Τρεῖς εἶναι οἱ βασικοὶ σταθμοὶ τοῦ ἀνθρώπου: γεννιέται, ζεῖ, πεθαίνει. Δὲν θυμᾶται τὸ πρῶτο, δὲν καταλαβαίνει τὸ τρίτο καὶ ξεχνᾶ νὰ χαρεῖ τὸ δεύτερο.  

26/1/2014. Ομιλία με τίτλο "Θάνατος: Ερμηνεία και Μετάφραση"

Την Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014 το απόγευμα πραγματοποιήθηκε στον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Νικολάου μία πολύ ενδιαφέρουσα ομιλία. Η ομιλία είχε τίτλο «Θάνατος: Ερμηνεία και Μετάφραση» και ομιλητής ήταν ο κ. Δημήτριος Σουλακάκης, φιλόλογος και ιεροψάλτης. Η ομιλία είχε σαν κεντρικό θέμα το πως η Εκκλησία μας αντιμετωπίζει τον θάνατο μέσα από την ερμηνεία και των λειτουργικών κειμένων της εξοδίου ακολουθίας. Ο Μητροπολίτης μας κ. Άνθιμος προλόγισε τον ομιλητή και μετά το πέρας της ομιλίας εξέφρασε την ευχαρίστησή του για την ολοκληρωμένη θεολογική και φιλολογική απόδοση της κηδείας.

Θάνατος: Ερμηνεία και Μετάφραση.

ΟΜΙΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΔΙΟ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ


Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες και αδελφοί,


Καταρχάς θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Σεβασμιώτατο για την ανάθεση σε μένα της διαπραγμάτευσης του συγκεκριμένου θέματος, το οποίο -κατά γενική ομολογία- είναι ένα «βαρύ» θέμα. Ας το παραδεχτούμε: ο θάνατος είναι ένα παγερό και αποκρουστικό για το σύνολο των ανθρώπων φαινόμενο, ιδιαίτερα σκληρό κι επώδυνο για το συγγενή ή φίλο του εκλιπόντος.

Με εξαιρετική ενάργεια εξάλλου ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, περιγράφοντας τις συγκλονιστικές στιγμές θλίψης της Μαρίας, αδελφής του τετραήμερου φίλου του Χριστού Λάζαρου, αναφέρει ότι ο Ιησούς «ενεβριμήσατο τω πνεύματι και ετάραξεν εαυτόν», δηλαδή με μεγάλη δυσκολία επιβλήθηκε στον εαυτό του, για να κρατήσει τη συγκίνησή του και στη συνέχεια λιτά αναφέρει ο ευαγγελιστής «εδάκρυσεν ο Ιησούς».[1]

Σε όποιον ανακοίνωνα τον προηγούμενο καιρό το θέμα της ομιλίας μου με κοιτούσε περίεργα. Αστειευόταν και κατευθείαν άλλαζε θέμα. Η αντίδραση αυτή -πέρα από το όποιο ευχάριστο κλίμα- μου δημιούργησε προβληματισμό. Γιατί οι άνθρωποι θέλουν να αποφεύγουν τόσο πολύ το θέμα αυτό; Η απάντηση, θα μου πείτε, είναι απλή κι αυτονόητη. Δεν είναι όμως το λιγότερο απερισκεψία να αποφεύγουμε να μιλάμε ή να δεχθούμε κάτι που αναπότρεπτα θα συμβεί σε μας ή σε κάποιον δικό μας;

Θα ήθελα λοιπόν να ευχαριστήσω το Σεβασμιώτατο που έδωσε σε μένα την ευκαιρία να εντρυφήσω στα κείμενα κάποιων πατέρων της εκκλησίας μας που αναφέρονται στο πώς νοείται ο θάνατος για μας, τους χριστιανούς, αλλά και στο ίδιο το κείμενο της ορθόδοξης κηδείας, το οποίο θα έλεγα πως είναι ένας θησαυρός ποιητικά, υμνολογικά και μουσικά και προετοιμάζει εμάς τους ζωντανούς για την «όντως ζωήν».

Σε ένα πρόσφατο ταξίδι μου στην Κύπρο στάθηκα ιδιαίτερα εντυπωσιασμένος από μια αγιογραφία που απεικόνιζε κάποιον Κύπριο άγιο που κρατούσε στο χέρι του ένα χαρτί που έγραφε: «αγαθόν παντός αγαθού υπέρτερον Θεού φόβος και μνήμη θανάτου». Σε συνδυασμό μάλιστα με το θέμα που ο Σεβασμιώτατος μου ανέθεσε να αναπτύξω, δηλαδή τη δομή και το περιεχόμενο της εξοδίου ακολουθίας, σκέφτηκα πως αποτελεί μια πολύ καλή αφόρμηση για την έναρξη αυτής της ομιλίας.

Είναι πολύ εύκολο ή μάλλον ευκολότερο να κατανοήσουμε τι σημαίνει η φράση «φόβος Θεού», αν και πολλές φορές παρερμηνεύεται. Είναι η ευλάβεια, ο σεβασμός τον οποίο ο Χριστιανός οφείλει να τρέφει απέναντι στο δημιουργό του παντός. Είναι ακόμη ακόμη η ένδειξη αφοσίωσης την οποία επιβάλλεται να επιδεικνύει απέναντι στο θέλημά Του. Δηλαδή, τελικά είναι η συμπόρευση της ζωής του καθενός μας ανάλογα με τις επιταγές που Εκείνος μας δίνει.

