλέπουμε δύο πράγματα:

1. πόσο μποροῦν νὰ μᾶς κατανοήσουν οἱ ἄλλοι καὶ

2. πόσο ἀντέχουν οἱ ἀλήθειες μας στὸ εὑρύτερο σήμερα,

διαφορετικὰ θὰ μᾶς παραμείνουν γιὰ ἐσωτερικὴ κατανάλωση. Ὅμως, οἱ ἔννοιες «φυσιογνωμία» καὶ «οἰκουμενικότητα», εἶναι ἐξωστρεφεῖς∙ τὴ «φυσιογνωμία» μας, ἄλλοι τὴδιαπιστώνουν καὶ ἡ «οἰκουμενικότητα» εἶναι «ἄνοιγμα» σὲ ἄλλους.

Ὅταν συζητᾶμε τὶς δύο ἔννοιες τοῦ τίτλου «ἐθνικὴ ταυτότητα»-«Ὀρθόδοξη Οἰκουμενικότητα» καὶ τὴ σχέση ποὺ ἔχουν ἤ ποὺ δὲν ἔχουν, φανερώνουμε ὅτι ὅλοι μας, ἀνεξαιρέτως, εἴμαστε ἀκατάστατα ριγμένοι μέσα σ’ἕνα δίχτυ, ἀπὸ τὸ ὁποῖο, νομίζω πὼς πρέπει γρήγορα νὰ βγοῦμε.

Τί ἐννοῶ∙

γιὰ τὴν πρώτη ἔννοια∙ κολακευόμαστε ἀπὸ τὸ λόγο τοῦ Αϊνστάιν ὅτι «τὸ σύμπαν εἶναι ἑλληνικό», πιστεύουμε ὅτι ὅλος ὁ κόσμος μᾶς ὀφείλει τὸ «ἀρχαῖο πνεῦμα ἀθάνατο» καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, «ἑλληνικὸ» θεωροῦμε μόνο ὅ,τι φαίνεται ἀπὸ τὴν πλατεῖα Συντάγματος[1].

Τὴν Ὀρθοδοξία, πάλι, τὴ βλέπουμε μὲ τὰ γυαλιὰ τῆς βοσπορίδος ἀνατολῆς, αὐτὰ τὰ γυαλιὰ εἶναι πολύχρωμα∙ ὅμως, ἐκεῖνο ποὺ μᾶς δυσκολεύει περισσότερο εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι τὴν Ὀρθοδοξία ἐνῶ τὴ βιώνουμε γονιδιακά, τὴν ἐξωτερικεύουμε προτεσταντικά.

Ἐπιμένω, λοιπόν, ὅτι χρειάζεται νὰ ξέρουμε πῶς μᾶς βλέπουν οἱ ἄλλοι, γιὰ νὰ βγοῦμε μέσα ἀπὸ τὸ δίχτυ στὸ ὁποῖο βρισκόμαστε, ἐπειδὴ σὲ μιὰ ἐπίσκεψη τῶν ὀνομάτων τοῦ τίτλου μας, τὸ πιὸ ἀνώδυνο θὰ ἦταν νὰ συζητήσουμε: τί εἶναι «ἐθνικό», ποιά στοιχεῖα συγκροτοῦν τὴν ἐθνικὴ φυσιογνωμία μιᾶς χώρας, ποιὰ τακτικὴ κατέστησε τὸ Βυζάντιο «οἰκουμενικό» καὶ τί εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία!

Ὅμως, ἀφοῦ στὸν τίτλο τοῦ Συνεδρίου μας βάλατε τὴν δύσκολη λέξη «σήμερα», ἡ ὁμιλία θὰ μᾶς ὁδηγήσει σὲ κακοτοπιά, ὅπου τὸ λιγότερο, θὰ εἶναι νὰ παρεξηγηθοῦμε, ὅμως τὸ χειρότερο θὰ εἶναι νὰ χαθοῦμε σὲ ἀντιθέσεις καὶ νὰ πνιγοῦμε σὲ διαπιστώσεις, χωρὶς νὰ φτάσουμε πουθενά.

Λοιπόν, τί εἶναι «ἐθνικό», σήμερα;

Ποιὰ εἶναι, σήμερα, ἡ ἐθνικὴ φυσιογνωμία τῆς Χώρας μας;

Αὐτὸ ποὺ στὸ Βυζάντιο ἐννοοῦσαν «οἰκουμενικὸ» ἀποδίδεται, σήμερα, μὲ τὴ λέξη «παγκόσμιο»;   

Τί σημαίνει «Ὀρθοδοξία», σήμερα; ὄχι στὴ Θεολογία, ἐκεῖ τὸ καταλαβαίνουμε∙ ἀλλὰ στὴν καθημερινότητα τῆς κατὰ Χριστὸν ζωῆς, ὅπου ἀποδεικνύεται ἤ δὲν ἀποδεικνύεται τὸ ὀρθόδοξο τοῦ δόγματος σὲ κάθε ἐποχή.

Τί λέτε; θὰ τὸ ἀντέξουμε τὸ «σήμερα»; ἄν «ναί», τότε, σᾶς εὐχαριστῶ γιὰ τὴν τιμὴ ποὺ μοῦ κάνατε νὰ μοῦ ἀναθέσετε αὐτὴν τὴν ὁμιλία καὶ συνεχίζω.

  

Ἀγαπητοί μου∙

 Α’

Ὑποπτεύομαι ὅτι στὶς μέρες μας, ἡ διχασμένη ἐθνική μας προσωπικότητα ἔφτασε σὲ ἀδιέξοδο καὶ χρειάζεται ἐξάπαντος νὰ ἐπανεξετασθεῖ. Ἄρχισε μὲ τὴν ἑλληνικὴ ἐπανάσταση, ὁπόταν, προκειμένου νὰ μὴ θιγοῦν οἱ βλέψεις του τσάρου πρὸς τὴν Ἄσπρη θάλασσα καὶ ἀξιοποιώντας τὸ ρομαντικὸ φιλελληνισμὸ τῆς Εὐρώπης (ἀπότοκο τῆς ληστείας τῶν ἀρχαιοελληνικῶν μας χώρων), οἱ ἐπαναστᾶτες ἔκαναν μιὰ προσυμφωνημένη καὶ ἐξομολογημένη ἁμαρτία. Εἶπαν, θὰ ὀνομασθοῦμε «ἕλληνες, γιὰ νὰ ρίξουμε στάχτη στὰ μάτια τοῦ κόσμου, πραγματικὰ ρωμηοί»[2]. Ἀπὸ τότε ἄρχισε ὁ ἑλληνισμὸς νὰ βιώνει τὴν διχασμένη ἐθνική του προσωπικότητα καὶ συνεχίζεται μὲ διάφορες μορφές μέχρι καὶ σήμερα.

Νὰ θυμίσω παραδείγματα;

Ὅλες οἱ διαφημιστικὲς ἀφίσσες καὶ τὰ σποτάκια τοῦ ὑπουργείου Τουρισμοῦ, παρουσιάζουν ἀρχαιοελληνικὰ ἀγάλματα καὶ κίονες∙

Στὶς σελίδες τῶν διαβατηρίων μας ἀπὸ τὶς 14 φωτογραφίες οἱ 12 ἔχουν ἀρχαιοελληνικὲς παραστάσεις, ὑπάρχουν δύο μόνο καθολικὰ μοναστηριῶν κι αὐτὰ ἔτυχε νὰ τὰ πάρουν ἀπὸ γραβούρες του 18ου αἰῶνα ποὺ συνέπεσε νὰ μὴν ἔχουν σταυρό∙

Στὶς ἀναφορὲς τοῦ ὑπουργείου Πολιτισμοῦ, στὶς μελέτες του, στοὺς ἐκπαιδευτικοὺς προγραμματισμούς του, δὲ βλέπω νὰ ὑφίστανται τὰ πρόσφατα 2000 χρόνια∙

ὁπότε καὶ ὁ λαός μας ἔμαθε, ἐνῶ ἐπικαλεῖται τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία, συγχρόνως νὰ λανσάρεται μὲ τὴν Ἀφροδίτη τῆς Μήλου ἤ τὸν Ἑρμῆ τοῦ Πραξιτέλη.

Θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ πεῖ ὅτι αὐτό, ποὺ λέω διχασμὸ τῆς ἐθνικῆς μας προσωπικότητος, συντηρεῖται γιὰ λόγους προβολῆς μας στὸ Ἐξωτερικό. Παρ’ ὅλο, πού, ἔξω κανεὶς πιὰ δὲν μᾶς παίρνει στὰ σοβαρὰ ὡς ἀπογόνους τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, νὰ τὸ δεχθῶ∙ εἶναι ὅμως καὶ ἡ συνολικὴ εἰκόνα τῆς Χώρας μας ποὺ δὲ δείχνει νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν διατήρηση μιᾶς ζωντανῆς ἐθνικῆς ταυτότητος. Ἐπιμένω στὸ «ζωντανῆς ἐθνικῆς ταυτότητος». Καί, ἀρέσει-δὲν ἀρέσει, ἡ ζωντανὴ ταυτότητα τοῦ λαοῦ μας  εἶναι ἡ ὀρθοδοξη χριστιανική, ὁπότε ὀρθόδοξη χριστιανικὴ εἶναι καὶ ἡ φυσιογνωμία τῆς Πατρίδος μας, ἀκόμα. Καὶ δὲν εἶναι ποὺ τὸ λέω ἐγώ, τώρα πλέον τὸ λένε παντοῦ, ὅτι πρώτιστο καὶ δυναμικότερο στοιχεῖο τῆς ἐθνικῆς φυσιογνωμίας μιᾶς χώρας, εἶναι ἡ θρησκευτικὴ πίστη τοῦ λαοῦ της.

