Τρεῖς εἶναι οἱ βασικοὶ σταθμοὶ τοῦ ἀνθρώπου: γεννιέται, ζεῖ, πεθαίνει. Δὲν θυμᾶται τὸ πρῶτο, δὲν καταλαβαίνει τὸ τρίτο καὶ ξεχνᾶ νὰ χαρεῖ τὸ δεύτερο.  

18/4/2014. Μεγάλη Παρασκευή πρωί-Αποκαθήλωση.

Την Μεγάλη Παρασκευή το πρωί τελέσθηκε η Ακολουθία των Μεγάλων Ωρών και ο Εσπερινός της Αποκαθηλώσεως. Ο Μητροπολίτης μας κ. Άνθιμος χοροστάτησε στον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Νικολάου, όπου πριν την ανάγνωση του Ευαγγελίου του Εσπερινού μίλησε στο πολυπληθές εκκλησίασμα. Αμέσως μετά πραγματοποιήθηκε η Αποκαθήλωση και η περιφορά του Επιταφίου μέσα στον Μητροπολιτικό Ναό.
Μετά το πέρας του Εσπερινού και παρά τις άσχημες καιρικές συνθήκες τελέσθηκε στα δύο Κοιμητήρια της πόλεως η καθιερωμένη περιφορά του Επιταφίου. Ο Μητροπολίτης μας τέλεσε την περιφορά του Επιταφίου στο Νέο (Β΄) Κοιμητήριο της πόλεως παρά την συνεχή βροχή. Ακολουθεί ολκόκληρη η ομιλία του Σεσμαιωτάτου.


Ομιλία κατά την Αποκαθήλωση-Μ. Παρασκευή 2014.

«Γιὰ ὅσους ἀνθρώπους προχωροῦν πρὸς τὸ χαμό τους, ὁ σταυρικὸς θάνατος τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἀνοησία. Ὅμως, γιὰ μᾶς ποὺ εἴμαστε στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας, ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ... Λοιπόν, ...ὁ Θεὸς ἀπέδειξε ὅτι ὁλόκληρη ἡ σοφία αὐτοῦ τοῦ κόσμου εἶναι μιὰ ἀνοησία. Ἀφοῦ δὲν μπόρεσαν οἱ ἄνθρωποι, μὲ ὅλη τὴ σοφία τους, νὰ ἀναγνωρίσουν τὸ Θεό, τότε Ἐκεῖνος θέλησε -μὲ τὸν παραλογισμὸ τοῦ σταυροῦ- νὰ σώσει ἀπὸ τὸν ὄλεθρο ὅσους θὰ πιστεύσουν. Οἱ Ἰουδαίοι ζητοῦν θαύματα γιὰ νὰ πιστεύσουν, οἱ Ἕλληνες ζητοῦν φιλοσοφικὲς ἀποδείξεις. Ὅμως ἐμεῖς κηρύττουμε τὸν σωτῆρα Χριστό, καὶ μάλιστα ἐσταυρωμένο. Ἕνα τέτοιο κήρυγμα γιὰ τοὺς Ἰουδαίους εἶναι σκάνδαλο, γιὰ τοὺς Ἕλληνες εἶναι ἀνοησία. Γιὰ αὐτοὺς ὅμως, εἴτε Ἰουδαίους, εἴτε Ἕλληνες, ποὺ τοὺς κάλεσε ὁ Θεός, ὁ Χριστὸς εἶναι τοῦ Θεοῦ ἡ δύναμη καὶ τοῦ Θεοῦ ἡ σοφία. Αὐτὸ ποὺ μοιάζει μὲ ἀνοησία τοῦ Θεοῦ, τελικὰ εἶναι πιὸ σοφὸ ἀπὸ τὴ σοφία τῶν ἀνθρώπων. Κι αὐτὸ ποὺ μοιάζει μὲ ἀδυναμία τοῦ Θεοῦ, εἶναι πιὸ δυνατὸ ἀπὸ τὴ δύναμη τῶν ἀνθρώπων»... ακούσαμε να λέει μόλις, ο Απ. Παύλος στην Α’ επιστολή του προς Κορινθίους.