Εκείνο όμως που περισσότερο αν όχι θα προβλημάτιζε, τουλάχιστον θα ξένιζε κάποιον, είναι η φράση «μνήμη θανάτου». Κι εδώ ανοίγει ένα μεγάλο θέμα για τον τρόπο σκέψης, δράσης, αντίδρασης και γενικότερα τον τρόπο με βάση τον οποίο στεκόμαστε απέναντι στο αναπόδραστο γεγονός του θανάτου.

Ο Freud χαρακτηριστικά αναφέρει πως, όταν πηγαίνουμε σε μία κηδεία, υποσυνείδητα χαιρόμαστε, γιατί για άλλη μία φορά τη γλιτώσαμε!

Οι περισσότεροι από μας μάλλον δε θέλουν να σκέφτονται καν την πιθανότητα ότι θα πεθάνουν. Άλλοι πάλι φρίττουν στην ιδέα αυτή. Άλλοι αποφεύγουν να παραστούν σε κηδείες, επειδή φοβούνται ακόμα κι αυτή τη θέα του νεκρού, που θα τους «ταράξει». Άλλοι σκέφτονται μόνο το να περάσουν καλά τώρα, καθώς σύμφωνα με τη γνωστή ρήση «η ζωή είναι μικρή». Άλλοι φτύνουν στον κόρφο τους κι ελεεινολογούν όποιον έφυγε από αυτή τη ζωή, ονομάζοντάς τον «καημένο». Άλλοι αποδίδουν στο θάνατο αποκλειστικά και μόνο τη ματαιότητα αυτής της ζωής και δε βλέπουν τίποτα πέρα από αυτό. Άλλοι πίσω από τα θάνατο βλέπουν ένα κενό ή μάλλον δε βλέπουν απολύτως τίποτα. Άλλοι, όταν πλησιάζει το τέλος σε κάποιον δικό τους ή στους ίδιους επιδίδονται σε μια ατέλειωτη και διαρκή θλίψη, η οποία σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να έχει κι απρόβλεπτες συνέπειες (ψυχολογικά προβλήματα, άγχος, κατάθλιψη).

Το γεγονός του θανάτου απασχόλησε πολύ την αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Έχει χαρακτηριστικά γράψει  ο Πλάτωνας: «οι ορθώς φιλοσοφούντες αποθνήσκειν μελετώσι», δηλαδή αυτοί που φιλοσοφούν είναι προετοιμασμένοι να πεθάνουν, ασχολούνται με το θάνατο, τι πιθανώς υπάρχει μετά από αυτόν. Γι’ αυτό και ο Πλάτωνας χαρακτηρίζει τη φιλοσοφία ως μελέτη, δηλαδή εντρύφηση, στο θάνατο («φιλοσοφία εστί μελέτη θανάτου»). Αλλά και οι λατίνοι διανοητές, παραφράζοντας το γνωστό «si vis pacem, para bellum», έλεγαν σχετικά «si vis vitam, para mortem», δηλαδή, αν επιθυμείς τη ζωή, προετοίμαζε το θάνατό σου, δηλαδή να είσαι έτοιμος γι’ αυτόν. 

Τόσο η πλατωνική, όσο και η ορφική, διδασκαλία θεωρούσαν το σώμα δεσμωτήριο, φυλακή ή και τάφο της ψυχής. Η λέξη σώμα εξάλλου έχει ετυμολογική συγγένεια με τη λέξη σήμα = μνήμα ή και με το ρήμα «σήπομαι» = σαπίζω. Η ψυχή μεν ως αθάνατη με το θάνατο ελευθερώνεται, κατευθυνόμενη προς τον κόσμο των ιδεών, στον κόσμο που υπάρχει αδιάσπαστα το όντως ον, η ιδέα του Αγαθού δηλαδή, αλλά το σώμα χάνεται εξάπαντος, διαλύεται. Ο αρχαίος κόσμος έδινε τόση και τέτοια σημασία στο σώμα μέχρι του σημείου της ταφής του, που θεωρείτο πράξη σεβασμού κι απόδοσης τιμής προς το νεκρό, κάτι που και η ορθόδοξη εκκλησία έχει υιοθετήσει μέσα φυσικά υπό άλλο πρίσμα και πνεύμα. Η διαρχική ανθρωπολογία της ορφικής και πλατωνικής διδασκαλίας που σημαίνει τη σωματική και ψυχική υπόσταση του ανθρώπου ουσιαστικά μαρτυρά την αθανασία του θανάτου, καθώς ο άνθρωπος σωματικά χάνεται. Αντίθετα, οι πατέρες της εκκλησίας διακρίνουν μια μονιστική ανθρωπολογία, κατά την οποία ο άνθρωπος είναι μια ολοκληρωμένη ύπαρξη που περιλαμβάνει σώμα και ψυχή μαζί. «Μη αν ψυχήν μόνην», γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, «μήτε σώμα μόνον λέγεσθαι άνθρωπον, αλλά το συναμφότερον, ον δη και κατ’ εικόνα πεποιηκέναι ο Θεός λέγεται».[2] Επομένως, οντολογικά η ανθρώπινη φύση αποτελείται από το ζεύγμα ψυχής και σώματος.