Σ’ ἐμᾶς, φανερὰ ἡ Πολιτεία μας, δὲν τολμᾶ νὰ ἀποστασιοποιηθεῖ ἀπὸ τὶς ὀρθόδοξες χριστιανικὲς καταβολές μας, ἀλλά, δὲν βιώνει ὅμως, μὲ αὐτοσυνειδησία καὶ τόλμη αὐτὸ τὸ βίωμα τοῦ λαοῦ μας. Κρυφά, λοιπόν, βλέπουμε νὰ ὑφαίνονται μεθοδολογίες, νὰ καταστρώνονται νομοσχέδια, νὰ τυπώνονται βιβλία, νὰ ἐφαρμόζονται τακτικές, νὰ διορίζονται Δραγώνες, νὰ μοντάρονται σποτάκια γιὰ τὶς τηλεοράσεις, ποὺ ἀμβλύνουν κάθε παραδοσιακὴ φυσιογνωμία καὶ ταυτότητα τῆς Πατρίδος μας. Ἐπίσημα ἡ Πολιτεία δὲ μᾶς λέει∙ «θέλω νὰ γίνω λαϊκὸ Κράτος», ὅμως, διαπιστώνουμε ὅτι ἡ νέα πολιτικὴ σκέψη ποὺ διαχέεται σὲ ὅλα τὰ κόμματα, ἐπιστρατεύει ἀνθρώπους τελείως ἄγευστους τῆς πνευματικῆς λαϊκῆς ἐμπειρίας, γιὰ νὰ εὐτελίσουν, νὰ γελοιοποιήσουν καὶ τελικὰ νὰ ροκανίσουν τὸ φρόνημα καὶ τὸ ἦθος τοῦ λαοῦ∙ (συμπτωματικά; κατευθυνόμενα; κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὸ βεβαιώσει). 

Ὑπῆρξε Πρωθυπουργός μας ποὺ σημειώθηκε ὅτι καθ’ὅλη τὴ διάρκεια τῆς θητείας του δὲν παρευρέθηκε ποτὲ σὲ Δοξολογία καὶ σὲ Παρέλαση!

Τὰ προηγούμενα χρόνια, ἄν μιλοῦσες γιὰ πατρίδα ἤσουν ἐθνικιστής, ἄν συγκρινόσουν μὲ κάποιον ἄλλο λαὸ ἤσουν σωβινιστής, ἄν μιλοῦσες γιὰ τὸ στρατὸ ἤσουν μιλιταριστής, μέχρι πρὶν ἀπὸ 1 χρόνο ἄν ἔλεγες τὴ γνώμη σου γιὰ τὴν ἰθαγένεια ἤσουν ρατσιστής, φονταμενταλιστής! Πατριώτης ποτὲ δὲν ἤσουν. Ἡ λέξη ἦταν σχεδὸν ἐπικηρυγμένη, ὅπως καὶ ὁ ἐκφραστής της.

Θυμᾶστε καὶ τὰ παρεπόμενα∙ ὁ ὄρκος στὰ δικαστήρια καὶ στὴ Βουλή, οἱ εἰκόνες στὰ σχολεῖα, οἱ παρελάσεις, ἡ ἔπαρση καὶ ἡ ὑποστολή, ὁ σταυρὸς ἀπὸ τὸ κοντάρι καὶ τὸ πανὶ τῆς σημαίας.

Ἀλλὰ καὶ στὸν ὑπόλοιπο κοινωνικό μας βίο, μιὰ πλούσια σειρὰ νομοσχεδίων ἐπιδιώκουν νὰ ἀποχρωματίσουν τὴν ἐθνικὴ φυσιογνωμία τῆς Χώρας μας ἀπὸ κάθε χριστιανικὸ χρῶμα∙ πολιτικὸς γάμος, αὐτόματο διαζύγιο, σύμφωνο ἐλεύθερης συμβίωσης, τὸ θρήσκευμα στὶς ταυτότητες, ἡ πολιτικὴ βάπτιση, ἡ πολιτικὴ κηδεία, ὄχι ἡ σύμφωνη, ἀλλὰ ἡ ἁπλὴ γνώμη τοῦ ἐπισκόπου, προκειμένου νὰ ἀνεγερθεῖ τέμενος ἀλλοθρήσκων στὴν ἐπαρχία του καὶ ἄλλα. Καὶ τὸ νυστέρι πῆγε πιὸ βαθειά∙ στὰ σχολικὰ ἐγχειρίδια. Δὲν ἦταν μόνο «ὁ συνωστισμὸς στὴν παραλία τῆς Σμύρνης», εἶναι ἀκόμα οὐσιαστικότερη ἡ ἐπέμβαση. Στὰ σχολικὰ βιβλία κατορθώθηκε ἡ ἀπάλειψη τῆς ἀλυσιδωτῆς συνέχειας τῶν ἱστορικῶν γεγονότων[3], καθὼς καὶ ἡ ἀπομυθοποίηση κάθε ἱστορικῆς ἀλήθειας[4].

Παράλληλα μὲ τὰ ἱστορικὰ γεγονότα, ἀπὸ τὰ ἀναγνωστικὰ τοῦ Δημοτικοῦ ἀπαλείφθηκε τελείως κάθε παραπομπὴ καὶ σὲ ἐκκλησιαστικὰ στιγμιότυπα.

Ὅλα αὐτὰ γίνονταν, ἔγιναν (εἴτε ἐπειδὴ τὰ ζητοῦσε ἡ Ε. Ε. εἴτε μὲ ἐγχώριο ζῆλο) μέχρι πρὶν ἀπὸ 14 μῆνες ποὺ κοινολογήθηκε ἡ οἰκονομικὴ κρίση. Ὁπότε ἀκούσαμε τὸν Πρωθυπουργό μας νὰ μᾶς θυμίζει μιὰ λησμονημένη λέξη∙ «ἡ Πατρίδα μας» εἶπε∙ «χρειάζεται θυσίες». Ξαφνιαστήκαμε! Κοιταχτήκαμε περίεργα, ποιὰ πατρίδα, τί εἶναι αὐτό; Τρομάζαμε νὰ θυμηθοῦμε τὴν ἔννοια! Μέχρι τότε ἀκούγαμε γιὰ Εὐρωπαϊκὴ Οἰκονομικὴ Ἕνωση, γιὰ ΟΝΕ, γιὰ Οἰκονομικὴ Σύγκλιση καὶ παρόμοια, ὁπότε δικαιολογημένα εἶχε ἐπικρατήσει σὲ ὅλους μας ἡ νοοτροπία ποὺ εἴχαμε[5].

Ἀλλά, γιατὶ ὄχι; Χωρὶς ἐθνικὴ ὑπερηφάνεια[6], χωρὶς ἐθνικὲς κόκκινες γραμμές[7], χωρὶς ἱστορικὸ μπούσουλα, χωρὶς ἐθνικὴ Παιδεία, σὲ τί ἄλλο θὰ μᾶς ἐξυπηρετοῦσε μιὰ Πατρίδα, ἄν ὄχι γιὰ νὰ τὴν ἀρμέξουμε; Ἀνάχωμα σὲ ἕνα τέτοιο ἐθνικὸ σπόρ, ὁπωσδήποτε θὰ μποροῦσε νὰ σταθεῖ, μιὰ «ἠθική ἀγωγὴ τοῦ πολίτη», ἤ ἡ ἀξιοποίηση τῆς ἠθικῆς τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ εἶναι μέσα στὴν Παράδοση τοῦ λαοῦ μας. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἠθικὴ εἶχε πρὸ πολλοῦ ἐξοστρακιστεῖ ἀπὸ τὴν Χώρα, μαζὺ μ’αὐτοὺς ποὺ τὴν διδάσκουν. Θυμηθεῖτε, κάθε χρόνο πρὶν τὴν Μεγ. Βδομάδα∙ τὴ μιὰ χρονιά, ὁ «Κώδικας ντα-Βίντσι», τὴν ἄλλη, ἕνα «Ἀπόκρυφο Εὐαγγέλιο», τὴν τρίτη, ἡ λειψανοθήκη μὲ τὰ ὀστᾶ κάποιου «Ἰησοῦ γιοῦ τοῦ Ἰωσήφ» καὶ ἔπειτα ἡ πλημμυρίδα τῶν σκανδάλων στὴν Ἀθήνα, στὰ Ἱεροσόλυμα, στὸ Βατοπαίδι∙ ἔ! πολὺ θέλει νὰ διαλυθεῖ ὁ ἠθικὸς ἐθνικὸς ἰστὸς ἑνὸς κρατιδίου;

Κάναμε καὶ οἱ κληρικοὶ λάθη, νὰ σᾶς πῶ τί ἐννοῶ. Ὅταν παρασυρθήκαμε σὲ ἄγνωστα γιὰ μᾶς τερέν καὶ μιλήσαμε οἱ ἴδιοι γιὰ «κάθαρση τῆς Ἐκκλησίας». Βλάσφημη φράση! Καὶ οἱ ἀκάθαρτοι ποῦ θὰ πᾶνε, ὅταν ἡ Ἐκκλησία γίνει κολλέγιο ἁγίων; Χάσαμε τότε μιᾶς πρώτης τάξεως εὐκαιρία νὰ μιλήσουμε στὸ λαό μας ὀρθόδοξα∙ γιὰ τὴν πορεία πρὸς τὴν μετάνοια καὶ τὴν ἀνακαίνιση τοῦ ὅλου ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι ἡ κύρια «δουλειὰ τῆς Ἐκκλησίας». 

