Την Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2011 ο Μητροπολίτης μας κ. Άνθιμος μετέβη στην Θεσσαλονίκη προσκεκλημμένος του Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κ. Ανθίμου για να λάβει μέρος στις εορτές του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου του μυροβλύτου, πολιούχου και προστάτου της πόλεως.
Ο Μητροπολίτης μας χοροστάτησε στον Μέγα Πανηγυρικό Εσπερινό και κήρυξε τον Θείο Λόγο στο πολυπληθές εκκλησίασμα στο τέλος αυτού. Πολλοί Αρχιερείς και οι Αρχές της πόλης παραβρέθηκαν στον Άγιο Δημήτριο για να συνεορτάσουν με τους Θεσσαλονικείς τον Μεγαλομάρτυρα Άγιο και πολιούχο τους.
(H ομιλία του Μητροπολίτου μας σε ηχητικό ντοκουμέντο εδώ)
ΟΜΙΛΙΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΕΩΣ
κ. ΑΝΘΙΜΟΥ ΣΤΟΝ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟ ΕΣΠΕΡΙΝΟ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΣΤΗΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 25-10-2011
Παναγιώτατε,
Ευχαριστούμε πάρα πολύ για την πρόσκληση την οποία μας απευθύνατε να είμαστε απόψε εδώ μαζί σας και να γιορτάσουμε τον Άγιο σ’ αυτόν τον τόπο που είναι και ο τόπος του μαρτυρίου του. Πρόσκληση στην οποία ανταποκριθήκαμε με σεβασμό, προσωπικά εγώ, εξ αιτίας της οφειλής της πνευματικής που έχω σε σας, και οι Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες από αδελφική διάθεση αγάπης προς το σεπτό σας πρόσωπο.
Η αλήθεια είναι ότι είμαστε όλοι, όπως και ο λαός μας, με βαριά καρδιά αυτό το χρονικό διάστημα στην πατρίδα μας, εξ αιτίας των όσων συμβαίνουν γύρω μας, εξ αιτίας των ατέλειωτων συζητήσεων για τα οικονομικά θέματα, που πόσα είναι αλήθεια εξ αυτών και πόση η υπερβολή κανείς δεν το ξέρει, αλλά όμως γνωρίζουμε πολύ καλά την απορία που μας διακατέχει όλους για το παρόν και για το μέλλον μας. Εξ άλλου οι απολυμένοι, οι άνεργοι και οι καινούριοι φτωχοί είναι συνοδοιπόροι μας, είναι δίπλα μας, είναι μέσα στο σπίτι μας.
Βλέπουμε πολλά να αλλάζουν γύρω μας και δεν ξέρουμε που θα σταματήσουν αυτές οι αλλαγές. Βλέπουμε τα παιδιά των Ελλήνων να φεύγουν στο εξωτερικό και άλλοι, ξένοι άνθρωποι, να έρχονται στην Χώρα μας. Και κάποιοι νομίζουν πως με τον φράκτη θα σταματήσει αυτό το πρόβλημα. Αλλά όμως ξεχνούν ότι με συμβόλαια πλέον, πολλοί ξένοι, από διάφορα μέρη της γης, κρατούν την ιδιοκτησία της γης στα χέρια τους.
Παρακολουθούμε και πολλά σύννεφα γκρίζα και μαύρα γύρω από τον ορίζοντα της Πατρίδος μας. Στα Βαλκάνια άρχισε να υποβόσκει, σε πολλές μορφές, η αντίθεση των λαών, αλλά και στην Ευρώπη διαγράφεται η διαφωνία των λαών μεταξύ τους. Δεν ξέρουμε αυτή η πορεία που θα οδηγήσει ολόκληρο τον ευρωπαϊκό χώρο, αλλά πάντως εκείνο που μας φοβίζει περισσότερο είναι -και μας κάνει εντύπωση αυτό- ότι οι γειτονικοί μας λαοί διεκδικούν διαρκώς από εμάς, άλλοι το όνομά μας (εσείς το γνωρίζετε καλά εδώ), άλλοι την πολιτιστική μας κληρονομιά και την ιστορία μας, άλλοι τα σύνορά μας, και τώρα τελευταία ακούμε με φρίκη και από εντόπιους και από ξένους να ομιλούν κατά πόσο, λίγο ή πολύ, θα χάσουμε την εθνική μας κυριαρχία.