Η Εκκλησία μάς καλεί να θυμόμαστε το θάνατο. Να θυμόμαστε το θάνατο όχι ως πηγή άγχους, αβεβαιότητας, ανασφάλειας και ψυχικού ευνουχισμού που θα μηδενίζει τη χαρά στη ζωή μας κι έτσι κάθε μας προσπάθεια θα γίνεται εν κενώ, εφόσον κάποια μέρα όλοι μας θα πεθάνουμε. Δε θέλει η εκκλησία να εισβάλει στη ζωή μας η αίσθηση της ματαιότητας στην καθημερινή μας πράξη και μάλιστα τέτοια, ώστε να υπονομεύσει κάθε γόνιμη και επίμοχθη προσπάθεια του ανθρώπου. Αντίθετα, η εκκλησία θέλει να θυμίζει στον άνθρωπο μια άλλου είδους προσπάθεια, την προσπάθεια για την αναμαρτησία. Χαρακτηριστικό είναι αυτό που λέει ο άγιος Αντώνιος: «Για να μην πέφτουμε σε αμέλεια, είναι καλό να συλλογιζόμαστε διαρκώς τον λόγο του αποστόλου Παύλου «Καθ' ημέραν αποθνήσκω».[3] Αν ζούμε έτσι, δηλαδή σαν να πεθαίνουμε κάθε μέρα, δεν θα αμαρτήσουμε». Και εξηγεί ο Άγιος: «Κάθε μέρα, όταν ξυπνήσουμε, να σκεφτόμαστε ότι δεν θα βραδιάσουμε. Και όταν πρόκειται να κοιμηθούμε, να σκεφτόμαστε ότι δεν θα ξυπνήσουμε, αφού η διάρκεια της ζωής μας είναι από την φύση της άγνωστη. Αν έτσι σκεφτόμαστε, ούτε θα αμαρτήσουμε, ούτε θα επιθυμήσουμε τίποτε, ούτε θα οργιστούμε με κανέναν, ούτε θα μαζέψουμε θησαυρούς στην γη. Αντίθετα, περιμένοντας καθημερινά τον θάνατο, θα επιδιώξουμε την ακτημοσύνη και θα συγχωρούμε όλα σε όλους».  Πόσο παράξενα στ’ αλήθεια ηχούν τα λόγια αυτά του καθηγητή της ερήμου στα αυτιά μας; Νομίζουμε ίσως πως τέτοιου είδους θέσεις αφορούν αποκλειστικά και μόνο τους μοναχούς.

Κι όμως. Κοιτάξτε με πόση παρρησία στέκεται ο άγιος απέναντι στο σωματικό θάνατο, εννοώντας τον ως αθανασία: «Ο θάνατος νοούμενος τοις ανθρώποις αθανασία εστίν και τούτον τον θάνατον ου χρη φοβείσθαι, αλλά την απώλειαν της ψυχής, ήτις εστίν αγνωσία Θεού. Εκείνο γαρ δεινόν τη ψυχή εστί».[4]

Η μνήμη του θανάτου προξενεί στον πιστό Χριστιανό την υπομονή στην κάθε θλίψη που συναντά. Γνωρίζει ότι «ουκ έχει ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητεί»,[5] και γι' αυτό όχι μόνο δε γογγύζει στις δοκιμασίες και αδικίες του προσωρινού αυτού κόσμου, αλλά και ευχαριστεί τον Θεό που με τα μέσα αυτά του εξασφαλίζει την αιωνία ζωή. Όποιος φιλοσοφεί σωστά το μυστήριο του θανάτου, αντιμετωπίζει σωστά και όλα τα περιστατικά της ζωής του. Λέγεται ότι ο τετραήμερος Λάζαρος μετά την ανάστασή του δε γέλασε ποτέ, ενθυμούμενος τα όσα αντίκρισε στον Άδη. Μόνο μια φορά γέλασε, όταν είδε κάποιον να κλέβει μια στάμνα, και είπε: Ό ένας πηλός κλέβει τον άλλο πηλό!

Η γνωστή φράση «Πρέπει να πεθάνεις πριν πεθάνεις, για να μην πεθάνεις, όταν πεθάνεις» δεν είναι απλό λογοπαίγνιο. Εκφράζει μια βαθειά αλήθεια. Πριν από τον σωματικό μας θάνατο πρέπει να προηγηθεί η νέκρωση των παθών και η αποκόλληση από την ματαιότητα του κόσμου, αν θέλουμε να αποφύγουμε τον αιώνιο θάνατο. Το λέει θαυμάσια ο Αββάς Ησαΐας ο αναχωρητής: «Όποιος κατορθώνει να λέει κάθε μέρα στον εαυτό του: σήμερα είναι η τελευταία μέρα της ζωής μου, ουδέποτε θα αμαρτήσει θεληματικά προς τον Θεό. Εκείνος όμως που περιμένει πως
έχει πολλά χρόνια ακόμα να ζήσει, δίχως άλλο θα περιπλακεί στα βρόγχια της αμαρτίας».