Ὁ λαός μας, λοιπόν, κρύωσε, χαλάρωσε, ἔχασε τὰ πρότυπά του, ἔχασε τὴν ἐλπίδα του, ἰσοπέδωσε μέσα του τὰ πάντα, δὲν εἶχε πλέον φραγμούς καὶ μᾶς ταύτισε μὲ τὸ διεφθαρμένο Κράτος τοῦ ὁποίου μᾶς βλέπει ἀναπόσπαστο τμῆμα[8]. Στὸ τέλος, ὁ λαός μας, παρασύρθηκε σ’ἕνα παιχνίδι ποὺ ἀπαιτοῦσε νὰ πληρώσει ἡ Ἐκκλησία φόρους ἀπὸ τὴν θρυλούμενη «ἀμύθητη περιουσία» της. Ἀλήθεια! διερωτήθηκε κανείς, ἀπὸ ποῦ κόβουμε τὰ χρήματα ποὺ πληρώνουμε φορολογία;

Μέσα στὸ 2010 ψηφίστηκαν καὶ μιὰ σειρὰ νόμοι καὶ ἐγκαθιδρύθηκε σὲ βάρος μας νοοτροπία, ποὺ μᾶς ἔκαναν νὰ αἰσθανόμαστε οἱ πιὸ ἀνέντιμοι καὶ ἀντιπαραγωγικοὶ φορεῖς τοῦ Δημοσίου.

Σήμερα, ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι συλλήβδην ὁ ἐκκλησιαστικὸς λόγος μόλις γίνεται ἀνεκτός, ἐκτὸς ἄν εἶναι «κατὰ παραγγελίαν». Γιὰ πολλοὺς εἶναι ὕποπτος, ὀπισθοδρομικὸς καὶ ἀντιδραστικός. Δικαιοῦται ὕπαρξης, χάρη στὴ μεγαθυμία τοῦ «δημοκρατικοῦ πλουραλισμοῦ». Ἀρκεῖ νὰ μὴν ἐνοχλεῖ τὴν κοινωνία μὲ πολλὰ λόγια καὶ ὁ χρόνος καὶ ἡ «πρόοδος» θὰ ἐξαλείψουν καὶ αὐτὸ τὸ φαινόμενο, ὅπως καὶ τόσα ἄλλα κατάλοιπα τῆς λαϊκῆς δεισιδαιμονίας»[9]. Εἴμαστε ἀπολύτως βέβαιοι ὅτι σὲ μιὰ ἑπόμενη ἀναθεωρητικὴ Βουλή, τίποτε στὶς σχέσεις μας μὲ τὸ Κράτος δὲ θὰ παραμείνει ὡς ἔχει σήμερα. Τὸ κακὸ εἶναι ὅτι δὲν προετοιμαζόμαστε γιὰ κάτι τέτοιο, οὔτε «ἐπὶ χάρτου».

Ὅλα αὐτὰ καὶ ὅσα παρόμοια, ἐνδεχομένως, ἔχετε ἐσεῖς στὸ νοῦ σας, δείχνουν μὲ τὸ δάκτυλο μιὰ Χώρα, ποὺ δὲν ξέρω τί φυσιογνωμία ἔχει, ἀλλὰ πάντως Ὀρθόδοξη Χριστιανικὴ φυσιογνωμία δὲ θέλει νὰ ἔχει, ἐνῶ ὁ λαός της ἐπιμένει νὰ θρησκεύεται.

Αὐτὴν τὴ διχασμένη ἐθνικὴ προσωπικότητα τῆς Χώρας μας, τὴ ζοῦν ἔντονα οἱ πολιτικοί μας, οἱ ὁποῖοι ἐκλέγονται μὲν ἀπὸ ἕνα λαὸ ποὺ διαγκωνίζονται νὰ τὸν συναντήσουν σὲ κάθε γιορτή (Χριστούγεννα, Πάσχα, 15Αύγουστο, δοξολογίες, ἐθνικὰ μνημόσυνα), σὲ ἑσπερινούς καὶ λιτανείες (πρὸ ἐκλογικῶν περιόδων κυρίως), ἀλλὰ δὲ λαμβάνουν καθόλου ὑπόψη τους τὴν πίστη τοῦ λαοῦ, ὅταν νομοθετοῦν γι’αὐτόν.

Θυμηθεῖτε τὶς δηλώσεις τῶν πολιτικῶν μας στὸ πλατύσκαλο του Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τῶν Ἀθηνῶν τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας∙ κάποιος εἶπε πρὶν 2-3 χρόνια: «ἡ Ἐκκλησία πρέπει νὰ ἐκσυγχρονισθεῖ, νὰ καθαρθεῖ καὶ νὰ ἐπανεξετάσει τὸ ρόλο της». Μιλοῦσε ἀσφαλῶς γιὰ τὸ Νομικὸ Πρόσωπο τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ξέρει. Ἄλλο πρόσωπο τῆς Ἐκκλησίας, πνευματικό, δὲν ξέρει ὁ ἄνθρωπος∙ ἴσως νὰ γνωρίζει καὶ τὸ κοινωνικὸ πρόσωπο τῆς Ἐκκλησίας μας, ἱδρύματα, συσσίτια κ.λ.π.

Αὐτὸν τὸν τομέα, τοῦ κοινωνικοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας μας, πάλι δὲν τὸν ἀξιοποιήσαμε σωστά, προκειμένου νὰ διδάξουμε στὸ λαό μας, ὅτι ἡ φιλανθρωπία γιὰ μᾶς ἀποτελεῖ τὸν τρίτο πυλώνα τῆς δράσεως τῆς Ἐκκλησίας μετὰ τὴν λατρεία καὶ τὸ κήρυγμα. Ἡ φιλανθρωπία εἶναι γιὰ μᾶς ἀπόρροια τῆς εὐαγγελικῆς ἐντολῆς τῆς ἀγάπης, ἔτσι ὅπως οἰκοδομεῖται στὰ ἐπισκοπικὰ γραφεῖα ποὺ δέχονται ἀνθρώπους καθημερινά, ἔτσι ὅπως καλλιεργεῖται ἀπὸ ἱερεῖς ποὺ ξημεροβραδυάζονται στοὺς Ναοὺς μὲ τὸ πετραχείλι στὸ λαιμό. Αὐτὴν τὴν προσφορὰ δὲν τὴν ἀποτιμᾷ κανείς. Ὁ συμβολισμὸς τῶν κωδωνοκρουσιῶν, οἱ θεῖες Λειτουργίες, οἱ πολλὲς Ἀγρυπνίες στὶς πόλεις καὶ στὰ μοναστῆρια, στὸ Ἅγιον Ὄρος, οἱ Κατηχητικὲς συνάξεις, οἱ ἐποικοδομητικὲς ὁμιλίες, οἱ χριστιανικὲς Κατασκηνώσεις, δὲν εἶναι στοιχεῖα ποὺ σηματοδοτοῦν τὸ φρόνημα τοῦ λαοῦ μας, ὁπότε καὶ τὴ φυσιογνωμία τῆς Χώρας; 

Ἡ σημερινή, λοιπόν, ἐθνικὴ φυσιογνωμία τῆς Πατρίδος μας, καταγράφεται ὡς ἀσύνδετη μὲ τὴν ἱστορική μας συνέχεια. Προσπαθεῖ νὰ ἀποποιηθεῖ κάθε χριστιανικό της γονίδιο καὶ κάθε ἀνάλογη συμπεριφορά, ὁπότε ἐμφανίζεται χωρὶς ἐθνικὸ προσανατολισμό. Δὲν μετέχει στὴν καθημερινὴ μεταφυσικὴ πάλη τοῦ λαοῦ μας, γι’αὐτό, κατὰ τὴ γνώμη μου, δὲν ἀφήνει ἴχνη τῆς διαβάσεώς της στὸ σύνολο πολιτισμό. Στὸ δὲ θρησκευτικὸ γεγονός, ποὺ ἀπαιτητικὰ ἐπανέρχεται στὴν παγκόσμια πολιτισμικὴ ἱστορία σὲ Εὐρώπη καὶ Ἀμερική, νομίζω ὅτι ἡ δική μας ἐθνική ταυτότητα, πλέον, δὲν ἔχει νὰ παίξει κανένα ἀπολύτως ρόλο. Ὁπότε ἡ Χώρα μας καθίσταται πλέον ξέφραγη σὲ ὁποιοδήποτε θρησκευτικὸ ὑποκατάστατο μεταναστεύσει καὶ δράσει στὴν ἐδαφικὴ ἐπικράτειά μας.

 

 

Β’

Ἡ ἔννοια τῆς οἰκουμενικότητος δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει σήμερα καμμιὰ ἱστορικὴ ὁμοιότητα μὲ αὐτὴν ποὺ εἶχε στὴ βυζαντινὴ Οἰκουμένη. Ἐκεῖνο τὸ σχῆμα παρῆλθε καὶ ἀνάλογες σημερινὲς προσπάθειες (Η.Π.Α., Ε.Ε., Ρωσία) ἔχουν ἐγγενεῖς ἀδυναμίες γιὰ νὰ τὸ ἀντιγράψουν. Οἱ αὐτοκρατορίες πέρασαν∙ ἡ πτώση τῶν Ἀετῶν, ὅταν συντελέσθηκε, ἄφησε μακάβριο γδοῦπο ποὺ μᾶς τρομάζει μέχρι σήμερα∙ ἡ πρόσφατη παλλινόρθωση μερικῶν δικεφάλων δὲφαίνεται νὰ ἐπιδιώκει τὴ συγκρότηση «Οἰκουμένης»∙ κι ὅσοι τὸ προσπαθοῦν, μᾶλλον θέλουν νὰ μονοπωλήσουν μὲ τὰ παραμυθένια σύμβολα τοῦ παρελθόντος σύχρονες ἐθνικὲς διεκδικήσεις τους.

