Τρεῖς εἶναι οἱ βασικοὶ σταθμοὶ τοῦ ἀνθρώπου: γεννιέται, ζεῖ, πεθαίνει. Δὲν θυμᾶται τὸ πρῶτο, δὲν καταλαβαίνει τὸ τρίτο καὶ ξεχνᾶ νὰ χαρεῖ τὸ δεύτερο.  

Μητροπολίτης Αίνου Άνθιμος Τσάτσος (1877-1888)

Μητροπολίτης Αίνου 
Άνθιμος Τσάτσος (1877-1888) 
μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης, Άνθιμος ο Ζ'

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Άνθιμος Ζ´ (κατά κόσμον Άγγελος Τσάτσος), γεννήθηκε το 1832 (1828) στο χωριό Πλησιβίτσα των Φιλιατών της Ηπείρου, όπου είχαν καταφύγει οι εύποροι γονείς του Χριστόδουλος και Ελένη εξ Ιωαννίνων, που ανήκαν σε επιφανή οικογένεια. Μετά δωδεκαετή περιπλάνηση, οι γονείς του εγκαταστάθηκαν και πάλι αργότερα στα Ιωάννινα. Ο Άγγελος σπούδασε στη Ζωσιμαία Σχολή και εργάσθηκε δίπλα στον πατέρα του που ήταν έμπορος. Αλλά έχοντας έφεση στα εκκλησιαστικά προσλήφθηκε από τον τότε Μητροπολίτη Ιωαννίνων Παρθενίο (1854-1869), ο οποίος τον χειροτόνησε διάκονο και τον μετονόμασε σε Άνθιμο. Το 1856 ο διάκονος Άνθιμος Τσάτσος εισήλθε στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης, από την οποία απεφοίτησε το 1861 «αριστοβάθμιος», έχοντας συμμαθητή τον Ιωακείμ Δ´ Κρουσουλούδην, που χρημάτισε Οικουμενικός Πατριάρχης. Επίσης παρακολούθησε μαθήματα και στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο στην Αθήνα.

Το 1861 επέστρεψε στα Ιωάννινα υπηρέτησε στην Ιερά Μητροπόλη ως ιεροκήρυξ, επιδόθηκε σε μελέτες και στο συγγραφικό έργο. Συνέγραψε τότε μελέτη αναιρετική των δοξασιών του Ρενάν, με τίτλο: «Η Θεότης του Ιησού Χριστού αποδεικνυομένη εκ τε της Αγίας Γραφής και των Θείων Πατέρων», Αθ., 1865. Μετά την εμφάνιση της αυτής μελέτης διορίσθηκε καθηγητής των Θρησκευτικών στην Ζωσιμαία Σχολή και στο κεντρικό Παρθεναγωγείο των Ιωαννίνων.

Την 14η Ιουνίου 1869, με πρόταση του Μητροπολίτου Ιωαννίνων Σωφρονίου (Χρηστίδου), εξελέγη υπό της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου Επίσκοπος Παραμυθίας, και χειροτονήθηκε στα Ιωάννινα, πρεσβύτερος κατ’ αρχάς, και την 13η Ιουλίου 1869 από τον ως άνω αρχιερέα επίσκοπος. 

Την 15η Οκτωβρίου 1877 προήχθη στην Μητρόπολη Αίνου. Δυό φορές (1886, 1888) κατηγορήθηκε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά και τις δυό φοράς φαίνεται ότι δικαιώθηκε. Επί της πατριαρχείας Ιωακείμ Δ´ (1884-6) κλήθηκε ως μέλος της Ιεράς Συνόδου και παρέμεινε στη θέση αυτή και επί της πατριαρχείας Διονυσίου Ε´ (1887-1891), οπότε συμπλήρωσε τα συνοδικά του καθήκοντα (1886-8) και επέστρεψε στην έδρα του. Επί των ημερών του παραχωρήθηκαν από το Πατριαρχείο εκκλησιαστικώς στην Μητρόπολη Αίνου και Τραϊανουπόλεως, το Δεδέ-αγάτς (σημερινή Αλεξανδρούπολη), οι Φέρρες και άλλα χωριά.