Όλα αυτά, λοιπόν, μαυρίζουν την ψυχή μας και πραγματικά ήρθαμε εδώ προκειμένου να αναθαρρύσουμε λίγο. Φροντίσαμε να αφήσουμε έξω, στην αυλή αυτού του ναού, αυτή τη πικρία μας και τη στεναχώρια μας, και μπήκαμε μέσα για να γνωρίσουμε την ευσέβεια των κατοίκων αυτής της πόλεως. Είναι γνωστή σε μας η ευσέβεια του λαού μας και από τις δικές μας Επαρχίες, αλλά εδώ ο λαός είναι πολύς, οι προσκυνητές είναι πολλοί και φαίνεται ακόμη περισσότερο αυτή η προσμονή και η ελπίδα που έχει ο λαός μας στην Εκκλησία και στους Αγίους μας.
Γνωρίσαμε, λοιπόν, ένα ξάφνιασμα, καθώς είμαστε τόση ώρα σ’ αυτόν εδώ τον ιερό χώρο. Θα μπορούσε κανείς, βλέποντας αυτό το γεγονός, έτσι όπως επί δύο ώρες τώρα το αισθανόμαστε και το βιώνουμε γύρω μας, να το εξετάσει επιδερμικά, πολύ περιθωριακά, και να πει ότι είναι ένα απλό θρησκευτικό σύμπτωμα, σαν αυτά μάλιστα που σε τέτοιες περιόδους επηρεάζουν τους ανθρώπους και τους κάνουν προσκυνητές, πανηγυριστές, δηλαδή ανθρώπους που καταφεύγουν στο θείο όταν θέλουν να αποποιηθούν τις ευθύνες τους.
Θα μπορούσε να πει κάποιος άλλος, ότι είναι μιά ευκαιρία για την Εκκλησία, ένας τέτοιος εσπερινός, μιά τέτοια γιορτή, για να επιδείξει τη δύναμή της, το μεγαλείο της και την εξουσία της.
Θα μπορούσε ακόμα να πει κάποιος τρίτος, ότι εδώ είναι μιά ευκαιρία οι ψηφοφόροι να συναντήσουν τους πολιτικούς τους ή ακόμα να συναντηθούν μεταξύ τους συγγενείς, φίλοι και γνωστοί.
Αυτές είναι πολύ επιφανειακές ερμηνείες, που όμως δεν εξηγούν την ουσία αυτού του γεγονότος.
Αν θελήσουμε, λοιπόν, να εμβαθύνουμε στο γεγονός, θα καταλάβουμε ότι είναι μία έκπληξη, σαν αυτή την έκπληξη περί της οποίας αναφέρει ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός όταν λέει ότι «ακόμα και στον Παράδεισο η κατάσταση δεν θα είναι στατική και μόνιμη, αλλά ο Θεός θα μας περνάει από έκπληξη σε έκπληξη», δηλαδή δεν θα επιτρέπει ο Θεός την πλήξη μέσα στην ψυχή μας και θα διαφοροποιεί και θα ομορφαίνει ολοένα και περισσότερο την ύπαρξή μας. Αυτό εξάλλου σημαίνει και η λέξη. Είναι ένα παράθυρο που ανοίγει και ξαφνικά μπαίνει φως μες στο σκοτισμένο μυαλό μας. Είναι ένας διάδρομος που ανοίγεται μέσα σ’ έναν κλειστό ορίζοντα. Θα μπορούσαμε να πούμε κοντολογίς ότι είναι η διάνοιξη της ιδίας υπάρξεως του ανθρώπου μέσα στα πραγματικά της όρια.