Ἄρα, λοιπόν, ταυτόχρονη συμπόρευση «βασιλείας καὶ ἱερωσύνης» μὲ σκοπὸ τὴ δημιουργία «Οἰκουμένης» κατὰ τὸ βυζαντινὸ μοτίβο, δὲν ὑπάρχει τρόπος νὰ ἐπιτευχθεῖ, τουλάχιστον στὴ γηραιὰ Ἤπειρο.

Ἡ Ἐκκλησία πρέπει πρώτη νὰ τὸ καταλάβει αὐτό, νὰ ἀποτινάξει ἀπὸ πάνω της τὴ σκουριὰ τοῦ αὐτοκρατορικοῦ παρελθόντος μας καὶ νὰ ἀναλάβουμε, χωρὶς ψευδαισθήσεις, ἕναν καίριο ρόλο δράσεως στὴ σύγχρονη κοινωνία, ὅπου γῆς.

Μπορεῖ νὰ γίνει αὐτό; Μπορεῖ. Ἐπειδὴ ἡ ἔννοια τῆς οἰκουμενικότητος τοῦ κηρύγματος τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἔχει χάσει τὴν δραστικότητά της, οὔτε θὰ τὴ χάσει ποτέ. Ἀρχίζει μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ Κυρίου στὴ Γεθσημανῆ γιὰ «μιὰ ποίμνη μὲ ἕναν ποιμένα» καὶ καταλήγει μὲ τὴν ἐντολή Του «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη».

Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι θρησκεία. Δὲν ἔχει μέλη. Δὲν ἔχει ὁπαδούς. Ἔχει πιστούς καὶ ὁ πιστὸς ἐγγράφεται στὴν Ἐκκλησία μὲ τὸ βάπτισμά του∙ ὅμως, παραμένει σ’αὐτὴν μὲ ὅρους πνευματικότητος, ὄχι μὲ ταυτότητα μέλους. Ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖ ὅλο τὸν κόσμο δικό της. Θεωρεῖ ὅτι ἔχει εὐθύνη ἀκόμα καὶ γιὰ ὅσους δὲν τῆς ἀνήκουν. Θεωρεῖ ὅτι εἶναι ὑπεύθυνη ἀκόμα καὶ γιὰ τὴ λάσπη μὲ τὴν ὁποία γράφεται ἡ ἱστορία τοῦ πλανήτη. Αὐτὴ ἡ εὐθύνη της δὲν εἶναι διεκδικητική, γιὰ νὰ κατακτήσει τὸν κόσμο. Εἶναι εὐθύνη ἀνανεωτική, γιὰ νὰ ἀναπλάσει τὸν κόσμο. Νὰ τὸν ἀναπλάσει ὄχι μὲ βία, μὲ ἐπιβουλή, ἀλλὰ μὲ ἁγιότητα.

Ὑπάρχουν ἀκόμα σήμερα, ἄθεοι ἄνθρωποι καὶ λαοὶ ποὺ ἐνῶ ἐκτιμοῦν τὴν ὑπεροχὴ τοῦ Εὐαγγελίου, δὲ γίνονται χριστιανοί, ξέρετε γιατί; ἐπειδὴ ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί δὲ ζοῦμε σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, ὥστε νὰ μᾶς δοῦν, νὰ διαπιστώσουν τὰ καλά μας ἔργα καὶ τότε νὰ δοξάσουν τὸν Πατέρα μας «τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς».

Αὐτὴ ἡ ἔλλειψη τῆς ἁγιότητος εἶναι ποὺ μᾶς κάνει νὰ φοβούμεθα νὰ ἀνοιχτοῦμε στὸν κόσμο γιὰ νὰ μὴν «ἀποκαλυφθεῖ» ἡ ἀνεπάρκειά μας. Κλεινόμαστε, λοιπόν, στὸν ἑαυτό μας, ζυμωθήκαμε μὲ τὶς ἐθνικὲς διεκδικήσεις τῶν λαῶν μας, τρῶμε τὶς σάρκες μας καὶ δὲν ἀφήνουμε τὸ κοινὸ Ποτήριο νὰ μᾶς ἑνώσει, οὔτε τοὺς Ὀρθοδόξους ἐννοῶ. Ἔχουμε ἔλειμμα τῆς οἰκουμενικῆς ἀποστολῆς μας καὶ προσπαθοῦμε νὰ τὴν ἀναπληρώσουμε μὲ προσκόλληση στὸ γράμμα. Ἔχουμε μειωμένη αὐτοσυνειδησία καὶ γι’αὐτὸ δὲν ἀποφασίζουμε νὰ παρουσιάσουμε κρυστάλλινο τὸ λόγο του Εὐαγγελίου στὸ παγκόσμιο χρηματιστήριο τῶν ἀξιῶν. Δὲν ἔχουμε ταπείνωση γιὰ νὰ παραδεχτοῦμε τὴν ἀλήθεια, ὅτι δὲ ζοῦμε «κατὰ Χριστόν» καὶ γιὰ νὰ καθησυχάζουμε τὴ συνείδησή μας, ἀνυψώσαμε τοὺς τύπους σὲ δόγματα. Τελικά, φαίνεται ὅτι ἔχουμε ἐλλειματικὴ πίστη στὸ Χριστό, γι’αὐτὸ διστάζουμε νὰ πατήσουμε ἐπάνω σὲ φίδια καὶ σὲ σκορπιούς, μὲ βεβαιότητα ὅτι τίποτε δὲ θὰ μᾶς βλάψει.

Αὐτὴ ἡ ἔλειψη πίστεως καὶ αὐτοπεποιθήσεως δημιουργεῖ τὴν ἱεραποστολικὴ νωχελικότητα τῶν ὀρθοδόξων, μειώνει τὴ δραστικότητα τοῦ Εὐαγγελίου στὴν ἐποχή μας, δὲν ἀνανεώνει τὴν Ἐκκλησία μας ἐσωτερικὰ καὶ τῆς κόβει καὶ τὴν οἰκουμενικὴ προοπτική.

Χρειάζεται, λοιπόν, νὰ ξαναγυρίσουμε στὴν ἀρχή μας, στὴ βάση μας. Χρειάζεται νὰ δοκιμάσουμε ξανά, πόσο στέρεος εἶναι ὁ λῖθος ἐπάνω στὸν ὁποῖο στέκεται ἡ Ἐκκλησία σήμερα. Ὅταν λέω «στέκεται» ἐννοῶ ὄχι σὰν κατεστημένη ἐξουσία, ἀλλὰ σὰν πνευματικὸ γεγονός[10].

Χρειάζεται, ἀπὸ τὴν ἀρχή, νὰ ἐξετάσουμε πόσο χρήσιμοι εἴμαστε στὴν κοινωνία πνευματικά, ὄχι στὸ Κράτος θεσμικά. Ἀλλιῶς εἶχε ἀρχίσει αὐτὴ ἡ σχέση: τὸ ἀναμφισβήτητο πνευματικὸ εἰδικὸ βάρος μας στὴν κοινωνία, τὸ πῆρε ἡ Πολιτεία καὶ τὸ τίμησε θεσμικά. Σήμερα, τί ἰσχύει[11];

Ἐπανέρχομαι στὸ ὅτι χρειάζεται νὰ προβληματιζόμαστε σὲ κάθε ἐποχή∙ καὶ στὴ δική μας, νὰ ἐπανεξετάσουμε τὴ δραστικότητα του Εὐαγγελίου, ὄχι ἐπειδὴ ἀμφιβάλλουμε ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶναι ἀνάγκη νὰ  ἐμπιστευθοῦμε τὸ Χριστὸ περισσότερο. Χρειάζεται νὰ μᾶς προστεθεῖ πίστη.

Ἡ Πίστη μας ἔχει οἰκουμενική δυναμική. «Οἰκουμενικὴ» δὲν ἐννοῶ γεωγραφικά, ἀλλὰ μεθοδολογικὰ καὶ ἱεραποστολικά. Ὅμως, οὔτε οἱ ἴδιοι θὰ πεισθοῦμε γι’αὐτό, οὔτε κανέναν θὰ μπορέσουμε νὰ πείσουμε, οὔτε  τὸ παραμικρὸ οἰκουμενικὸ ἀποτέλεσμα θὰ φέρουμε, ἂν δὲν εἴμαστε θωρακισμένοι ἐσωτερικά. Ἀλλιῶς, ποῦ νὰ πᾶμε ξυπόλητοι στ’ ἀγκάθια[12];

  
Ἡ οἰκουμενικὴ δράση μας χρειάζεται νὰ ἀρχίσει ἀπὸ μέσα μας, ἀπὸ τὸ ἐσωτερικὸ τῆς Πίστεώς μας καὶ νὰ ἐπικεντρωθεῖ σὲ ὅσους συμπατριῶτες μας ἔχουν νὰ βρεθοῦν σὲ Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ τοὺς βάπτισαν.