Αγαπητοί μου, πατέρες και αδελφοί.

Ο Εσταυρωμένος υψώνεται πάλι μπροστά μας για να μας αποκαλύψει ότι ο ίδιος ο Θεός αξίζει περισσότερο, απ’ότι αξίζουν όλα μαζί τα δώρα του.

Δεν θα σας μιλήσω για το Σταυρό του Χριστού, αλλά για τους δικούς μας σταυρούς, που συνήθως τους εκλαμβάνουμε σαν όργανο εξαγνισμού, κι αυτό επειδή δεν υπάρχει κανένας μας ολοκληρωτικά αθώος. Πρέπει όμως να αναγνωρίσουμε ότι μερικοί συνάνθρωποί μας σηκώνουν πολύ βαρύ σταυρό, φοβερά δυσανάλογο με τα όποια λάθη τους.

Η Εκκλησία δεν αποδέχεται απόλυτα αυτήν την αντιμισθία, μιλάει για το «μυστήριο του πάθους», όταν μάλιστα βλέπουμε να δοκιμάζονται σκληρά κυρίως οι πιστοί άνθρωποι, οι ενάρετοι, οι αθώοι.

Γι’αυτό το μυστήριο γίνεται λόγος στην Αγία Γραφή, στο βιβλίο του Ιώβ.

Ο Ιώβ, άνθρωπος πιστός στο Θεό, επιφανής στην κοινωνία του, οικογενειάρχης, πλούσιος, περιγράφει τα δεινά που ξαφνικά τον βρήκαν, ως εξής:

«ἐνῶ ζοῦσα εἰρηνικά, ξαφνικὰ ὁ Κύριος μὲ ἅρπαξε, μὲ χτύπησε, μὲ κράτησε ἀπὸ τὸ λαιμό καὶ μὲ ἔσφιγγε. Μὲ ἔκανε στόχο του. Τὰ βέλη του ἔπεσαν ἐπάνω μου σὰν βροχή. Μὲ πλήγωσε βαθιά, χωρὶς ἔλεος. Ἡ χολή μου χύθηκε στὸ χῶμα. Μὲ χτύπησε πολλὲς φορές, ὅρμησε ὁλόκληρος καταπάνω μου. Προσπάθησα νὰ καλυφθῶ, ἔκρυψα τὸ κεφάλι μου στὴ γῆ. Τὰ σπλάχνα μου φλογίστηκαν ἀπὸ τὸ κλάμα καὶ μαῦροι ἴσκιοι κύκλωσαν τὰ μάτια μου. Ὅμως τὰ χέρια μου ἦταν καθαρὰ ἀπὸ ἀδικία καὶ ἡ προσευχή μου ἦταν ἀληθινή».  

Ο Ιώβ έχει σοβαρή και υγιή αντίληψη περί του εαυτού του. Δεν αποδέχεται ότι πληρώνει αμαρτίες, γι’ αυτό ζητάει να μάθει την αιτία της ταλαιπωρίας του, κατά πόσο αυτή οφείλεται σε  δικά του λάθη. Δεν υποκρίνεται τον αμαρτωλό, δεν ικανοποιείται με ασαφείς και συναισθηματικές γενικεύσεις, δεν συμβιβάζεται με την δυστυχία. Ξέρει άλλους, που διέπραξαν μεγαλύτερες αμαρτίες ενώπιον του Θεού, κι όμως υπέστησαν μικρότερα δεινά.