Την 15η Οκτωβρίου 1888 μετατέθηκε στην Μητρόπολη Αγχιάλου, από την οποία παύθηκε, όπως λέγεται στο υπόμνημα του διαδόχου του Αγχιάλου Σωφρονίου, «Του εις αυτήν μετατεθέντος μητροπολίτου κυρίου Ανθίμου παυθέντος» (17 Νοεμβρίου 1888). Κατά τον Γ. Παπαδόπουλο, εμφανίζεται ως «μη δεξάμενος την θέσιν ταύτην». Με εκκλησιαστική άδεια εγκαταστάθηκε στα Ιωάννινα, όπου ιδιώτευσε υπομένοντας πολλές στερήσεις. Παρείχε την συνεργασία του στον Μητροπολίτη Ιωαννίνων Γρηγόριο. Συνέγραψε τότε ομιλίες-ερμηνεία εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, τις οποίες εξέδωσε με τον τίτλο «Οδηγός Ευσεβείας, ήτοι εκατόν περίπου ομιλίαι εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον εποικοδομητικαί εις πίστιν και ευσέβειαν πάσης χριστιανικής οικογενείας», 2 τ., ΚΠ, Πατριαρχικόν Τυπογραφείον, 1893. 

Την 15η Ιουλίου 1893 εξελέγη από πρώην Αγχιάλου, Μητροπολίτης Κορυτσάς, της οποίας Μητροπόλεως βρήκε τους Χριστιανούς σε διάσπαση. Την 21η Ιουλίου 1894 μετατέθηκε στην Μητρόπολη Λέρου και Καλύμνου. Αναχώρησε από την Κων/πολη για την νέα επαρχία του την 22α Οκτωβρίου 1894, αλλά λόγω ατυχήματος κατά το ταξίδι του, επειδή έπεσε το πλοίο στην Σμύρνη πάνω σε μία βάρκα και εξαρθρώθηκε το πόδι του, παρέμεινε κλινήρης επί ένα μήνα και έφθασε αργοπορημένος στην Λέρο.

Την 20η Ιανουαρίου 1895 ο από Λερου και Καλύμνου Άνθιμος Ζ´ εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης. 

Μετά την παραίτηση του Νεοφύτου Η´ (25 Οκτωβρίου 1894), την οποία διενήργησαν οι Ιωακειμικοί, τοποτηρητής του Οικουμενικού Θρόνου ωρίσθηκε την επομένη, 26η Οκτωβρίου 1894, ο Προύσσης Ναθαναήλ, ιωακειμικών φρονημάτων. Οι Ιωακειμικοί είχαν για πρώτη φοράν την πλειοψηφία στα δυό σώματα, και παίρνοντας παραπάνω θάρρος δεν εργάσθηκαν, κατά το τρίμηνο διάστημα της μεσοπατριαρχείας, με πολλή σύνεση. Κατά την Α’ Συνεδρίαν της εκλογικής συνελεύσεως την Κυριακή 15 Ιανουαρίου 1895, καταρτίσθηκε ο κατάλογος των υποψηφίων από 28 πρόσωπα και υποβλήθηκε στην Υψηλή Πύλη. Από τον κατάλογο εξαιρέθηκαν 7 πρόσωπα, οι Μητροπολίτες Καισαρείας Ιωάννης, Ηρακλείας Γερμανός, Δερκων Καλλίνικος, Αδριανουπόλεως Κυριλλος, Ιωαννίνων Γρηγόριος, Σμύρνης Βασίλειος και Αίνου Λουκάς. 

Κατά την Β’ Συνεδρία της εκλογικής συνελεύσεως, παρόντων 85 μελών εκ των οποίων οι 15 Μητροπολίτες και οι 70 λαϊκοί, επιβλήθηκε το τριπρόσωπο ψηφοδέλτιο της Ιωακειμικής παρατάξεως, με τον πρώην ΚΠολεως Ιωακείμ Γ´ (67), Λερου και Καλύμνου Άνθιμο (62) και Δρυϊνουπόλεως Γρηγόριο (59). Με τον Ιωακείμ Γ´ τοποθετήθηκαν ιεράρχες της τρίτης γραμμής, ο Άνθιμος και ο Δρυϊνουπόλεως. Κατά την ψηφοφορία στον Πατριαρχικό Ναό οι αντιϊωακειμικοί ιεράρχες με επικεφαλής τον Ηρακλείας Γερμανό, παρακινήθηκαν να ρίξουν την ψήφο τους σε οποιονδήποτε άλλον εκτός του Ιωακείμ Γ´, και έτσι ανέδειξαν Πατριάρχη τον από Λερου και Καλύμνου Άνθιμο Τσάτσο με 9 ψήφους, με τον πρώην Πατριάρχη Ιωακείμ Γ´ να λαμβάνει μόνο 6 ψήφους. Μόλις ακούσθηκε το αποτέλεσμα της εκλογής στον Πατριαρχικό Ναό συνέβησαν θλιβερά γεγονότα.