Ποιὸς δὲν τὸ ἀντιλαμβάνεται, ὅτι στὴν ἑλλαδικὴ κοινωνία μας, ὁλοένα καὶ λιγοστεύουμε, ὅσοι ξέρουμε τὴν ἀξία τῆς λατρευτικῆς καὶ τῆς μυστηριακῆς ζωῆς! Ἐξάπαντος χρειάζεται νὰ ἀποκρυπτογραφήσουμε τὴν «κατὰ Χριστὸν ζωή» καὶ νὰ προτείνουμε σὲ ὅσους δὲν τὴ γεύθηκαν ποτέ, τόσο τὴν ὠφελιμότητά της, ὅσο καὶ τὴν ὀμορφιά της[13].

Νὰ τοὺς προτείνουμε νὰ τὴ ζήσουν ἀφοῦ τὴ διαπιστώσουν οἱ ἴδιοι[14] κι ὄχι ἐπειδὴ τοὺς τὸ λέμε ἐμεῖς ἤ κάποιες Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι.

Τὰ δόγματά μας, ἄν θέλουμε νὰ εἶναι καὶ σήμερα δεῖκτες ζωῆς, δὲν μπορεῖ νὰ ἀντιμετωπίζονται ὡς μαθηματικὰ ἀξιώματα. Κι ἄν εἶναι δεῖκτες ζωῆς θὰ εἶναι τῆς δικῆς μας ζωῆς, ὄχι τῆς ζωῆς ἄλλων, ἄλλοτε[15].

Σήμερα, εἶναι ἀλήθεια, ὅτι στὸν τόπο μας, στὴν Πατρίδα μας, δὲν ἐμπνεόμαστε ἀπὸ τὴν οἰκουμενικὴ διάσταση τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ τὴν περιγράφω σὰν ἔξοδο ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας γιὰ μιὰ συνάντηση μὲ τὸν ἕλληνα ἀκατήχητο, κατ’ἀρχὴν κι ἔπειτα μὲ ὅλους τοὺς παρόμοιους. Καὶ  ξέρετε γιατὶ δὲν ὑπάρχει αὐτὴ ἡ ἐκρηκτικὴ προοπτική; κατὰ τὴν γνώμη μου. Ἐπειδή, αἰσθανόμαστε ἐμεῖς καὶ δίνουμε τὴν ἐντύπωση καὶ στοὺς ἄλλους ὅτι εἴμαστε ἕνα μουσεῖο ἱερῶν λειψάνων τοῦ παρελθόντος, τῆς γλώσσης, τοῦ τυπικοῦ, τοῦ τελετουργικοῦ, τῆς ἐνδυματολογίας, κ. ἄ. Ἐμεῖς ξέρουμε τί ἀξία ἔχουν ὅλα αὐτά, ὡς ἐργαλεῖα ὅμως, ὄχι ὡς στόχοι. Τὸ «ἄνοιγμα» ὅλων αὐτῶν, δὲν γίνεται νὰ δαιμονοποιεῖται ἀσυζητητί.

Ὁ Φλωρόφσκυ δὲν εἶπε «πίσω στοὺς Πατέρες» γιὰ νὰ ὁπισθοδρομήσουμε  ἐκεῖ, εἶπε νὰ πᾶμε μπροστὰ «μαζὶ μὲ τοὺς Πατέρες».

Λέμε ὅτι ὁ κόσμος σήμερα δὲν ἔχει πυξίδα. Δὲν ἔχει, ἐπειδὴ ἡ Ἐκκλησία δὲ γεννάει δόγματα∙ τὰ δόγματα εἶναι δεῖκτες ζωῆς. Μά, γιὰ νὰ γεννηθοῦν δόγματα, χρειάζεται νὰ προηγηθεῖ πνευματικὸς τοκετός, δυναμικὸς προβληματισμός, παλαίστρα, κονταροκτυπήματα.

Πέρασε ἡ ἐποχὴ ποὺ οἱ ἄνθρωποι δὲν ἀμφισβητοῦσαν εὔκολα τὰ λόγια μας κι ἂν τὰ ἀμφισβητοῦσαν δὲν τὸ ἐξέφραζαν. Σήμερα χρειάζεται νὰ πείσουμε γιὰ τὰ πάντα. «Κανενὸς δὲ θὰ πείσεις τὴν καρδιά, ἂν ὁ λόγος δὲν βγαίνει ἀπ’τὴν καρδιά σου, κανενὸς δὲ θὰ πείσεις τὴ ζωή, ἂν ἡ ζωή σου δὲν εἶναι ματωμένη».

Νὰ ἀνοίξουμε, λοιπόν, τὴν Ἁγία Γραφή, Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη καὶ νὰ ἀφήσουμε τὴ φράση: «οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας λένε ἐτοῦτο ἤ τὸ ἄλλο» χωρὶς νὰ παραπέμπουμε σὲ κανέναν Πατέρα. Νὰ κατανοήσουμε ὅτι οἱ Πατέρες μας δὲν ἦταν πιόνια στὴ σκακιέρα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἐλεύθερες ὑπάρξεις ποὺ φαγώθηκαν μὲ τὰ ροῦχα τους προκειμένου νὰ δοῦν τὴ δόξα τοῦ πραγματικοῦ (Χρυσ. Σταμούλη, Ἔρως καὶ θάνατος).

Νὰ ξαναμιλήσουμε γιὰ τὸ Χριστό[16], χωρὶς μεγάλες κουβέντες, πομπώδεις φράσεις καὶ θεολογικὰ συμπλέγματα[17].

Νὰ πάψουμε τὶς μεγάλες κουβέντες γιὰ θέωση, γιὰ νήψη καὶ γιὰ θαύματα.

Νὰ ὁμολογήσουμε τὴν ἀνεπάρκειά μας, γιὰ νὰ μὴν ξαφνιάζεται ὁ κόσμος ὅταν «βγαίνουν στὸν ἀέρα» σκάνδαλα. Νὰ καταθέσει ὁ καθ’ ἕνας μας, τὴν ὅση ταπεινὴ προσπάθεια κάνει γιὰ νὰ λυτρωθεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία[18].

Νὰ ξανακάνουμε σκοπό μας τὴν ἁγιότητα, ἀφοῦ πρῶτα συμφωνήσουμε στὸν ὁρισμὸ τῆς ἁγιότητος[19].

Νὰ παραδεχτοῦμε ὅτι καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες μας ἔκαναν λάθη καὶ νὰ διαλαλήσουμε ὅτι ἁγιότητα δὲν εἶναι ἡ ἀναμαρτησία, ἀλλὰ ἡ βαθειὰ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος.

Νὰ πάψουμε νὰ κακολογοῦμε τοὺς Ἐπισκόπους στὴν Πατρίδα μας[20], γκρεμίζοντας ἔτσι ὁλόκληρο τὸ ἐκκλησιολογικό μας οἰκοδόμημα, γιατὶ  θὰ πάθουμε τὸ «εἰ ἀλλήλους δάκνετε καὶ κατεσθίετε...»[21].

Νὰ γίνουμε φιλάνθρωποι μὲ τὸν ἁμαρτωλό, μὲ τὸν αἱρετικὸ καὶ τὸν ἄθεο καὶ τέλος, νὰ ὑψώσουμε τὴ φωνή μας ἐνάντια σὲ κάθε ἀδικία.

Νὰ μάθουμε πρῶτα ἐμεῖς καὶ ἔπειτα νὰ διδάξουμε στὰ νέα παιδιά, πῶς νὰ μὴ φοβοῦνται τὴ ζωὴ κι ἔπειτα πῶς νὰ νικοῦν τὸ θάνατο[22].

Κοντολογίς, νὰ γίνουμε ἁλάτι, εἰδ’ ἄλλως ἂς πεταχτοῦμε στὸ δρόμο.

Καὶ ἀφοῦ τὰ κάνουμε αὐτά, ἀφοῦ δηλαδή, κάνουμε τὴν Ἐκκλησία στὴν Πατρίδα μας Ὀρθόδοξη κοινότητα μὲ οἰκουμενικὴ διάσταση, τότε∙ μὲ αὐτὴν τὴν ἐμπειρία τοῦ Χριστοῦ, ὡς ἐξάρτυση∙

νὰ βγοῦμε νὰ παλέψουμε στὰ μαρμαρένια ἁλώνια τῶν ἰδεῶν,

νὰ βγάλουμε τὴν πνευματικὴ πραμάτεια μας στὸν πάγκο, ὅπως οἱ παραγωγοὶ στὴ λαϊκὴ ἀγορά,

νὰ ποῦμε, «ὁρίστε, κόσμε, ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι ἀπὸ τὴν ἁγιότητα τῶν χαρισματικῶν φορέων μας, ἀπὸ τὴν Παράδοσή μας, ἀπὸ τὴν ἁμαρτωλὴ ἐμπειρία μας, ἀπὸ τὴν 2χιλιόχρονη πάλη μας μὲ τὸ Θεό, αὐτὴν τὴν πρόταση ζωῆς ἔχουμε νὰ προτείνουμε στὸν πλανήτη.

Ἔτσι, προσωπικά, ἐννοῶ τὴν οἰκουμενικὴ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ δὲ σταμάτησε ποτέ, δὲν ὁλοκλήρωσε τὸ ἔργο της, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς δὲν κοιμήθηκε ἐκεῖνο τὸ βράδυ στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ.

Ἀλλιώτικα οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν μποροῦμε νὰ μιλᾶμε (καὶ γι’αὐτὸ δὲ μιλᾶμε) γιὰ Οἰκουμενικότητα τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ὅμως, ὅσο χρειάζεται τὸ οἰκουμενικὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου ὁ δικός μας Ὀρθόδοξος Ἑλληνικὸς κόσμος, ἄλλο τόσο τὸ χρειάζεται ὁ ὑπόλοιπος Ὀρθόδοξος καὶ ὁ ἔξω ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία κόσμος.