Γι’ αυτό ο Ιώβ ρωτάει το Θεό: «πόσες εἶναι οἱ ἁμαρτίες μου; ποιὲς εἶναι; Γιατί κρύβεσαι ἀπὸ μένα; Μήπως μὲ νόμισες ἐχθρό σου; Γιατί μὲ ἔκρινες τόσο αὐστηρά; Θὰ μὲ κάνεις νὰ ἀσεβήσω, νὰ ἐκτραπῶ καὶ νὰ πῶ ὅτι ἀπαρνήθηκες τοὺς δίκαιους καὶ προσέχεις τοὺς ἀσεβεῖς; Κι ἂν σὲ κάτι σοῦ ἔφταιξα, γιατί μ’ ἔκανες περίγελο; ἂν σὲ κάτι σὲ πρόσβαλα, ἐσὺ ποὺ ξέρεις τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, γιατί δὲν διαγράφεις τὸ φταίξιμό μου;»

Ενώ ζητάει το λόγο ο Ιώβ, συγχρόνως αναγνωρίζει το δικαίωμα του Θεού να του στέλνει βάσανα και δεν υποχωρεί στην προτροπή της γυναίκας του να βλασφημήσει κατά του Θεού.

Ο Θεός, όπως δίνει τα δώρα του, έχει δικαίωμα και να τα αποσύρει.

Και η Εκκλησία ερμηνεύει: αν η σχέση που έχουμε με το Θεό, είναι ανάλογη με τις δωρεές που μας έδωσε, τότε, αυτό σημαίνει ότι δεν αγαπάμε το Θεό «γι’αυτό που είναι» αλλά για τα δώρα του. Σημαίνει ότι βάζουμε τις δωρεές πάνω από τον δωρητή. Σ’ αυτήν την περίπτωση, η σχέση του ανθρώπου με το Θεό βασίζεται απλώς σ’ ένα συμβόλαιο κι ο άνθρωπος λέει: «Θεέ μου, μένω κοντά σου, επειδή μου δίνεις, για όσο θα μου δίνεις».

Στην αρχή του βιβλίου, το ίδιο λέει κι ο διάβολος. Ισχυρίζεται πως ο Ιώβ αγαπά το Θεό επειδή τον έκανε πλούσιο και πετυχημένο, αδυνατεί να καταλάβει ότι ο άνθρωπος μπορεί να αγαπήσει το Θεό γι’ αυτόν τον ίδιο.

Ο Θεός, τότε, επιτρέπει στον διάβολο να πειράξει τον Ιώβ, για να πεισθεί ότι δεν είναι έτσι. Του επιτρέπει να πειράξει τον Ιώβ για να μας φανερώσει ότι υπάρχει μιά αγάπη, όπου μέσα της ο άνθρωπος είναι ικανός να παραμένει συνδεδεμένος με το Θεό, ακόμα κι αν δεν παίρνει δώρα του. Ο Ιώβ το βλέπει αυτό, το βιώνει, αλλά δεν μπορεί να καταλάβει γιατί ο Θεός κάποτε σπάει τον κρίκο ανάμεσα στα δώρα του και στον εαυτό του.

Βλέπει ο Ιώβ το Θεό να τον χτυπάει με ηθικά και υλικά ραπίσματα και δεν του αρνείται το δικαίωμα να το κάνει. Μέσα από τις ταλαιπωρίες του αντιλαμβάνεται ότι ο Θεός δείχνει ενδιαφέρον και  φροντίδα γι’ αυτόν, αλλά δεν καταλάβαίνει τί είδους φροντίδα  είναι αυτή. «Ἀφοῦ μ’ ἀγαπᾶς» του λέει, «μὲ νοιάζεσαι, γιατί συγχρόνως μὲ χτυπᾶς;».

Συνεχίζει πάντως να διατηρεί σχέση μαζί του. Δεν απορρίπτει το Θεό, δεν φεύγει από μπροστά του, συνδιαλέγεται μαζί του και προσπαθεί να καταλάβει: «προτιμῶ νὰ σβύσει ἡ ἀναπνοή μου, νὰ πεθάνω, μὲ ὅλα αὐτὰ ποὺ ὑποφέρω, εἶμαι ἀπελπισμένος. Δὲν θὰ ζῶ αἰώνια, λοιπόν, ἄφησέ με, ἀφοῦ ἡ ζωή μου εἶναι ἕνα τίποτα. Καὶ τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ κάνεις τόσα γι’αὐτὸν καὶ τὸν σκέφτεσαι; Μόνο γιὰ νὰ μᾶς τιμωρεῖς μέρα μὲ τὴ μέρα;  Γιὰ νὰ μᾶς δοκιμάζεις κάθε στιγμή;  Δὲν θὰ πάρεις τὸ βλέμμα σου ἀπὸ πάνω μου γιὰ λίγο; Δὲν θὰ μ’ ἀφήσεις, οὔτε ὅσο νὰ καταπιῶ τὸ σάλιο μου;».