Έτσι, αρκετά συνοπτικά βέβαια, η Εκκλησία εννοεί την έννοια της μνήμης του θανάτου κι όχι του φόβου του. Γι’ αυτό φυσικά και δεν τον ονομάζει «θάνατο», αλλά κοίμηση. Οι αδελφοί μας ως γνωστό που έφυγαν από αυτή τη ζωή και βρίσκονται στη θριαμβεύουσα εκκλησία κοιμούνται, δε νοούνται νεκροί. Περιμένουν την ανάσταση των σωμάτων τους και την επιστροφή της ψυχής στο σώμα τους, όπως ήταν, όταν ήταν σ’ αυτή τη ζωή κατά τη Δευτέρα του Χριστού Παρουσία. («Ει γαρ πιστεύομεν ότι Ιησούς απέθανε και ανέστη, ούτω και ο Θεός τους κοιμηθέντας διά του Ιησού άξει συν αυτώ»). Εξάλλου ο Παύλος το λέει καθαρά: «Δει το φθαρτόν τούτο ενδύσασθαι αφθαρσίαν  και το θνητόν τούτο ενδύσασθαι αθανασίαν».[6]

Ας μην ξεχνάμε ότι ο Θεός «θάνατον ουχ εποίησεν».[7] Πρωταίτιος της έξωσης του ανθρώπου από τον παράδεισο, δηλαδή της φθοράς, της παράβασης και της αμαρτίας, άρα και του θανάτου, είναι ο σατανάς. «Εκείνος ανθρωποκτόνος ην απ’ αρχής».[8] Έτσι, μέσα από το φόβο που οι άνθρωποι είχαν για το θάνατο ο διάβολος απέβη αυτός που είχε το κράτος αυτού και μέσα από αυτόν τον τρόπο παρέσυρε τον κόσμο στην αμαρτία. «Εβασίλευσεν η αμαρτία εν τω θανάτω»[9], καθώς «κέντρον του θανάτου η αμαρτία».[10]

Όμως εδώ αξίζει να σημειωθεί το εξής. Το φοβερό και ανυπέρβλητο μέσο με το οποίο ο διάβολος επιδίωξε τον αφανισμό του ανθρώπου, δηλαδή το θάνατο, η φιλανθρωπία του Θεού το χρησιμοποίησε για την ανακαίνιση του ανθρώπου κι όλης της κτίσης. Γιατί ακριβώς με το βιολογικό θάνατο δίνεται η δυνατότητα και η μεγάλη ευλογία στον άνθρωπο «μη διαμείναι εις τον αιώνα εν αμαρτία όντα».[11] Και ο Μέγας Βασίλειος κινείται στο ίδιο πλαίσιο. Ο Θεός, λέει ο μεγάλος αυτός πατέρας της Εκκλησίας, επέτρεψε τη διάλυση αυτή του σώματος «ίνα μη διατηρήση αθάνατον ημίν την αρρωστίαν».[12] Έτσι, ο αμαρτωλός άνθρωπος απέκτησε τη δυνατότητα, θα λέγαμε, να μη μένει αιωνίως «ζωντανός – νεκρός» λόγω της απομάκρυνσής του από την πηγή της ζωής, το Θεό.

Υπάρχει, λοιπόν, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, μια «παράσιτη» δύναμη, ο θάνατος, ο οποίος, παρόλο που υπάρχει στον κόσμο απόλυτη τάξη και αρμονία, έρχεται και την διασαλεύει. Έτσι, λοιπόν, ο κόσμος που κείται υπό τον θάνατο και τη φθορά δε μπορεί να θεωρηθεί φυσικός. Ο κόσμος, δηλαδή, όπως αναφέρει, «είναι παρά φύσιν ουχί ως εκ της φύσεώς του, αλλά διότι, ως έχει νυν, υπάρχει εν αυτώ παράσιτος δυναμις». Ο Χριστός όμως κατά τη Δευτέρα Παρουσία Του «εξαλείψει παν δάκρυον από των οφθαλμών αυτών και ο θάνατος ουκ έσται έτι».[13]

Η Εκκλησία έτσι στέκεται απέναντι στο θάνατο. Δεν τον φοβάται, γιατί ξέρει. Ξέρει καλά πως ο Χριστός αναστήθηκε από τους νεκρούς και γι’ αυτό ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος διακηρύττει το βράδυ της Αναστάσεως: «Μηδείς φοβείτω θάνατον, ηλευθέρωσε γαρ ημάς ο του Σωτήρος θάνατος. Έσβεσεν αυτόν ο υπ’ αυτού κατεχόμενος... Εσκύλευσε τον Άδην ο κατελθών εις τον Άδην»!