Χρειάζεται ἐπανευαγγελισμὸ ἡ δύσμοιρη Εὐρώπη ποὺ ἀκόμα τὴν ἐκδικούμαστε γιὰ τὸν Καρλομάγνο,

χρειάζεται τὴν τρυφερότητά μας τὸ Ἰσλάμ τῆς πνευματικῆς Τουρκίας,

χρειάζεται τὴν ἀποδοχὴ τῆς λησμονιᾶς ἡ Ὀρθοδοξία τῆς Βουλγαρίας,

χρειάζεται κατανόηση ἡ Ἐκκλησία τῶν Σκοπίων,

χρειάζεται τὴν ἀντισιωνιστικὴ εἰλικρίνειά μας ὁ ἑβραϊκὸς κόσμος,

χρειάζεται προσγείωση τὸ τσαρικὸ ἀνεμόπτερο τῆς Ρωσίας, γιὰ νὰ μὴ συντριβεῖ.

Χρειάζεται νὰ βγάλουμε τὴν Ἀμερικὴ ἀπὸ τὴν πρόσφατη ἀλλοφροσύνη ποὺ τὴν ὁδήγησε τὸ δίπολο «ἐξέλιξη ἤ δημιουργία».

Χρειάζεται μιὰ Ὀρθόδοξη συμπόρευση μὲ τὸ πείραμα τοῦ CERN γιὰ νὰ λυτρωθεῖ ἀπὸ τὴν ψευδαίσθηση ὅτι θὰ ἀνακαλύψει τὸ γονίδιο τοῦ Θεοῦ.

Χρειάζεται, ὅμως, καὶ νὰ πάρουμε στὰ σοβαρὰ τὰ νεώτερα πορίσματα πολλῶν ἐπιστημῶν προκειμένου νὰ τὰ «παντρέψουμε» μὲ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ μας ἐμπειρία, μήπως ἀναχθοῦμε ἔτσι σὲ μιὰ ἀνώτερη ἀλήθεια, τὴν ὁποία ἐνδεχομένως θέλει νὰ μᾶς ἀποκαλύψει ὁ Θεός[23].

Νὰ τὸ καταλάβουμε κάποτε∙ ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν εἶναι ἐπιστημονικὸ βιβλίο, ἂν ἦταν, ἔπρεπε νὰ κλείσουν ὅλα τὰ Πανεπιστήμια τοῦ κόσμου.

Χρειάζεται νὰ ἐγκαταλείψουμε τὴν ἐνορχηστρωμένη καχυποψία ἀπέναντι στὸν Πολιτισμό, ὅσο καλὸ κι ἂν εἶναι τὸ ἄλλοθι μας.

Χρειάζεται ἑρμηνεία τὸ φαινόμενο τῆς οἰκονομικῆς κρίσεως ποὺ διερχόμεθα∙ ἑρμηνεία ὄχι τραπεζική, οὔτε φιλανθρωπική, οὔτε «πνευματική». Ἀλλὰ ἑρμηνεία τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸ δίπολο Θεός-μαμωνᾶς. 

Τότε νὰ βγοῦμε νὰ συναντήσουμε τὸν Ρωμαιοκαθολικὸ καὶ νὰ τοῦ ἐξηγήσουμε, πῶς τὸν λοξοδρομεῖ τὸ δόγμα τῆς ἐξουσίας του.

Τότε νὰ βγοῦμε νὰ ἐξηγήσουμε στὸν Προτεστάντη, πῶς τὸν χιλιοκομμάτιασε ἡ ἀπόρριψη τῆς ἐνιαίας ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως.

Τότε νὰ προκαλέσουμε σὲ δημόσιο διάλογο τὸ Χιλιαστή, προκειμένου νὰ ἀνατρέψουμε τὶς χριστολογικὲς δοξασίες του[24].

Ἔτσι μᾶς χρειάζεται ὁ κόσμος! διαφορετικά, ἑρμηνεύστε, ἂν μπορεῖτε, τὴ δουλειὰ ποὺ ἔκανε ὁ Προηγούμενος τῆς Μονῆς Φιλοθέου π. Ἐφραίμ στὴν Ἀμερικὴ καὶ στὸν Καναδᾶ. Σήμερα ἀντιγράφει, αὔριο θὰ κλονιστεῖ, θὰ πέσει, ὅμως μεθαύριο θὰ πατήσει στὰ πόδια της.

Ἔτσι, μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἡ Ὀρθοδοξία «ἀνοίγεται» καὶ νικᾷ!

Κάθε φορὰ ποὺ θὰ ἀνοίγεται θὰ νικᾷ, κάθε φορὰ ποὺ θὰ τὴν «κλείνουμε», θὰ τὴν καταδικάζουμε στὸ νὰ γίνει ἰδεολογία.

Ἂν ἡ πίστη μας ἔχει ἀλήθεια, δὲν ἔχει ἀνάγκη τὰ ψιμμύθια τοῦ παρελθόντος, οὔτε τὶς φοβίες τοῦ μέλλοντος.

Ἡ Ἐκκλησία μεταποίησε κι ἔπειτα στήριξε τὴν αὐτοκρατορία, γιατὶ νὰ φοβηθεῖ τὴν παγκοσμιοποίηση;

Τὸ Εὐαγγέλιο μὲ τὰ «σπαστὰ ἑλληνικά» του, πάλεψε καὶ νίκησε τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφικὴ διανόηση. Γιατὶ νὰ μὴ νικήσουμε τοὺς ἀφελεῖς σχεδιασμοὺς τῆς Νέας Ἐποχῆς;

Ἡ λαϊκὴ ρωσικὴ εὐσέβεια νίκησε τὴν κομμουνιστικὴ ἀπάτη, γιατὶ νὰ μὴ νικήσει τὴν καπιταλιστικὴ σχιζοφρένεια;

Πρῶτα, λοιπόν, ἡ ἐσωτερικὴ καλλιέργειά μας σὲ μιὰ οἰκουμενικὴ διάνοιξη τῆς ὑπάρξεώς μας καὶ ἔπειτα ἡ πρὸς τὰ ἔξω οἰκουμενικὴ ὁμολογία, μὲ αὐτοπεποίθηση καὶ πίστη στὸ Χριστό.

Ἐμεῖς, σήμερα, τί κάνουμε στὴν Ἑλλάδα;

Καταντήσαμε περπατοῦσες ἐγκυκλοπαίδειες δογματικῆς, ὀσφραινόμαστε ἕναν αἱρετικὸ ἀπό μίλια μακρυά, κι ἂν δὲ βροῦμε, βαφτίζουμε εὔκολα κάποιους∙


ἐπιδεικνύουμε μιὰ εἰκόνα προτεσταντικῆς ἑρμηνευτικῆς[25],

ὑστερικοῦ φανατισμοῦ[26],

φοβικῆς συνωμοσιολογίας[27],

μεσαιωνικῆς σημειολογίας[28],

προφητικῆς μελλοντολογίας[29].

«Ἱεροποιοῦμε» ἤ «δαιμονοποιοῦμε» τὰ ἱερὰ κείμενα καὶ δὲν κατεβαίνουμε ἀπὸ τὸ ἅρμα τῆς κατὰ γράμμα θεοπνευστίας.

Καταφεύγουμε στὸ παρελθὸν καὶ στὸ μέλλον, λές καὶ δὲν ἔχουμε νὰ ποῦμε τίποτε γιὰ τὸ παρόν.

Ἔτσι ποὺ κάνουμε∙ πρῶτοι οἱ πιστοὶ αἰσθάνονται ἄβολα, μέσα σὲ μιὰ τέτοια Ἐκκλησία ποὺ τοὺς στιγματίζει καὶ τοὺς κάνει δακτυλοδεικτούμενους κι ἔπειτα οἱ χλιαροί∙ δὲν τολμοῦν μὲν νὰ ἀποποιηθοῦν τὸ βάπτισμα, ἀλλὰ δὲ θέλουν νὰ ἔχουν καμμία σχέση μὲ τὴ μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, παρὰ μόνο μὲ τὴν κοινωνική.

Φοβᾶμαι ὅτι χάνουμε τὸ τραῖνο.

Ὅταν ἡ Ἑλλάδα μπῆκε στὴν Ε.Ε. ἡ Le Monte ἔγραψε πρωτοσέλιδο: «καλωσορίζουμε τὴ Χώρα τῆς Φιλοκαλίας». Στὶς δύο τελευταῖες δεκαετίες τοῦ 20ου αἰῶνα ὅλη ἡ Εὐρώπη ψυχανεμίζονταν ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία θὰ ἀρθρώσει λόγο πρωτότυπο καὶ δυναμικό. Δὲν τὸν ἀκούσαμε.

Ὁ Ράνσιμαν εἶχε πεῖ ὅτι ὁ 21ος αἰῶνας θὰ εἶναι ὁ αἰώνας τῆς Ὀρθοδοξίας. Δὲν τὸν βλέπω, ἀκόμα!

Ἂν ἀργήσουμε, ἡ Ἱστορία θὰ μᾶς προσπεράσει. Ὁ ποιητὴς ρωτάει: «ἀγάπη ποῦ ’ναι ἡ ἐκκλησιά σου, βαρέθηκα πιὰ τὰ μετόχια»[30].

