Τρεῖς εἶναι οἱ βασικοὶ σταθμοὶ τοῦ ἀνθρώπου: γεννιέται, ζεῖ, πεθαίνει. Δὲν θυμᾶται τὸ πρῶτο, δὲν καταλαβαίνει τὸ τρίτο καὶ ξεχνᾶ νὰ χαρεῖ τὸ δεύτερο.  

Αρχιτεκτονική-Γλυπττική-Τοιχογραφίες

Α. Αρχιτεκτονική. 
Οι διαστάσεις του Ναού είναι: το μέσο μήκος του 23 μέτρα και το μέσο πλάτος του 17 μέτρα. Η αναλογία του πλάτους προς το μήκος είναι 3/4. Το ύψος του τρούλου είναι 17 μέτρα, ήτοι η αναλογία του πλάτους προς το ύψος είναι 1/1. Δηλαδή, πρόκειται περί ενός κτίσματος μεσαίου μεγέθους, με αναλογίες που στην αρχαιότητα συμβόλιζαν ένα ιδανικό σχήμα και κατ’ επέκτασιν την αρμονία του κόσμου. 

Το άνοιγμα των κεντρικών θόλων του σταυρού είναι 7 μέτρα. Επίσης 7 μέτρα είναι και το μήκος των θόλων του μεσαίου κλίτους ενώ το μήκος των εγκαρσίων κεραιών του σταυρού είναι το μισό της διαστάσεως του κατακόρυφου κλίτους, ήτοι 3,5 μέτρα. Η διάμετρος του δωδεκάπλευρου εξωτερικά τρούλου είναι πάλι 7 μέτρα. Η αρχιτεκτονική σύνθεση έγινε με σκοπό ο κύριος κάθετος άξονας του ναού, ανατολή - δύση, να επαναλαμβάνει τρεις φορές το κεντρικό τετράγωνο βάσης του τρούλου 7+7+7, ενώ ο εγκάρσιος άξονας, βορράς - νότος, να επαναλαμβάνει δεξιά κι αριστερά του τετραγώνου της βάσης του τρούλου, την μισή διάστασή του 3,5+7+3,5 μέτρα. 

Η μεγάλη διάμετρος του τρούλου και το μέγεθός του δημιουργεί ωθήσεις ισχυρές που οι αρχιτέκτονες τις αντιμετώπισαν με καλαίσθητα ζεύγη κιόνων, εσωτερικά στην περιοχή εισόδου με τους παχύτερους εξωτερικούς τοίχους στην περιοχή του ιερού και με τις ελαφρές αντηρίδες βόρεια, νότια και δυτικά. 

Ακόμη, ο μεγάλος τρούλος είναι διάτρητος από παράθυρα και χωρισμένος εσωτερικά σε βεργία που μεγαλώνουν προοπτικά το ύψος του και ενοποιούν το κάθετο τύμπανο με τον ημισφαιρικό θόλο ώστε να αγκαλιάζουν τελικά όλο το χώρο του κτίσματος. 

Η αρχιτεκτονική βούληση θέλει να δημιουργήσει στον ναό την εντύπωση ενός ενιαίου σχεδόν τετραγώνου. Και αυτό το καταφέρνει κυρίως στη δυτική πλευρά, εφ’ όσον στην ανατολική οι κόγχες της προθέσεως και του διακονικού δεν βοηθούν στην εντύπωση αυτή. Γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό, οι αρχιτέκτονες του ναού μεταχειρίστηκαν τον δικιόνιο τύπο. Σύμφωνα μ’ αυτόν δημιουργείται ένα ευρύτερο άνοιγμα του χώρου στο δυτικό τμήμα του ναού που δεν δυσκολεύει το μάτι να φθάσει μέχρι τους πλαϊνούς του τοίχους. 

Τέσσερις οκτάπλευροι εσωτερικά τρουλίσκοι, δορυφόροι του κεντρικού μεγάλου τρούλου, κατασκευάστηκαν για να ελαφρύνουν το βάρος του χωρίς να τον κρύψουν, αλλά και για να καλύψουν τις σκληρές γωνίες του λοιπού οικοδομήματος. Αυτοί εσωτερικά δημιούργησαν τέσσερα διαμερίσματα που κυρίως στο δυτικό τμήμα του ναού, παρουσίασαν την ανάγκη ανάμεσα στο μεσαίο και στα πλάγια κλίτη να δημιουργηθούν τόξα με άνοιγμα ίσο με το πλάτος των γωνιακών αυτών διαμερισμάτων. 

Τα τόξα αυτά ήσαν όμως πολύ μικρότερα από το μήκος του κυλινδρικού αυτού θόλου, δεν αρκούσε η μία σειρά κιόνων. Έτσι τοποθετήθηκαν οι δύο κίονες για να διπλασιαστεί η επιφάνεια που θα εδράζεται ο θόλος. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο κύριος χώρος από την είσοδο μέχρι το τέμπλο παίρνει ένα σχεδόν τετράγωνο σχήμα, στο οποίο κυριαρχεί έκκεντρα ο τρούλος και σ’ αυτόν ανοίγεται η μεγάλη αψίδα του ιερού. Έτσι, η αρχιτεκτονική του κτίσματος υλοποιεί τη γνωστή θεολογική ερμηνεία: ο εισερχόμενος στον ορθόδοξο ναό, προσπαθεί αναζητώντας τον Οικοδεσπότη Θεό να προσηλώσει το βλέμμα του σ’ Αυτόν. Ο τρούλος, κατοικητήριο του Θεού, δεν μπορεί να συγκρατήσει το ανθρώπινο βλέμμα που αναγκάζεται να κατέβει χαμηλότερα, κατ’ ευθείαν απέναντι στην ανατολική αψίδα, όπου πιο απαλά δέχεται την εναγώνια αναζήτηση του Θεού από τον άνθρωπο. Δια μέσου της μεσιτείας της Πλατυτέρας από την κορυφή της ανατολικής αψίδας φτάνει στη βάση της, στο επίπεδο της γης, όπου επάνω στην Αγία Τράπεζα ο Θεός παρουσιάζεται ορατός με τα είδη του άρτου και του οίνου να προσφέρεται στους ανθρώπους “προς κοινωνίαν”. Έτσι τα αρχιτεκτονικά στοιχεία της Κοσμοσώτηρας με την ορθόδοξη θεολογική ερμηνεία τους, δίνουν εξωτερικά ένα μεσαίου μεγέθους οικοδόμημα που αναδιπλώνεται εσωτερικά σ’ ένα οίκο του Θεού με αρμονικό χαρακτήρα. 