Έτσι, είναι φυσικό η Εκκλησία μέσα από τις ακολουθίες της που εκφράζονται μέσω της υμνογραφίας, κέντρο των οποίων φυσικά είναι η Θεία Ευχαριστία, αλλά και μέσα από την εξόδιο ακολουθία να προσπαθεί να «μορφώσει» τον άνθρωπο. Να του δώσει δηλαδή τη μορφή εκείνη που θα τον φέρει κοντύτερα στο Θεό Λόγο, κάνοντάς τον μέτοχο και κοινωνό αυτού που ονομάζουμε «θεία πρόνοια». Δεν είναι τυχαίο που τα περισσότερα μυστήρια, όπως το μυστήριο του γάμου, ήταν αδιάσπαστα συνδεδεμένα με το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας που μέσω της Θείας Κοινωνίας τα μέλη της Εκκλησίας κυριολεκτικά ενώνονταν με αυτό το Σώμα του Χριστού.

Μέσα όμως ειδικά από τη μελέτη της υμνολογίας της εξοδίου ακολουθίας γίνονται σαφείς οι τέσσερις άξονες που η εκκλησία θέλει οι ζώντες να έχουν κατά νου:

α) την αδιάλειπτη προσευχή για την ανάπαυση του κεκοιμημένου αδελφού

β) την ελπίδα της ανάστασης του σώματος κατά τη Δευτέρα Παρουσία

γ) τη μνήμη του θανάτου και την απαγκίστρωση από τα μάταια υλικά αγαθά, και

δ) τη σημασία που αποδίδεται στο σώμα των ανθρώπων.

Ας μην ξεχνούμε πως η λέξη «κηδεία», προέρχεται από το ρήμα «κήδομαι», που σημαίνει «φροντίζω». Είναι η φροντίδα των ζώντων απέναντι στον κεκοιμημένο αδελφό που βρίσκεται στη θριαμβεύουσα εκκλησία, πιο κοντά δηλαδή από ποτέ στο Χριστό! Ούτε παραμελείται, ούτε υποβαθμίζεται η σημασία του σώματος.

Η εξόδιος ακολουθία διαιρείται σε τρία μέρη, σύμφωνα με το «Ευχολόγιον», α) εν τω οίκω, β) εν τω ναώ και γ) επί του τάφου. Είναι η μόνη ακολουθία κατά την οποία ο ιερέας μεταβαίνει ο ίδιος στο σπίτι του κεκοιμημένου προσώπου, κάνει τρισάγιο κι εν πομπή το μεταφέρει στο ναό, αποδίδοντας τιμή όχι μόνο στο πρόσωπο το οποίο «μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν», αλλά και στο σώμα το οποίο θα πάρει την προδιαγεγραμμένη γι’ αυτό πορεία. Ακολούθως τελείται η εξόδιος ακολουθία στην εκκλησία και κατόπιν ο ίδιος ο ιερέας θα οδηγήσει τον κεκοιμημένο στον τάφο, αφού και πάλι τελέσει τρισάγιο. Βλέπουμε λοιπόν την πολύ μεγάλη σημασία που δίνει η εκκλησία στον άνθρωπο όχι μόνο ως ψυχή, αλλά κι ως σώμα. Κι αυτό φυσικά οφείλεται στο ότι ο άνθρωπος αφενός μεν είναι ψυχοσωματική οντότητα, όπως επισημάνθηκε παραπάνω, αλλά και στο ότι κατά τη Δευτέρα Παρουσία η ψυχή του θα επανέλθει στο σώμα με το οποίο είχε ζήσει.

Σημαντική, αν κι όχι αμελητέα, λεπτομέρεια είναι και τα λευκά άμφια που το Τυπικό της εκκλησίας ορίζει να φορούν οι τελετουργοί της εξοδίου ακολουθίας ιερείς. Σημασιοδοτούν την πρόγευση της Ανάστασης των σωμάτων που αναμένουν οι κεκοιμημένοι στους τάφους εξαιτίας του «πρώτου καταλύσαντος το κράτος του θανάτου», του Χριστού. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και κατά τον εσπερινό της Αποκαθήλωσης, όπου, ενώ ο Χριστός τύποις είναι νεκρός, και πάλι το Τυπικό ορίζει οι ιερείς να φορούν λευκά άμφια, που δεν οδηγούν στο πένθος, αλλά στην ελπίδα της εκ νεκρών Ανάστασης του Χριστού. Επίσης, συνηθίζεται οι πιστοί να κρατούν κεριά αναμμένα, όπως ακριβώς και το βράδυ της Ανάστασης.

Αλλά η Εκκλησία δε μένει εκεί. Φροντίζει καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους να ωθεί τους χριστιανούς να μνημονεύουν τους κεκοιμημένους αδελφούς. Πρώτιστα κατά τη θεία Λειτουργία, όπου η μερίδα και των ζωντανών και των κεκοιμημένων στο δισκάριο ενώνεται στο κοινό ποτήριο. Έπειτα, μέσω των μνημοσύνων και των τρισαγίων που καθένας τελεί για την ανάπαυση της ψυχής των προσφιλών του προσώπων. Εξάλλου, έχει αφιερώσει και μια μέρα της εβδομάδας στη μνήμη τους, ώστε όλοι οι ζώντες να προσεύχονται κατά τη μέρα αυτή –κι όχι μόνο φυσικά- για την ανάπαυση της ψυχής τους στο Θεό. Έτσι επικράτησε και τηρείται ως σήμερα η ευλογημένη συνήθεια της μετάβασής μας κάθε Σάββατο στα κοιμητήρια για την τέλεση τρισαγίων στη μνήμη των κεκοιμημένων αδελφών μας.