Τὰ συμπτώματα τοῦ σημερινοῦ κόσμου ὀφείλονται στὰ ὑποκατάστατα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς καὶ στὶς αὐθαίρετες ἑρμηνείες τοῦ Εὐαγγελίου. Αὐτὰ εἶναι τὰ μετόχια!

Ἀλλὰ ἂν ἀργήσουμε, θὰ συμβεῖ καὶ κάτι χειρότερο: θὰ ἀπογοητεύσουμε.
Τότε δὲ θὰ μᾶς μείνει παρὰ νὰ κλείσουμε τὸ στόμα μας γιὰ πάντα, νὰ βάλουμε τὸ Εὐαγγέλιο σ’ἕνα σκονισμένο ράφι βιβλιοθήκης καὶ νὰ βολέψουμε, ὅπως ὅπως, τὴ συμβιβασμένη καὶ ὑποκριτικὴ ζωή μας καθὼς θὰ τρώγεται μὲ τὶς ζωὲς καὶ τὶς ὑπολήψεις τῶν ἄλλων.

«Καιρὸς τοῦ ποιῆσαι», λοιπόν. «Καθαρθῆναι εἴτα καθᾶραι», αὐτὸ θὰ πεῖ Ὀρθόδοξη Οἰκουμενικότητα.

Νὰ ἀνοίξουμε τὴν Ἐκκλησία στὸν κόσμο καὶ νὰ μετασχηματίσουμε τὸν κόσμο σὲ Ἐκκλησία.

Νὰ φωτίσουμε τὰ πάντα μὲ τὸ Χριστό, τίποτε ἄμοιρο, τίποτε ξένο, τίποτε ἐχθρικὸ νὰ μὴν ὑπάρχει γύρω μας. «Τὰ πάντα δεῖται σταυροῦ» καὶ «ὑπὲρ πάντων Χριστὸς ἀπέθανε».

Νὰ μὴν κλειστοῦμε ἄλλο στὸν ἑαυτό μας.

Νὰ ξεγίνουμε ἀπὸ θρησκεία καὶ νὰ γίνουμε Ἐκκλησία τοῦ «σύμπαντος κόσμου».
Κάποτε, τὸ νὰ μὴν «ἀνοίγεσαι», φτιάχνει προφίλ, δὲν προδίδει καὶ τὴν ἔνδειά σου, ὅμως, τώρα, ἤρθε ἡ ὥρα μας∙ τὸ θέλουμε; τὸ μποροῦμε;

«Τὰ ἀδύνατα παρ’ἀνθρώποις, δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν».

Σὰν συμπέρασμα∙


Στὸν τόπο μας μόνο ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ ἀναλάβει οἰκουμενικὸ ρόλο, ἡ Πατρίδα μας πιά, ὄχι!

Καὶ προσέξτε∙

Ὅ,τι εἶναι Ὀρθόδοξο χριστιανικό, εἶναι καὶ οἰκουμενικὸ ἀλλιῶς προτεσταντίζει.

Ὅ,τι εἶναι Ὀρθόδοξο χριστιανικὸ οἰκουμενικό, εἶναι καὶ ἑλληνικό.

Ὅ,τι εἶναι ἑλληνικό, πάντα ἦταν ἀνοιχτό. Γι’αὐτὸ οἱ ἕλληνες ἀνοίγονταν σὲ ὅλα καὶ ἑλληνοποιοῦσαν τὰ πάντα[31].

Ὁ ἐπανευαγγελισμὸς τῶν πιστῶν μας, ἡμῶν τῶν ἰδίων, θὰ εἶναι πράξη οἰκουμενικῶν διαστάσεων, ἀφοῦ εἴτε τὸ θέλουμε εἴτε ὄχι, τὸ κατασάρκιο τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἑλληνικῆς κατασκευῆς καὶ ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία κυλάει πάνω σὲ ρόδες ἑλληνικῶν προδιαγραφῶν.

Ἡ ἑλληνικὴ Ὀρθοδοξία, σήμερα, δὲν ἔχει φωνὴ στὸ εὑρύτερο πνευματικὸ γίγνεσθαι. Ἔχει μόνο μιὰ ἐμπειρία, ποὺ τὴ σέρνει σὰν λείψανο ἀπὸ τὸ παρελθὸν καὶ ποὺ κάποτε, καταντᾶει εἰδωλολατρία.

Διερωτῶμαι∙ στέρεψε ἄραγε ἀπὸ μᾶς ἡ ἔμπνευση; Ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας, ἐννοῶ.
Ὁ ἐλληνισμὸς ξεκομμένος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία δὲν ἔχει ἔμπνευση πιά.
Ὅ,τι ἑλληνικὸ ἄξιζε, μᾶς τὸ πῆραν μαζὶ μὲ τὰ Ἐλγίνεια καὶ στὶς Χώρες ἐκεῖνες, δημιουργήθηκαν Πανεπιστημιακὲς Ἕδρες ἑλληνικῶν γραμμάτων, ἑλληνικῆς γλώσσας, ἀνθρωπιστικὲς ἐπιστῆμες κ.λ.π.

Ὅμως ἐκείνη ἡ παραγωγὴ χρειάζονταν νὰ ἐμπλουτίζεται ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα. Δὲν ἔγινε κάτι τέτοιο. Ὄχι μόνο δὲν τροφοδοτήθηκε ἀπὸ ἐμᾶς, ἀλλὰ ἐγκαταλείφθηκε κιόλας. Ἀπαξιώθηκε τραγικά.

Ἄρα, τελειώσαμε.

Λέμε∙ «βαρειά μας βιομηχανία εἶναι ὁ πολιτισμός μας». Πρὸ μηνῶν κάποιος μοῦ εἶπε ὅτι πῆγε στὴ Δῆλο καὶ παραμέριζε τὰ χόρτα γιὰ νὰ διαβάσει τὶς ἐπιγραφὲς κάτω ἀπὸ τὰ ἀγάλματα.

Οἱ ἀπεργίες στὴν Ἀκρόπολη καὶ τὰ πανὼ στὰ Προπύλαια δήλωσαν ὄχι κοινωνία τοῦ ἀρχαίου πνεύματος, ἀλλὰ μόνο διαχείρηση καὶ μάλιστα κακή διαχείρηση. Ἡ γλῶσσα μας φτώχυνε τραγικὰ καὶ ὅταν ἡ Ἐκκλησία ἀδήρητα κάποια στιγμὴ θὰ τὴν βγάλει ἀπὸ τὴν λατρεία, στὴν οὐσία θὰ τὴν κηδεύσει. Ἡ κλασσικὴ παιδεία εἶναι ἀνύπαρκτη. Ἡ Ἱστορία μας γελοιοποιήθηκε ἀπὸ τὸ Χόλλυγουντ[32].

Γι’ αὐτὸ ἐπιμένω ὅτι, μόνο ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ δώσει χρῶμα καὶ ταυτότητα στὴν ἐθνικὴ φυσιογνωμία τῆς Χώρας, ἂν φυσικὰ τὸ θέλει ἡ Χώρα μας καὶ ὅσο τὸ θέλει. Χωρὶς τὴν ἐκκλησιαστικὴ καθημερινὴ ζωή, ἡ Πατρίδα μας δὲν ἔχει ἰδιοπροσωπία, δὲν μπορεῖ νὰ διεκδικήσει πρότυπη φυσιογνωμία. Στὴ σύγχρονη Παιδαγωγικὴ διαπιστώνουμε προσπάθεια ἀναδείξεως τῶν ἐλαχίστων ἰδιαιτεροτήτων ἑνὸς παιδιοῦ, τῆς ὅποιας διαφορετικότητος ποὺ χαρακτηρίζει καὶ ἀναδεικνύει τὸ «κάτι ἄλλο». Φανταστεῖτε, λοιπόν, μιὰ Χώρα σὰν τὴ δική μας, χωρὶς τὴν ἀνάδειξη τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεώς της, ἔτσι ὅπως αὐτὴ καλλιεργεῖται μέσα στοὺς Ναούς καὶ διαχέεται στὴν καθημερινότητα τῶν ἑλλήνων. Τί  θὰ περισσεύσει στὴν περιρρέουσα ἑλλαδικὴ ἀτμόσφαιρα, ἂν ἀφαιρεθεῖ τὸ ἐκκλησιαστικὸ τελετουργικό, τὸ λατρευτικὸ τυπικό, ἡ ἑορτολογικὴ ἀλυσίδα, ἤ ἡ βιβλικὴ ὁρολογία;  

Θέλετε νὰ σᾶς πῶ παράδειγμα πρὸς ἀποφυγήν;

Ἡ Ε.Ε. ποὺ ὁραματίστηκε τὸν ἑαυτό της νὰ ὑπάρχει καὶ νὰ δραστηριοποιεῖται ὄχι μόνο χωρὶς τὴ χριστιανικὴ προμετωπίδα στὸ Σύνταγμά της ἀλλά, τὸ κυριώτερο, χωρὶς πνευματικὴ θωράκιση, δὲν ὑποψιάστηκε ὅτι ἔπρεπε νὰ προηγηθεῖ πνευματικὴ σύγκληση, γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ οἰκονομική. Τὰ οἰκονομικὰ μεγέθη δὲ φέρνουν κοντὰ τὶς καρδιές, δὲν ἐξομαλύνουν τὶς διαφορές. Τώρα ποὺ ἡ οἰκονομικὴ Ἕνωση παραπατάει καὶ πολλοὶ προβλέπουν ὅτι θὰ σωριστεῖ, παρασέρνει μαζί της κι ἕναν ὁλόκληρο κόσμο ἰδεῶν καὶ πραγμάτων ποὺ συστάθηκαν σὲ πολιτισμὸ κάτω ἀπὸ τὴ σκιὰ τοῦ Σταυροῦ. Τώρα ποὺ ἔκοψε τὸν ὀμφάλιο λῶρο της μὲ τὴ ζωή, ὑπάρχει τὸ ἐνδεχόμενο «τὴν ἐπισκοπὴν» αὐτῆς νὰ λάβει «ἕτερος»[33].