Όπως, λοιπόν, και να είναι το πράγμα, όπως και να το εξετάσει κανείς, αν βλέπει αυτό το γεγονός, έτσι όπως το ζούμε εδώ μέσα στο ναό, μας εκπλήσσει˙ τι εννοώ; Να! Κυττάξτε, ένα ατέλειωτο ποτάμι, σιωπηλό, τόση ώρα, από το νότιο κλίτος να προχωρεί, λες και δεν έχει προβλήματα, λες και δεν βασανίζεται από τίποτε από όσα μαστίζουν την κοινωνία μας αυτό το διάστημα, κι όμως είναι εδώ, να έρχεται σιωπηλά, να προχωράει μέχρι μπροστά, να βγαίνει στο κέντρο και να προσκυνάει την εικόνα και τα λείψανα του Αγίου Δημητρίου.
Αν θελήσουμε να αναλύσουμε το γεγονός θα μπορούσα να σκεφτώ τρία πράγματα:
Τελικά ο Έλληνας δεν είναι ό,τι τρώει γιατί, προσέξτε παρακαλώ, πλησιάζουμε και τιμάμε την εικόνα του Αγίου, αναγνωρίζουμε τον Άγιο και το μαρτύριό του. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε ένα πνευματικό υπόστρωμα μέσα μας και μια αναζήτηση. Αναγνωρίζουμε ότι σε μια κλίμακα αξιών το να προσφέρει κάποιος την ζωή του, όπως έκανε ο Άγιος Δημήτριος, είναι πολύ σημαντικότερο από οτιδήποτε άλλο στη ζωή μας. Και μόνο που το αναγνωρίζουμε σημαίνει ότι μέσα μας έχουμε ένα επίπεδο πνευματικότητος ακόμα κι αν υποψιαζόμαστε ότι εμείς δεν θα είχαμε την τόλμη να το κάνουμε ποτέ.
Ένα δεύτερο ˙ φαίνεται ότι ο Έλληνας δεν είναι ο απατεώνας, ο πλέον διεφθαρμένος πολίτης της Ευρώπης, γιατί, προσέξτε ξανά, έρχεται στο κέντρο του ναού και προσκυνάει τα ιερά λείψανα. Αυτό σημαίνει ότι γνωρίζει πως όταν ασπάζεται την εικόνα ή το ιερό λείψανο, η τιμή που του αποδίδει διαβαίνει προς το πρωτότυπο. Κι αυτός είναι ένας πολύ απαιτητικός πνευματικός συλλογισμός που μπορεί να κάνει ο άνθρωπος. Ακόμα, επιπλέον, όταν προσκυνάει τα λείψανα ο Έλληνας αποδίδει την τιμή που αρμόζει στο ανθρώπινο σώμα. Στην εποχή μας είναι πολύ πιο εύκολο να σεβόμαστε και να τιμάμε την ψυχή, χρειάζεται όμως δύναμη και πολύ δυνατή σκέψη για να τιμήσουμε και το ανθρώπινο σώμα, κι όταν ζει, κι όταν έχει διαφοροποιηθεί και αποστασιοποιηθεί από την ψυχή, ό,τι απομένει σ’ αυτό ως ιερό λείψανο. Γι’ αυτό η Εκκλησία, να πω εν παρενθέσει, ότι δεν θα δεχθεί την καύση των νεκρών ποτέ. Γιατί η Εκκλησία ζητάει την τιμή προς το ανθρώπινο σώμα γιατί είναι ο ναός του εν ημίν Αγίου Πνεύματος. Πάει να πει, λοιπόν, ότι ο Έλληνας μ’ αυτές του τις κινήσεις, προσπαθεί να δει βαθύτερα από το μπλε του ουρανού. Και προσπαθεί με τα χέρια του να ψηλαφήσει το επέκεινα.