Ας έρθουμε τώρα στην ίδια την εξόδιο ακολουθία. Καταρχάς αυτό που ορίζει το τυπικό είναι το ότι είναι ενιαία για όλους. Ψάλλεται η ίδια για όλους, κληρικούς και λαϊκούς, ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης, αξιώματος κλπ, καθώς όλοι στέκονται το ίδιο μπροστά στο θάνατο. Εξαίρεση υπάρχει μόνο για παιδιά ηλικίας από 7 ετών και κάτω, όπου εκεί έχει συνταχθεί άλλη, ειδική, εξόδιος ακολουθία με ξεχωριστά τροπάρια, ειδικό για νήπια απόστολο κι ευαγγέλιο λόγω της ευαίσθητης ακριβώς ηλικίας κατά την οποία απεβίωσαν. Επίσης, η Εκκλησία έχει συντάξει άλλη ακολουθία για όσους αδελφούς μας κοιμούνται κατά τη Διακαινήσιμο Εβδομάδα, τη βδομάδα δηλαδή μετά το Πάσχα. Εκεί έχει οριστεί να μην ψάλλεται κανένα από τα γνωστά της κηδείας νεκρώσιμα τροπάρια, αλλά ο κανόνας του Πάσχα, καθώς ούτε μνημόσυνα και τρισάγια επιτρέπονται. Επίσης, απόστολος κι ευαγγέλιο ορίζεται να διαβάζονται της ημέρας.  Επιπλέον, χωρίς να αποτελεί διαφορετική ακολουθία, στην περίπτωση του θανάτου κάποιου κληρικού οποιουδήποτε βαθμού, προστίθενται ορισμένα ευλογητάρια που αναφέρονται στη στενή και τεθλιμμένη οδό που κάθε κληρικός καλείται να βαδίσει στη ζωή του και ειδικές συγχωρητικές ευχές στο τέλος. Τέλος, ξεχωριστή ακολουθία αποτελεί η μοναχική κηδεία με ξεχωριστό κανόνα κι ευχές, ακριβώς λόγω της εκτός του κόσμου βιοτής των μοναχών.

Η δομή της νεκρώσιμης ακολουθίας έχει ως εξής:

α) Ψάλλεται ο «Άμωμος» σε 3 στάσεις με ενδιάμεση εκφώνηση – αίτηση του ιερέα για την ανάπαυση της ψυχής του κεκοιμημένου. Ο «άμωμος» είναι ουσιαστικά ο 118ος ψαλμός και ονομάστηκε έτσι επειδή αρχίζει με τη λέξη «Άμωμοι εν οδώ...». Διαβάζεται στο Μεσονυκτικό, στις νεκρώσιμες ακολουθίες και στις παννυχίδες.

β) Κατόπιν ψάλλονται τα ευλογητάρια. Ονομάζονται έτσι, επειδή υπάρχει ένα σύνηθες πρόψαλμα, το γνωστό «Ευλογητός ει, Κύριε». Υπάρχουν και δυο ειδικά ευλογητάρια που λέγονται, όταν κηδεύεται κληρικός.

γ) Μετά το Κοντάκιο σε ήχο πλ. Δ «Μετά των αγίων..» ψάλλονται τα νεκρώσιμα ιδιόμελα που περιλαμβάνουν ύμνους και στους 8 ήχους που γράφτηκαν από τον Ιωάννη το Δαμασκηνό (7ος και 8ος αιώνας), άγιο της Εκκλησίας μας κι έναν από τους πλέον γνωστούς υμνογράφους που για το πλούσιο μουσικό του έργο ονομάστηκε «Μαΐστωρ της μουσικής».

δ) Ακολουθούν οι Μακαρισμοί. Ονομάζονται έτσι, επειδή ακριβώς πριν από τα τροπάρια που πρόκειται να ψαλούν ως στίχος λέγεται το «μακάριοι…», που είναι παρμένο από την επί του όρους ομιλία του Κυρίου.

ε) Έπονται ο απόστολος (Α’ Θεσ’ δ’, 13-17) και το Ευαγγέλιο (Ιω. ε’, 24-30) που είναι ειδικά της νεκρωσίμου ακολουθίας και διαβάζονται μόνο αυτά.

στ) Μετά διαβάζεται από τον ιερέα η γνωστή συγχωρητική ευχή «Ο Θεός των πνευμάτων» ή όταν παρίσταται αρχιερέας, επιλέγεται να διαβαστεί μία από τις δύο καταχωρισμένες στο ευχολόγιο συγχωρητικές ευχές. Βέβαια αξίζει να αναφερθεί εδώ ότι, όπως και προηγουμένως στα ευλογητάρια, έτσι κι εδώ υπάρχει και ειδική για κεκοιμημένο ιερέα συγχωρητική ευχή που διαβάζεται μόνον όταν στην εξόδιο ακολουθία προΐσταται επίσκοπος.