«Αφού ανέθορεν εκ της κάλπης το όνομα Ανθίμου του Ζ´, ο πάνσεπτος πατριαρχικός ναός μετεβλήθη δυστυχώς εις καπηλείον οργιαστών, διότι ικανοί των αντιφρονούντων τη ιεραρχική πλειονοψηφία παροξυνθέντες εκ του εκλογικού αποτελέσματος εξερράγησαν εις ύβρεις κατά των εννέα ιεραρχών των ψηφοφορησάντων υπέρ του Ανθίμου, δύο δε μεγάτιμοι άλλως ομογενείς απετόλμησαν εν αγανακτήσει φρικτή εντός του ιερού βήματος της ακροπόλεως της Ορθοδοξίας, εξ ης τοσαύτα κατά Λατίνων και Βουλγάρων ηκούσθησαν κατά καιρούς αναθέματα, να κραυγάσωσιν ασεβώς «Ζητω ο Παπας», «Ζητω ο Έξαρχος»!!! 

Είναι δύσκολο να φαντασθεί κανείς το τι επακολούθησε, με την εκφώνηση του ονόματος του νέου Πατριάρχου. Κατάρες, αποδοκιμασίες και βλασφημίες ακόμη δόνησαν τους θόλους του Πατριαρχικού Ναού. Ο τοποτηρητής του Οικουμενικού Θρόνου Προύσης Ναθαναήλ κατέβηκε βιαίως από τον Αρχιερατικό Θρόνο, ενώ ταυτοχρόνως ομάδα Ιωακειμικών όρμησε στο Ιερό Βήμα, αποφασισμένη να συλλάβει και να κακοποιήσει τον δράστη της διάψευσης των ελπίδων της, τον Ηρακλείας Γερμανό, ο οποίος και διασώθηκε από ένα παραπόρτι του Ιερού Βήματος και της διόδου του κωδωνοστασίου προς την Μεγάλη Πρωτοσυγκελλία. 

Επιτροπή των δύο σωμάτων με τους μητροπολίτες Αίνου Λουκά και Δυρραχίου Βησσαρίωνος αναχώρησε από την Πόλη την Τρίτη 1η Φεβρουαρίου 1895 με το πλοίο «Χιος» της εταιρείας Κουρτζή και έφθασε στην Κάλυμνο την 3η Φεβρουαρίου, Παρασκευή. Ο Πατριάρχης αναχώρησε από την Κάλυμνο την 4η Φεβρουαρίου 1895, ημέρα Σάββατο, και έφθασε στην έδρα του, μετά από τρικυμιώδες ταξίδι, την Δευτέρα 6η του ίδιου μήνα. Την 11η Φεβρουαρίου 1895, ημέρα Σάββατο, έγινε η παρουσίαση του νέου Πατριάρχου προ του Σουλτάνου και η εγκαθίδρυσή του στον Οικουμενικό Θρόνο.

Την ράβδο, αντί του ασθενούντος ή μάλλον διά λόγους προνοίας απουσιάζοντος Ηρακλείας Γερμανού, επέδωσε εις τον νέο Πατριάρχη ο Καισαρείας Ιωάννης.

Ο Πατριάρχης Άνθιμος Ζ´ τιμήθηκε από τον Σουλτάνο Χαμίτ Β’ με το παράσημο Οσμανιέ που ήταν αδαμαντοκόλλητο.