Και ένα τρίτο. Φαίνεται ότι ο Έλληνας δεν είναι ο ασύντακτος, ο ανοργάνωτος Γραικός, ο τυχάρπαστος καιροσκόπος, γιατί είναι ένας άνθρωπος που ξέρει να σέβεται και να τιμά τη μνήμη των Αγίων. Αυτό σημαίνει ότι ξέρει να θυμάται, και το βλέπω πολύ συχνά εδώ στη Θεσσαλονίκη, αλλά και σε πολλά μέρη της Πατρίδος μας, με Λιτανείες, με Εσπερινούς, με Λειτουργίες. Είδα το πρόσωπο του Αγίου Δημητρίου επάνω σε σημαίες που έχετε, επάνω σε εμβλήματα και σε σύμβολα. Αυτό σημαίνει ότι ο Έλληνας, θέλει να ομορφύνει τη ζωή του με κάτι πνευματικό, θέλει να στολίσει τον βίο του και θέλει να καθορίσει την καθημερινότητά του με κάτι τελείως διαφορετικό απ’ αυτήν και δεν συμβιβάζεται μ’ αυτήν την φθορά και μ’ αυτήν την μιζέρια.
Αυτή, λοιπόν, η τιμή προς τον Άγιο, αυτή η προσήλωση προς το ιερό του λείψανο και η ευσέβεια προς την μνήμη του, νομίζω ότι θα συμφωνήσετε μαζί μου, φανερώνουν ένα πράγμα: Πως τελικά στα γονίδιά μας υπάρχουν ακόμα όλα εκείνα τα στοιχεία που έκαναν μέχρι τώρα τον σύνολο πνευματικό πολιτισμό μας σταθμό στην παγκόσμια Ιστορία.
Εδώ, θα μπορούσε κάποιος να μου πει, αν τα πράγματα είναι έτσι όπως τα λες, γιατί εμφανιζόμαστε τόσο διαφορετικοί;
Γιατί δίνουμε τόση κακή εντύπωση και μέσα στη Χώρα μας για το χαρακτήρα μας, αλλά κυρίως έξω, στον ευρωπαϊκό χώρο;
Γιατί σχηματίσαμε μια τόσο αρνητική εικόνα; Δεν μου είναι εύκολο να απαντήσω αλλά πρέπει να το κάνω. Ξέρετε γιατί; Επειδή υπήρξαν πολλοί στον τόπο μας που μας έκλεψαν τον ουρανό πάνω από το κεφάλι μας. Που έκλεψαν την γη κάτω από τα πόδια μας και θέλησαν να αδειάσουν την ψυχή μας από αρετές, από αξίες και από ιδανικά.
Είναι όλοι αυτοί που εδώ και τριάντα, σαράντα χρόνια φώναζαν άκριτα μέχρι τώρα, αν κάποιος μίλαγε για την Πατρίδα, τον έλεγαν εθνικιστή. Αν κάποιος μίλαγε για το στρατό, τον έλεγαν μιλιταριστή. Αν κάποιος μίλαγε για την πίστη μας, τον έλεγαν θρησκόληπτο. Αν κάποιος μίλαγε με απορία για καινούρια κοινωνικά φαινόμενα που ενέσκηπταν στην ελληνική κοινωνία, τον έλεγαν φονταμενταλιστή. Πάντως κάπως θα τον έλεγαν. Είναι όλοι αυτοί που απαιτούσαν να κατεβούν οι εικόνες από τις σχολικές αίθουσες, να φύγουν οι σταυροί από τα κοντάρια της σημαίας, δεν χρειάζονται οι παρελάσεις, δεν χρειάζονται η έπαρση και η υποστολή, δεν χρειάζεται τίποτε από αυτά που μέχρι τώρα συγκρατούσαν τον κοινωνικό ιστό της κοινωνίας μας. Και όλοι αυτοί που ήθελαν και νομοθετούσαν μια θολή Ιστορία, που δεν καταλάβαινες τελικά ποιος ήταν ο θύτης και ποιος το θύμα μέσα στα ιστορικά γεγονότα που διάβαζες. Ήταν όλοι αυτοί που φρόντισαν και από πολλές γενιές μαθητών έβγαλαν μέσα από την ψυχή τους κάθε τι ωραίο, κάθε τι όμορφο, κάθε τι πνευματικό. Εύχομαι ο Θεός να τους συγχωρέσει, αλλά όμως η Ιστορία θα είναι αμείλικτη απέναντί τους. Γιατί οι άνθρωποι αυτοί είτε από δειλία, είτε από αφέλεια, είτε από κακότητα, είτε από ολιγωρία δεν δίστασαν να πατήσουν με τα λασπωμένα παπούτσια τους εκεί που οι Άγγελοι φοβούνται και να κοιτάξουν.