ζ) Ακολούθως γίνεται η απόλυση και πριν το «Δι’ ευχών» ψάλλονται  τα γνωστά 3  προσόμοια με πρώτο το γνωστότερο «Δεύτε τελευταίον ασπασμόν», όπου οικείοι και φίλοι αποχαιρετούν για τελευταία φορά το προσφιλές τους πρόσωπο.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στα δυο άλλα μέρη της νεκρώσιμης ακολουθίας, δηλαδή στο σπίτι και στο μνήμα, τελείται απλά ένα τρισάγιο. Στο μνήμα ειδικότερα  ο ιερέας ρίχνει πρώτα κρασί στο σώμα του νεκρού, έθιμο από τα πανάρχαια χρόνια, και κατόπιν χώμα, λέγοντας για τη μεν πρώτη ενέργεια το στίχο από τον 50ό ψαλμό «Ραντιείς με υσσώπω, και καθαρισθήσομαι. Πλυνείς με, και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι». Δηλαδή·  «Θα με ραντίσεις Συ με το έλεος και την χάριν σου σαν μέσα από ένα ραντιστήρι από τα κλωνάρια του ύσσωπου και θα καθαρισθώ. Θα με πλύνης και θα λευκανθώ και θα γίνω λευκότερος και από το χιόνι», ενώ για τη δεύτερη στίχο από τον 23ο ψαλμό «Του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής, η οικουμένη και πάντες οι κατοικούντες εν αυτή», δηλαδή «Στον Κύριο ανήκει η γη και κάθε τι, το οποίο την γεμίζει, κάθε κατοικούμενη περιοχή και όλοι, όσοι κατοικούν σε αυτήν», συμπληρώνοντας χαρακτηριστικά απόσπασμα από το 3ο κεφάλαιο της «Γένεσης»: «γη ει και εις γην απελεύση», θυμίζοντάς μας τη χοϊκή μας φύση και το χαρακτηριστικό σημείο από τη «Γένεση», όπου ο Θεός «έπλασεν τὸν ἄνθρωπον, χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν».[14]

Παρατηρούμε πως το πρώτο μέρος της νεκρώσιμης ακολουθίας περιλαμβάνει τον «άμωμο», που, όπως προαναφέρθηκε, ονομάστηκε έτσι, καθώς ξεκινάει με τη φράση «Άμωμοι εν οδώ». Η ψαλμώδηση τοῦ «αμώμου» γίνεται σε τρεις στάσεις, εις τύπον άμα και δόξαν της Τριάδος, γι’ αυτό και επισφραγίζεται από το «Δόξα…Και νυν» στο τέλος κάθε στάσης. Σύμφωνα με το υπόμνημα του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Συμεών (+1429), το οποίο συνέταξε για τη νεκρώσιμη ακολουθία που ψαλλόταν στην εποχή του, οι Ψαλμοί αυτοί «προγράφουν την πολιτείαν του Σωτήρος», «την ζωήν των αγίων», σύμφωνα με την οποία «οφείλει να ζήσει ο κάθε ευσεβής». Σε κάθε στάση γίνεται προσευχή παρά πάντων των ιερέων, δηλαδή αίτηση για ανάπαυση της ψυχής του κοιμηθέντος και σε κάθε ψαλμικό στίχο λέγεται το «Αλληλούια», το οποίο σημαίνει ότι «έρχεται ο Κύριος», δηλαδή δηλώνει «τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου». Ο άγιος Συμεών μας πληροφορεί ότι σε άλλη στάση λέγεται το «Ανάπαυσον τον δούλον σου» ή το «Ελέησόν με Κύριε» (P. G. 684 A-B). Η πρώτη στάση ψάλλεται σε ήχο πλ. β ειρμολογικό, δηλαδή σύντομο, έναν ήχο συσταλτικό, κατανυκτικό και κατεξοχήν πένθιμο. Η δεύτερη στάση ψάλλεται σε ήχο πλ. α, ήχο πανηγυρικό, που προσημαίνει την ανάσταση και δεν αφήνει να μείνουμε στο πένθος και τη θλίψη. Και η τρίτη στάση ψάλλεται σε ήχο πλ. δ κατά τριφωνία, επίσης ήχο με χαρακτήρα πανηγυρικό και με άκουσμα που θυμίζει παιάνα.

Μετά από την αίτηση η οποία κλείνει και την τρίτη και τελευταία στάση του «Αμώμου», ψάλλονται τα «Ευλογητάρια». Τα ευλογητάρια συνδέονται στενά με τον άμωμο, ονομάζονται πολλές φορές «τροπάρια του Αμώμου».[15] Εξάλλου, η σχέση φαίνεται και από το γεγονός ότι ο στίχος κάθε ευλογηταρίου είναι ο στίχος 12 του ψαλμού. Πρώτη φορά εμφανίζεται το πρώτο τροπάριο (Των αγίων ο χορός) τον 10ο/11ο αιώνα, ως σύνολο από τον 12ο αιώνα, και είναι συνήθως έξι, συμπεριλαμβανομένων του τριαδικού και του θεοτοκίου. Τα δύο ευλογητάρια που στη σημερινή χρήση προστίθενται στις νεκρώσιμες ακολουθίες κληρικών είναι  τα «Οι τον αμνόν» και «Οι την οδόν», που προαναφέρθηκαν.