Ἀγαπητοί μου∙

Ἴσως νὰ ἔχει φτάσει ὁ καιρὸς γιὰ τὴν «ἧττα» τῆς Ὀρθοδοξίας. Μιὰ ἧττα ποὺ θὰ δώσει τὴ δυνατότητα γιὰ νὰ βάλουμε ἀρχή, νέα ἀρχή, ποὺ δὲ θὰ στηρίζεται στὴ δύναμη καὶ τὴν ἐξουσία ποὺ ὑπόσχονται νίκες καὶ κυριαρχίες, ἀλλὰ στὴν ἀξιοποίηση τῆς ἀποτυχίας, στὸ κέρδος ποὺ ἀνθίζει ἀπὸ τὴν ἀποδοχὴ τῆς ἀστοχίας. Ὁ Παναγιώτης Κανελλόπουλος, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἔχει δίκαιο, ὅταν σημειώνει∙ «ὕστερ’ἀπὸ τόσες μεγάλες νίκες στὴν ἱστορία, χρειάζονται τώρα καὶ μερικὲς μεγάλες ἧττες»[34].

Ἂς νικηθοῦν ὅλα ὅσα στὴν Πατρίδα μας πῆραν τὴ θέση τῆς Ἐκκλησίας∙ τὸ σπίτι τῆς ἐσωστρέφειας, τὸ μαγαζὶ τῆς ἐξουσιαστικότητας, ἡ συντεχνία τῆς θεσμικῆς ἐπάρκειας, ἡ ὁμάδα τῆς ἀλαζονείας καὶ τῆς ὑποκρισίας, τὸ σωματεῖο τῆς αὐταρέσκειας. Ἂς ἐπανέλθει τὸ θρησκευτικὸ σχῆμα σὲ Οἶκο ἀπὸ τὸν ὁποῖο δὲ θὰ λείπει ὁ Χριστός, αὐτὸς ποὺ κάνει τὴν Ἐκκλησία Ἐκκλησία, αὐτὸς ποὺ σαρκώνει τὴν ἐλπίδα τῶν μελῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος καὶ ἀποδεικνύεται ἡ μόνη ὑπόστασή τους.

Πιστεύω ἀκράδαντα ὅτι τότε, ὁ νικημένος Ἰησοῦς, θὰ ξανανικήσει γιὰ χάρη μας τὸν κόσμο του.

 Σᾶς εὐχαριστῶ.

----------------------------
[1] Γ. Σεφέρης

[2] Μακρυγιάννης

[3] Ἄν διδάξεις σὲ σχολικὴ τάξη σήμερα ὅτι στὴν ἅλωση τῆς Πόλης ἦταν κι ὁ Μέγας Ναπολέων, τὰ παιδιὰ θὰ τὸ ἀποδεχτοῦν, ἐπειδὴ συνήθισαν σὲ ἱστορικὰ ἅλματα καὶ ὄχι στὴν ἱστορικὴ συνέχεια.

[4] Ἡ παλιότερη φράση «μετριοῦνται οἱ τοῦρκοι 3 φορὲς καὶ λείπουν 3.000, μετριοῦνται τὰ ἑλληνόπουλα καὶ λείπουν 3 λεβέντες» μπορεῖ νὰ ἔδινε μὲ τὴν ὑπερβολή της μιὰ αἴσθηση ὑπερηφάνειας, ἀλλὰ δὲν ἔβλαφτε κανέναν, δὲν ἀναβίωνε ἐχθρότητες, δὲν πυροδοτοῦσε μίση

[5] Αὐτὴ ἡ τακτικὴ εἶχε ρημάξει κάποτε τὴν πανίσχυρη Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία, ὅταν δὲν δίστασε νὰ γράψει ἔξω ἀπὸ τὸ ἀνάκτορο τοῦ Yildiz στὴν ΚΠόλη, ἐπάνω σὲ μαρμάρινη πινακίδα: «Τὸ ταμεῖο τοῦ Πατισάχ εἶναι θάλασσα κι ὅποιος δὲν πίνει ἀπ’αὐτὸ εἶναι χοῖρος».

[6] Ἴμια

[7] Ἡ κ. Μπενάκη στὸν Πρόεδρο Παπούλια.

[8] Εἶπα κάποτε σὲ πολιτικό, ἂν μάθετε στὸ λαό μας νὰ πετάει πέτρες στοὺς ἱερεῖς, σὲ σᾶς θὰ πετάξει χειροβομβίδες.

[9] π. Βασιλ. Καλλιακμάνης

[10] Πιστέψτε με, ὅταν στὶς καταθέσεις στεφάνων περνῶ μὲ τοὺς ἐπισήμους μπροστὰ ἀπὸ τὴν μπάντα ποὺ παιανίζει, διερωτῶμαι τί νὰ σκέπτονται ἄραγε γιὰ μένα οἱ στρατιῶτες ποὺ παρουσιάζουν ὅπλα.

[11] Δὲν ἀντέχω τὴν ἀπάντηση.

[12] Θὰ γίνουμε σὰν κι ἐκείνους ποὺ τοὺς εἶπε ὁ Χριστὸς, ὅτι περιάγουν «τὴν θάλασσαν καὶ τὴν ξηρὰν ποιῆσαι ἕνα προσήλυτον...».

[13] δίπλα μας ὑπάρχουν 40ρηδες, 50ρηδες, τεχνοκράτες, οἰκογενειάρχες, καλῆς πάστας, μὲ εὐγένεια χαρακτῆρος καὶ μὲ καχυποψία, ὅμως, ποὺ τοὺς κρατᾶ μακρυά μας.

[14] «γεύσασθε καὶ ἴδετε».

[15] «οὐκέτι διὰ τὴν σὴν λαλιὰν πιστεύομεν∙ αὐτοὶ γὰρ ἀκηκόαμεν καὶ οἴδαμεν ὅτι οὗτος ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστός» (Ἰω. 4, 42).

[16] Ἀναφέρομαι σχετικὰ στὴν ἔκδοση τοῦ Μp 3 μὲ τὸ κείμενο τῆς Καινῆς Διαθήκης σὲ μετάφραση.

[17] Βρίσκω ὁ ἴδιος ἄρθρα σὲ περιοδικά, ποὺ τὰ διαβάζω καὶ δὲν τὰ καταλαβαίνω∙ μαθαίνω ὅτι καὶ μερικὰ σχολικὰ ἐγχειρίδια θρησκευτικῶν, εἶναι ἀνυπόφορα.

[18] -Γέροντα, εἶδες ἀγγέλους στὸ Ἅγιον Ὄρος; -Ὄχι, παιδί μου, ἐγὼ μέχρι τώρα μόνο δαίμονες βλέπω, ποὺ τοὺς πολεμῶ!

[19] Ἅγιος εἶναι ὁ μετανοημένος ἁμαρτωλὸς κι ὄχι ὁ θαυματοποιὸς ἤ ὁ καζαμίας.

[20] Παγκόσμια ὀρθόδοξη πρωτοτυπία

[21] Γαλ. 5,15

[22] Θὰ ἔχετε δεῖ τὸ σύνθημα στοὺς δρόμους «ὑπάρχει ζωὴ πρὶν τὸ θάνατο;»

[23] «Πολλὰ ἀπεσιώπησεν ἡ γραφή∙ παρέλειπεν δὲ ἡ ἱστορία τὸν ἡμέτερον νοῦν γυμνάζουσα, ἐξ ὁλίγων ἀφορμὴν παρεχομένη ἐπιλογίζεσθε τὰ ὑπόλοιπα», ἔγραφε τὸ 370 ὁ Μέγας Βασίλειος.

[24] Ὄχι δὲν πᾶς φαντάρος, δὲ δίνεις στὸ παιδί σου αἶμα.

[25] Πηδάλιο, παραγωγὴ γεροντικῶν προτύπων, σωρηδὸν ἁγιοποιήσεις μοναχῶν καὶ ἱερομονάχων.

[26] Ὀρθοδοξία ἤ θάνατος, τὸν πάπα νὰ καταρᾶσθε.

[27] Πρωτόκολλα τῶν σοφῶν τῆς Σιών, 666, κάρτα τοῦ πολίτη.

[28] Συντέλεια τοῦ κόσμου, οἰκουμενισμός.

[29] π. Παίσιος∙ Πόλη, Β’ Παρουσία

[30] Γ. Σεφέρης

[31] Πήγαιναν μετανᾶστες καὶ ἔκαμναν τοὺς ἐκεῖ γηγενεῖς ἕλληνες. Ἔρχονταν λαοὶ ὡς μετανᾶστες, τοὺς κοινωνοῦσαν τὴν Παιδεία τους καὶ ἔτσι τοὺς ἔκαμναν φίλους. Τώρα δεν ἔχουμε Παιδεία νὰ τοὺς δώσουμε γι’ αὐτὸ τοὺς κάναμε ξένους, ἐχθρούς

[32] Μ. Ἀλέξανδρος, Τροία, Θερμοπύλες.

[33] Ψαλμ. 108, 8.

[34] Χρυσ. Σταμούλη, Ἔρως καὶ θάνατος.