Αλλά όμως, δεν θα μείνουμε στις διαπιστώσεις. Ούτε είναι δουλειά δική μας να αποδώσουμε ευθύνες. Ένα είναι το βέβαιο και το σίγουρο. Ότι πρέπει τώρα κάτι να συμβεί. Δεν μπορεί να συνεχιστεί και διαρκώς να επανέρχεται αυτή η προσπάθεια αποδόσεως ευθύνης ή η παρελθοντολογία. Πρέπει κάτι να συμβεί εξ άπαντος αυτή τη στιγμή στην Πατρίδα μας. Κι αυτό είναι οπωσδήποτε αυτό που γράφει η Αγία Γραφή: «Ητοιμάσθην και ουκ εταράχθην». Είμαι έτοιμος για όλα, οπότε τίποτα δεν θα με ταράξει. Ό,τι κι αν έρθει, ό,τι κι αν προκύψει στη ζωή μου. Ο ξυλοκόπος όταν κόβει ένα κλαδί ενός δέντρου πάνω στο οποίο κάθεται ένα πουλί, τότε εκείνο δεν πέφτει κάτω, έχει φτερά, ανοίγει τα φτερά του και πετάει στον ορίζοντα. Αυτό πρέπει να κάνουμε και τώρα όλοι μας. Δηλαδή, πρέπει να βρούμε τον τρόπο να αναπτύξουμε τα φτερά μας και αυτά είναι δυο. Είναι η Πίστη μας και η Ελπίδα μας. Για μας η Πίστη και η Ελπίδα δεν είναι θεωρίες που σήμερα είναι και αύριο δεν είναι. Είναι πρόσωπο. Είναι ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός, σαν βράχος, που μας προσκαλεί να ρίξουμε επάνω στον βράχο εκείνο την άγκυρα της ζωής μας. Η Πίστη είναι εκείνη που δίνει υπόσταση στην ελπίδα μας. Η Πίστη είναι εκείνη που κάνει τον άνθρωπο ικανό μαζί με την Ελπίδα που έχει να διαφεντεύει με τα χέρια του και να ψηλαφίζει πράγματα που δεν φαίνονται. Και η Πίστη και η Ελπίδα δεν ντροπιάζουν τον άνθρωπο ποτέ. Χρειάζεται, λοιπόν, να το κατανοήσουμε πως δεν έχουμε δικαίωμα να ολιγωρήσουμε περισσότερο. Πρέπει να τραβήξουμε μπροστά. Να πάρουμε την Πίστη μας και την Ελπίδα μας, γιατί ο Χριστός είναι πάντοτε μαζί μας και είναι ξύπνιος δεν κοιμάται και μας αγαπάει και μας περιμένει. Να το πιστέψουμε αυτό και τότε θα αναθαρρήσουμε. Τότε θα καταλάβουμε ότι τίποτε δεν μπορεί να μας βλάψει. Έλεγαν οι αρχαίοι μας σοφοί: «Εαυτόν μη αδικούντα, ουδείς παραβλάψαι δύναται». Κανένας δεν μπορεί να μας βλάψει αν εμείς αγωνιστούμε και παλέψουμε για το καλύτερο και για τον εαυτό μας.
Αρκεί εμείς να σοβαρευτούμε. Να προγραμματίσουμε σωστά. Να οργανωθούμε τέλεια. Να σκεφθούμε ότι πρέπει να δουλέψουμε τίμια. Το κυριότερο: Να μάθουμε να συνεργαζόμαστε. Να κρατάμε ο ένας τον άλλο από το χέρι. Μέχρι τώρα ήμασταν ελεύθεροι σκοπευτές και μοναχικοί καβαλάρηδες ο καθ’ ένας. Νοιαζόμασταν για τον εαυτό μας, το πολύ πολύ και για την οικογένειά μας. Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί, και αυτό ήταν η αιτία της φθοράς.