Ο Πατριάρχης κήρυττε από τον πατριαρχικό άμβωνα. Όρισε τακτικό ιεροκήρυκα του Ναού αυτού τον γενικό ιεροκήρυκα της Μεγάλης Εκκλησίας αρχιμ. Γρηγόριο Κωνσταντινίδη. Στην Μεγάλη Πρωτοσυγκελλία διόρισε ως τοποτηρητή τον έμπιστό του συμπολίτη Μητροπολίτη Λιτίτσης Βασίλειο. Κατά τον Ιούνιο του 1895 προβιβάσθηκαν οι τέως επισκοπές Παραμυθίας και Φιλιατών και Βελλάς και Κονίτσης σε Μητροπόλεις.

Στην εγκύκλιο του πάπα Λέοντος ΙΓ´, που αναφέρεται στους Ορθοδόξους (1894), ο Άνθιμος Ζ´ απάντησε το 1895 με την αντεγκύκλιό του, ενός σπουδαίου εγγράφου που συντάχθηκε κατ’ αρχάς από τον Γερμανό Καραβαγγέλη και υπέστη μερικές τροποποιήσεις από διάφορους αρχιερείς, όπως από τον Νικομηδείας Φιλόθεο, Σμύρνης Βασίλειο και Φιλαδελφείας Στέφανο, και εγκρίθηκε από την Ιερά Σύνοδο. Αυτή μεταφράσθηκε και στις γλώσσες ρωσσική, γαλλική, αγγλική και γερμανική, και εμφανίσθηκε σε περισσότερες της μιάς εκδόσεις.

Επί της πατριαρχείας του κτίσθηκε, με δωρεά του Παύλου Στεφάνοβικ, το νέο κτίριο της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, του οποίου τα εγκαίνια τελέσθηκαν την 6η Οκτωβρίου 1896. Πατριαρχική αντιπροσωπεία από τους μητροπολίτες Νικομηδείας Φιλόθεο, Αγχιάλου Βασίλειο και τους κ.κ. Μιχαήλ Κλεόβουλο και Απόστολο Χριστοδούλου αντιπροσώπευσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο στις τελετές της στέψης του τσάρου της Ρωσσίας Νικολάου Β´ το 1896. Ο τσάρος παρασημοφόρησε τον Οικουμενικό Πατριάρχη Άνθιμο Ζ' με το ανώτατο παράσημο του λευκού αετού και την πατριαρχική αντιπροσωπεία με ανάλογα παράσημα.

Ο Άνθιμος ο Ζ´, ο οποίος για όλη τη ζωή του ήταν Ιωακειμικός, μόλις ανέβηκε στον Θρόνο άλλαξε τακτική. Κατά τον Κ. Π. Σπανούδη: «Πράγματι Άνθιμος ο Ζ´, παρ’ ελπίδα αναδειχθείς Πατριάρχης και μεθυσθείς εκ της ανελπίστου ταύτης επιτυχίας, ελησμόνησε ταχέως τας αρχάς ας επρέσβευεν. Χωρίς δε ποσώς να σεβασθή το τε παρελθόν και τους περί αυτόν εξετράπη, αμέσως μεν εις επιτήδειον, εις φανερόν δε βραδύτερον κατά των Ιωακειμικών πόλεμον, φρονών ότι, αφού άπαξ ανήλθεν εις το ύπατον αξίωμα, ήτο και ο πάντων προς τούτο καταλληλότατος». 

Τα ίδια λέει και ο Νικηφόρος Γλυκάς, και αυτός Ιωακειμικός όπως ο Σπανούδης: «Μετά την εκλογήν του έπαυσεν ων ως πρότερον Ιωακειμιστής, είναι Άνθιμος και θέλει τους περί αυτόν ανθιμιστάς. Καλά έλεγεν ο ευλογημένος ο Δυρραχίου ότι θέλει να σχηματίση τρίτον κόμμα ιδικόν του, και ημείς εβαυκαλιζόμεθα φρονούντες ότι έχομεν πατριάρχην των αρχών του Ιωακείμ. Ηπατήθημεν απάτην δεινήν! Το κατ᾽ εμέ, καθώς δεικνύουσιν αι προηγηθείσαι σημειώσείς μου, εδυσπίστουν πολύ, αλλ᾽ οι λεγόμενοι Ιωακειμισταί προσεπάθησαν να με καθησυχάσωσιν, ετόλμησαν μάλιστα να με μεμφθώσι, διότι εγώ μόνος εκ των αρχιερέων δεν παρηκολούθησα την παράταξιν επί τη αναρρήσει».