Στο τέλος, μόνο ο Θεός είναι σε θέση να εξηγήσει τα παθήματα του δικαίου και πολύαθλου εκείνου ανθρώπου. Το κάνει μέσω πολλών ερωτήσεων που απευθύνει στον Ιώβ και που όλες κατευθύνουν την προσοχή του, όχι στα δώρα αλλά σ’ Αυτόν που δίνει τα δώρα. Λέει ο Θεός στον Ιώβ: «ὅλα μου τὰ δῶρα ἀνεξαιρέτως, εἶναι θαυμάσια, ἀλλὰ δίνονται γιὰ νὰ σοῦ ἀποκαλύψουν ἐμένα».

Τα δώρα του Θεού που αποκαλύπτουν ολόκληρο το Θεό στον άνθρωπο, εμείς άλλοτε τα λέμε «ευεργεσίες» κι άλλοτε τα λέμε «δοκιμασίες». Ο Θεός μεταχειρίζεται, ό,τι από τα δύο θα οδηγήσουν τον άνθρωπο σ’Εκείνον, όσο το θέλει ο άνθρωπος, αν το θέλει.

Τότε ο Ιώβ απάντησε στον Κύριο: «ξέρω πὼς ὅλα τὰ μπορεῖς καὶ πὼς τίποτα δὲν ἔχει τὴ δύναμη νὰ σ’ ἐμποδίσει... Ὁμολογῶ πὼς δὲν εἶχα καταλάβει. Ὑπῆρχαν πράγματα θαυμαστὰ ποὺ δὲν τὰ ἤξερα... Ἄκουγα γιὰ σένα αὐτὰ ποὺ ἔφταναν στ’ αὐτιά μου, μὰ τώρα σὲ εἶδαν τὰ μάτια μου».

Αυτό θα πει πως, μέχρι τη στιγμή εκείνη, ο Ιώβ άκουγε για το Θεό από τους άλλους, τώρα, μέσα στις συμφορές του αρχίζει να Τον κατανοεί και να Τον βλέπει ο ίδιος. Για να κερδίσει όμως, αυτόν τον υπέρτατο θησαυρό, έπρεπε πρόσκαιρα, να χάσει τα πάντα. Έχασε το σεβασμό των άλλων, έχασε την υγεία του, πέθαναν τα παιδιά του, έχασε τα πλούτη του, και τότε είδε το Θεό μέσα σε όλη του τη μεγαλωσύνη. Δεν αμφέβαλλε ποτέ για το Θεό. Έστω πικραμένος, θυμωμένος, απορημένος, διατήρησε την μεταξύ τους σχέση, προκειμένου να ερμηνεύσει όσα του συνέβαιναν.

Όταν του έλειψαν όλα από γύρω του, τότε έστρεψε το βλέμμα του στον ουρανό και είδε, για πρώτη φορά, τον ίδιο το Θεό. Τον είδε κατάματα, όχι πίσω από τα δώρα του. Τον είδε μέσα από τους πόνους του. Και κατάλαβε πόσο περισσότερο αξίζει ο Θεός από τα δώρα του. Ο Ιώβ ένιωσε την εγκατάλειψη και έπειτα, «μόνος προς μόνον», δημιούργησε την πιο όμορφη, την πιό ζεστή, την πιό αληθινή και την πιο δημιουργική σχέση με το Θεό.