Να κρατάμε ο ένας τον άλλο από το χέρι, σημαίνει, ότι όταν κάποιος μείνει πίσω θα τον τραβήξουμε να τον φέρουμε μπροστά. Όταν κάποιος πάει να πέσει, θα τον σηκώσουμε μέχρι να πατήσει στα πόδια του. Κι έτσι θα συνεχίζουμε και δεν θα παιδιαρίζουμε πλέον «εν ου παικτοίς». Εξ άλλου θυμηθείτε το: Όσες δυσκολίες και να υπάρξουν δεν θα μας καταβάλλουν. Γιατί; Επειδή ο Χριστός είναι μαζί μας.
Αλλά προσέξτε. Ο Χριστός δεν είπε, όσοι πιστεύετε σε μένα θα είστε οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας. Ο Χριστός είπε, όποιοι πιστεύετε σε μένα, εγώ θα ‘ρθω και θα δυναμώσω και τα μπράτσα σας και θα χαλυβδώσω και τον ώμο σας, ώστε να σηκώσετε παλικαρίσια τον σταυρό σας και να με ακολουθήσετε. Αυτό σημαίνει ότι οι Χριστιανοί έχουνε μερίδιο σ’ αυτήν την πορεία ολόκληρου του κόσμου. Και αν μου επιτρέπετε να πω την μεγάλη φράση: Τώρα είναι η ώρα των Χριστιανών. Να δείξουμε και να αποδείξουμε και στον εαυτό μας και σε ολόκληρο τον κόσμο πόσο στέρεη είναι η Πίστη μας. Και πόσο βεβαιωμένη μέσα μας είναι η ελπίδα μας προς το Χριστό. Είτε το ζούμε και θα το αποδείξουμε με τη ζωή μας ή καλύτερα, αν δεν το ζούμε, να κλείσουμε το στόμα μας και να πάψουμε να νομίζουμε ότι είμαστε το αλάτι που θα νοστιμέψει τη γη και ολόκληρο το κόσμο.
Θα συνεχίσουμε, λοιπόν, αυτή την πορεία μας κι αυτός ο δρόμος δεν μας είναι άγνωστος. Αυτό το έργο το έχουμε ξαναδεί. Οι Έλληνες, οι πρόγονοί μας, θυμηθείτε, ήρθαν ξυπόλητοι από τη Μικρά Ασία, από τον Πόντο και από την Ανατολική Θράκη. Και πρόκοψαν γιατί πραγματικά κρατούσαν μέσα τους τη πίστη στο Χριστό, στην Παναγία και στους Αγίους και δεν έφεραν τα τιμαλφή μαζί τους και τα αρχοντικά που άφησαν πίσω τους. Αλλά έφεραν τα σκεύη των ναών, τις εικόνες από τα προσκυνητάρια, τα κειμήλια και τα λείψανα, ακόμα και τα κόκκαλα των πατεράδων τους, γιατί ήξεραν ότι πάνω σ’ αυτά μπορούν να ριζώσουν και να δημιουργήσουν κάτι καινούριο. Και το έκαναν. Ανάστησαν οικογένειες, άρχισαν από το τίποτα, πλούτισαν και ευδοκίμησαν και έφτασαν και να κυβερνήσουν και την Πατρίδα μας.
Αυτός ο δρόμος είναι που μας περιμένει να τον ακολουθήσουμε. Και το ξαναλέω. Δεν είμαστε μόνοι. Μαζί μας είναι ο Άγιος Δημήτριος, η Παναγία μας, όλοι μας οι Άγιοι που με το παράδειγμά τους μας προσκαλούν σε κάτι τέτοιο. Ο Άγιος Δημήτριος είχε μπροστά του την σταδιοδρομία του λαμπρή να τον περιμένει. Είχε το νεανικό σφρίγος και τον δυναμισμό του ανώτατου αξιώματος που έφερε. Αλλά όμως, όταν αυτά τα σύγκρινε με το Χριστό, τότε προτίμησε το Χριστό και εγκατέλειψε όλα τ’ άλλα.