«Ο Άνθιμος έπαιξε και θέλει να δείξει πρόσωπο διπλό. Στους μεν υποσχόμενος ότι θα ικανοποιήσει τις αξιώσεις τους, στους δε ότι δεν θέλει να τους ενοχλήσει. Εν γένει δε κηρύττει ομόνοια, ειρήνη, αγάπη. Η αλήθεια είναι ότι αυτή η πολιτική καθόλου δεν φαίνεται κακή, αφού τόσο θαυμάσια πέτυχε και όλοι βαυκαλιζόμενοι με ελπίδες αντίθετες φαίνονται ήσυχοι».

Νομίζοντας ότι στηρίζεται καλά στον Θρόνο του κράτησε την ίδια εχθρική στάση και απέναντι στον Ηρακλείας Γερμανό, οπότε πλέον οι ημέρες της παραμονής του στον Θρόνο άρχισαν να μετρούνται στα δάκτυλα. Αρχίζοντας το 1897, 14 μέλη και από τα δύο σώματα υπέβαλλαν στον Πατριάρχη έγγραφο υπογεγραμμένο από αυτούς, και ο Πατριάρχης εξ αιτίας αυτού του εγγράφου εξαναγκάσθηκε σε παραίτηση την 29η Ιανουαρίου 1897, μετά από διετή μόλις πατριαρχεία, «ένεκα σπουδαίων ιδιαιτέρων λόγων» κατά την Εκκλησιαστική Αλήθεια. Την ίδια ημέρα αναχώρησε από την Μεγάλη Πρωτοσυγκελλία και ο έμπιστός του, Μητροπολίτης Λιτίτσης Βασίλειος. Τοποτηρητής αυτής ορίσθηκε ο αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου Κύριλλος. Την ίδια ημέρα τοποτηρητής του Οικουμενικού Θρόνου ορίσθηκε ο Εφέσου Κωνσταντίνος.

Ο Πατριάρχης Άνθιμος ο Ζ΄, αφού εγκατέλειψε τα Πατριαρχεία την 31η Ιανουαρίου 1897 μετέβη στο σπίτι του στο Φανάρι. Μετά πήγε και έμεινε στο νησί Αντιγόνη, και ασχολήθηκε με την μελέτη και την συγγραφή πάνω στα συγγράμματα των πατέρων και ιδίως του ιερού Χρυσοστόμου. Ο πατριάρχης εξέδωκε την Κατήχηση του αββά Βλαδιμήρου Γκυετταίου, άφησε δε ανέκδοτη τη τελευταία του εργασία περί των πατέρων. Ο πρώην ΚΠολεως Άνθιμος Ζ´ πέρασε τα τελευταία έτη της ζωής του στο Σισλί, όπου και πέθανε την Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 1913 υπέργηρος στην ηλικία. Ο νεκρός ετέθη ανακεκλιμένος στο φέρετρο στον Πατριαρχικό Ναό. Την 7η Δεκεμβρίου 1913, Σαββατο, τελέσθηκε το πρωί λειτουργία από τον Σωζοαγαθουπόλεως Δωρόθεο, κατόπιν δε η κηδεία του από τον Πατριάρχη Γερμανό τον Ε´, μετά των μητροπολιτών Νικαίας Βασιλείου, Χαλκηδόνος Γρηγορίου, Αμασείας Γερμανού, Νεοκαισαρείας Πολυκάρπου, Μυτιλήνης Κυρίλλου, Βιζύης Ανθίμου, Σωζοαγαθουπόλεως Δωροθέου, Χαλδίας Λαυρεντίου και Κρήνης Θεοκλήτου. Τον επικήδειο εκφώνησε ο μέγας ιεροκήρυξ Γρηγόριος Κωνσταντινίδης. Ο νεκρός τάφηκε στην Ιερά Μονή Βαλουκλή δίπλα στους τάφους των πατριαρχών.

Πηγή: Βασίλειος Σταυρίδης, «Οι Οικουμενικοί Πατριάρχαι 1860 – Σήμερον»