 

Αδελφοί μου,

 

Μερικές φορές, "κολλάμε" τόσο πολύ στα πράγματα, ώστε δεν μπορούμε να δούμε το πρόσωπο που μας τα δίνει. Συνδέουμε τόσο στενά το Θεό με κείνα που μας προσφέρει, ώστε τον ταυτίζουμε μ’ αυτά και ξεχνούμε εντελώς την ίδια του την υπόσταση. Αν ο Θεός μειώσει ή στερήσει τα δώρα του από μας, νομίζουμε ότι μας έχει εγκαταλείψει.

Είναι τότε, που ο σταυρός φαντάζει σαν σημάδι της εγκαταλείψεώς μας από το Θεό.

Όμως, όταν ο Θεός χάνεται από τα μάτια μας, το κάνει για να  ενισχύσει την επιμονή μας στην αναζήτηση Του.

 

Άρα γε, όταν νιώθουμε εγκαταλελειμένοι, είμαστε μόνοι; Όχι, δεν είμαστε!

Είναι ο ίδιος ο Θεός που έρχεται με το μέρος μας. Την κραυγή: «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με ἐγκατέλειψες;» ο Χριστός την φώναξε για λογαριασμό μας. Στο Γολγοθά, δεν είχε εγκαταλειφθεί η θεία  φύση, αλλά η ανθρώπινη. Κι αυτό, επειδή δεν αναζητούσε πλέον το Θεό. Κι εκεί πάνω στο Σταυρό, ο Χριστός ως Θεός, ενάντια στο Θεό, πήρε το μέρος μας για πάντα.

Στην πραγματικότητα, ποτέ ο Θεός δεν μας εγκαταλείπει, σε όποια κατάσταση κι αν βρεθούμε. Εξαφανίζεται για λίγο από τον ορίζοντά μας, από την αντίληψή μας, μόνο για μιά στιγμή, και ξαναέρχεται αμέσως στη ζωή μας, με όλο το αληθινό μεγαλείο της δόξης του.   

Είναι τότε που ερχόμαστε σε πραγματική σχέση με το Θεό, αληθινά προσωπική, μια σχέση πάνω απ’ όλα τα άλλα δημιουργήματα. Αυτή η σχέση δεν κυριαρχείται πια από υλικά πράγματα-είδωλα. Τα δώρα του Θεού και η δημιουργία όλη, εξαφανίζονται τελείως μπροστά στο φως του ίδιου του Θεού.

Οπότε, «κεκαθαρμένοι» προσφέρουμε τους εαυτούς μας ολοκληρωτικά στο Θεό και υψωνόμαστε σε ένα διάλογο αγάπης, αποκλειστικά μαζί του. Τότε αισθανόμαστε πως ο Θεός είναι άπειρα μεγαλύτερος απ’ όλες τις δωρεές του κι όλα του τα δημιουργήματα. Αναγόμαστε σ’ ένα διαφορετικό πνευματικό επίπεδο και βρίσκουμε σ’ αυτόν, όλα όσα είχαμε χάσει.

Τότε, ο Χριστιανός που έχει την αγάπη του Θεού μέσα του, αισθάνεται μια χαρά διαφορετική, μεγαλύτερη απ’ όλες τις άλλες χαρές που έζησε. Οι ενάρετοι άνθρωποι, οι πιστοί, οι αθώοι, αυτήν τη χαρά την ανακαλύπτουν μέσα από τα παθήματά τους.

Σταυρός είναι, που δίνεται στους «εκλεκτούς»:

για να τους βοηθήσει ν´ ανακαλύψουν ολόκληρο το Θεό, σ’ ένα άλλο επίπεδο, σ’ένα αποφατικό βάθος,

για να δείξει σε μας τους υπόλοιπους, ότι υπάρχουν κι εκείνοι που μπορούν να μένουν ενωμένοι με το Θεό, ακόμα κι όταν χάνουν όλο τον κόσμο γύρω τους,

να μένουν ενωμένοι με το Θεό, ακόμα κι όταν ο ίδιος ο Θεός φαίνεται να έχει εξαφανιστεί από μπροστά τους.

Αμήν.