Να πω την αλήθεια. Εμείς στην Πατρίδα μας λιγάκι τον κάναμε στην άκρη το Χριστό. Τον βάλαμε δεύτερο στις επιλογές μας. Και δεν ήταν το κυρίαρχο πρόσωπο στη ζωή μας, στην οικογένειά μας, στην κοινωνία μας και στην Πατρίδα μας. Αλλά όμως οι πνευματικοί νόμοι όταν παραθεωρούνται, τόσο πιο απαιτητικοί γίνονται. Και ήρθε ο καιρός να καταλάβουμε και να κατανοήσουμε τα όρια, τα μεγέθη και τις διαστάσεις της υπάρξεώς μας. Για να μην κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας ότι είμαστε κάτι παραπάνω απ’ αυτό που στ’ αλήθεια είμαστε. Γιατί έρχεται σκληρή η ώρα που αποδεικνύει πόσο ευεπίφορη είναι η ύπαρξή μας μέσα σ’ αυτό το κόσμο και στις δυσκολίες του.
Σας παρακαλώ, λοιπόν, Παναγιώτατε, να ευχηθείτε για ό,τι καλύτερο για το δικό σας λαό, για την Επαρχία σας και γι’ αυτόν που δώσατε την άδεια να ανεβεί στο θρόνο σας και να μιλήσει απόψε στον δικό σας κόσμο. Να έχω πάντα τις ευχές σας και προσωπικά εγώ, που ξέρετε πόσα οφείλω σε σας, όταν από παιδί του Γυμνασίου με πήρατε και με οδηγήσατε μέχρι και το αρχιερατικό αξίωμα. Και αυτές οι ευχές να συνοδεύουν πάντοτε ολόκληρη την Πατρίδα μας, που σας ακούει, που σας αφουγκράζεται και περιμένει να καταλάβει από εσάς την πορεία, την πνευματικότητα αλλά και την ανάγκη που έχει ακόμα να διορθωθεί και να επιστρέψει.
Παρακαλώ, Σεβασμιώτατοι Αρχιερείς, ευχηθείτε και προσευχηθείτε για ό,τι καλό στον τόπο μας και στον λαό μας.
Παρακαλώ τους πολιτικούς, όσο μπορούν και όσο περνάει από τα χέρια τους, να διορθώσουν ό,τι συνέβη μέχρι τώρα με τη δύναμη των νόμων που έχουν στα χέρια τους, αλλά και με την εμπιστοσύνη που τους δείχνει ο λαός, και δεν πρέπει ποτέ να προδοθεί αυτός ο λαός για την εμπιστοσύνη που επιδεικνύει.
Πατέρες και αδελφοί,
Σ’ αυτό το δρόμο δεν είμαστε μόνοι. Είναι οι Άγιοί μας σαν τον Άγιο Δημήτριο. Είναι η Παναγία, σαν ομπρέλα πάνω από τη ζωή μας. Και στο τέλος του δρόμου είναι ο ίδιος ο Χριστός που μας χαμογελάει και μας περιμένει. Ας μην τους αφήσουμε χωρίς την δική μας ανταπόκριση. Εξ άλλου ο Χριστός δεν έχει τίποτα να δώσει στον άνθρωπο. Έδωσε τα πάντα και εξαρτάται από τον καθ’ ένα από εμάς αν απλώσουμε το χέρι μας να καρπωθούμε και να κάνουμε κτήμα μας αυτές τις δωρεές και αυτή τη προίκα της πνευματικής πίστεως που μας έδωσε ο Θεός και με την οποία προίκισε τον καθ’ ένα από εμάς με το ιερό του Βάπτισμα αλλά και ολόκληρη την Πατρίδα μας έτσι όπως είναι περιτοιχισμένη με τους Αγίους, με την Παράδοσή μας και με την Πίστη μας. Αμήν.