Β. Γλυπτική. 
Ολόκληρο το οικοδόμημα περιτρέχει εσωτερικά μια διακοσμητική ταινία στο ύψος γεννήσεως των ημικυλινδρικών καμαρών. Παρόμοια ταινία υπάρχει και στη βάση του τύμπανου του τρούλου. Πλουσιότερο όμως γλυπτικό διάκοσμο εμφανίζουν τα κιονόκρανα του ναού. Τέσσερις συνολικά, ανά δύο ζεύγη, οι κίονες έχουν ύψος 3,60 μ. Αποτελούνται από βαθμιδωτή βάση, αρράβδωτο κυλινδρικό κορμό από στιλβωμένο σκοτεινόχρωμο μάρμαρο και επάνω κιονόκρανο με άβακα. Τα αρχικά κιονόκρανα ανήκουν στο λεβητοειδή τύπο και κοσμούνται με ανθέμια. Από τους Τούρκους καλύφθηκαν με γύψινη επένδυση και έγιναν βαριά και άκομψα. Σήμερα από το ένα ζεύγος αφαιρέθηκε ο γύψος και αποκαλύφθηκαν τα αρχικά μαρμάρινα κιονόκρανα. Από το γλυπτό διάκοσμο του μαρμάρινου βυζαντινού τέμπλου του ναού ελάχιστα μόνο λείψανα βρέθηκαν. Πρόκειται για τμήματα από τα επιστήλια του τέμπλου που κι αυτά κοσμούνται με ανθέμια. 

Γ. Τοιχογραφίες. 
Οι εσωτερικές επιφάνειες των τοίχων του Ναού από ορισμένο ύψος και πάνω, καθώς και οι επιφάνειες των θόλων καλυπτόταν από τοιχογραφίες. Μετά την αφαίρεση του σοβά με τον οποίο οι Τούρκοι τις κάλυψαν, σήμερα διακρίνονται χαμηλότερα, δύο επισκοπικές πομπές που καταλήγουν στις επισκοπικές μορφές του ιερού. Πιο πάνω σε μικρότερη κλίμακα ακολουθούν προφήτες και μορφές από την Παλαιά Διαθήκη. Κορμοί με παρόμοιες μορφές καλύπτουν ψηλότερα και τα τύμπανα του μεσαίου και εγκαρσίου κλίτους. Στην κεντρική περιοχή του νοτιοδυτικού γωνιακού τρούλου από τα υπάρχοντα λείψανα της παλαιάς τοιχογραφίας μπορούμε να συμπεράνουμε ότι υπήρχε παράσταση του Χριστού. Ενώ στην αντίστοιχη περιοχή του βορειοδυτικού τρούλου σώζεται, πιθανότατα πάνω από την παλαιά θέση του ταφικού μνημείου του κτήτορα Ισαακίου Κομνηνού, μια αιθέρια παράσταση της Θεοτόκου. Δεν είναι εξακριβωμένο αν αυτή η παράσταση της Θεοτόκου σε συνδυασμό με την αντίστοιχη του Χριστού είναι η ίδια που περιγράφει ο σεβαστοκράτορας στο Τυπικό του “…με πολλή θαυμαστή τέχνη έχουν εικονισθεί ο υπεράγαθος Χριστός και η Θεομήτωρ και Κοσμοσώτηρα, έχουν δε απεικονισθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να φαίνονται ότι είναι εικόνες ζωντανές και λίγο λείπει να μιλήσουν γλυκά σ’ αυτούς που τις κοιτάζουν…”. 

Γενικά οι μορφές των τοιχογραφιών παρουσιάζονται πλατειές με στρογγυλά πρόσωπα και με απλή φωτοσκίαση, εμφανίζουν υπερβολικό ρεαλισμό, κάτι που δεν χαρακτηρίζει συνήθως τις βυζαντινές αγιογραφίες. Κατά το Φώτη Κόντογλου οι τοιχογραφίες της Κοσμοσώτειρας διακρίνονται από πολύ “λαϊκό πνεύμα”. 

Πάνω από τη ζώνη με τις επισκοπικές πομπές, ανάμεσα στα μικρά κατώτερα παράθυρα των τυμπάνων του εγκάρσιου κλίτους, διακρίνονται παραστάσεις στρατιωτικών αγίων. Ειπώθηκε σε αρχαιολογικό συνέδριο η άποψη ότι οι παραστάσεις αυτές είναι της οικογενείας των Κομνηνών, τελείως λαθεμένη κατά την γνώμη μας, τόσο επειδή αντίκειται στην πρακτική της βυζαντινής αγιοκατάταξης των κτιτορικών μορφών, όσο και στην επιθυμία του Ισαακίου όπως περιγράφεται στο Τυπικό του, όπου μετά δακρύων παρακαλεί να μην απεικονίσουν την μορφή του πουθενά και ποτέ στη Μονή της Βήρας.