Αξίζει, θεωρώ, να σταθούμε στην ερμηνεία των «ευλογηταρίων», καθώς πολλοί από μας τα ακούμε συχνά, αλλά ενδεχομένως δεν αντιλαμβανόμαστε το περιεχόμενό τους. Το θέμα του πρώτου κινείται γύρω από τη μετάνοια που οφείλει να δείξει το «απολωλός πρόβατο», μια τέτοια μετάνοια που επέδειξε και των αγίων ο χορός κι έτσι βρήκε την πόρτα του Παραδείσου. Ακόμη, στέκεται ο υμνογράφος στην πτώση του ανθρώπου εξαιτίας της παρακοής του και γι’ αυτό επιστρέφει στη γη «εξ ης ελήφθη», παρ' όλη την τιμή που δέχτηκε από το Θεό, καθώς πλάστηκε ως εικόνα Του («εικόνι σου θεία τιμήσας»). Στο τρίτο τροπάριο, σα να μιλάει ο ίδιος ο κεκοιμημένος, παρακαλεί το Θεό να τον λυπηθεί και να του δώσει την πατρίδα που ποθεί, εννοώντας φυσικά την αιωνιότητα και τη μακαριότητα της βασιλείας του Θεού και να τον επαναφέρει και πάλι ως πολίτη του Παραδείσου. Παρακλητικά εκφράζεται στο επόμενο τροπάριο ο υμνογράφος, προκειμένου ο Θεός να αναπαύσει την ψυχή του κεκοιμημένου, παραβλέποντας τα αμαρτήματα που διέπραξε κατά την επίγεια βιοτή του («τον κεκοιμημένον δούλον σου ανάπαυσον, παρορών αυτού πάντα τα εγκλήματα»). Το δοξαστικό, όπως κι όλα τα δοξαστικά, αναφέρεται στην αγία Τριάδα, χρησιμοποιώντας μια πολύ όμορφη εικόνα, που πολλοί λίγοι από μας θα έχουμε προσέξει, αν και ψάλλουμε το συγκεκριμένο τροπάριο συχνότατα. Παρομοιάζει την αγία Τριάδα με τρεις λάμψεις, δηλαδή με τρεις δυνάμεις φωτός θα λέγαμε, που ουσιαστικά όμως ακτινοβολούν κι εξωτερικεύουν το ίδιο ένα φως. Αυτήν την αγία Τριάδα μας καλεί να λατρεύσουμε, τον άναρχο Θεό, τον Υιό του που είναι συν-άναρχος και το άγιο Πνεύμα. Τέλος, στο «Και νυν..» όπως και σε όλα τα κομμάτια που έπονται του ‘’Και νυν…’’ γίνεται αναφορά στη μητέρα του Θεού, τη Θεοτόκο, την οποία και μακαρίζουμε, καθώς έτυχε της μεγάλης ευλογίας να γεννήσει τον Κύριο Ιησού, το Σωτήρα του κόσμου. Τα ευλογητάρια ψάλλονται σε ήχο πλ. α' ειρμολογικό, έναν ήχο πανηγυρικό και φυσικά κατά μίμηση των αναστάσιμων ευλογηταρίων που ψάλλονται το βράδυ της Μεγ. Παρασκευής, αλλά και κάθε Κυριακή πρωί στον αναστάσιμο όρθρο, θυμίζοντάς μας το συσχετισμό και την άμεση συνάφεια που έχει η ανάσταση του Χριστού με τη μέλλουσα ανάσταση των δικών μας σωμάτων κατά τη Δευτέρα Παρουσία.

Το κοντάκιο «Μετά των Αγίων…» σε ήχο πλ. δ’ μάς υπενθυμίζει την αιώνια ζωή που θα απολαύσει ο προκείμενος νεκρός στη βασιλεία του Θεού και γι’ αυτό ο υμνογράφος παρακαλεί το Θεό να του τη χαρίσει. Είναι εξαιρετικά μελωδικό, πρέπει να ψάλλεται απαλά, καθώς και εξαιτίας της μουσικής του σύνθεσης και εξαιτίας του νοήματός του δημιουργεί κατάνυξη στους εκκλησιαζόμενους. Το κοντάκιο αυτό ψάλλεται και όταν τελείται επιμνημόσυνη δέηση.

Κατόπιν ψάλλονται και στους οκτώ ήχους ιδιόμελα γραμμένα από τον άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό. Συνήθως ψάλλονται σε σύντομο ειρμολογικό μέλος, ενώ στο γνωστό Αναστασιματάριο του Ιωάννη Πρωτοψάλτη καταχωρούνται και σε αργό ειρμολογικό μέλος. Ειδικά στους ήχους β’, δ’ και βαρύ, σύμφωνα με το Ευχολόγιο, υπάρχουν τροπάρια, τα λεγόμενα «εκτός τυπικού», που δεν ψάλλονται. Εμείς εδώ θα κάνουμε μια προσπάθεια να προσεγγίσουμε τα ιδιόμελα αυτά, τα οποία ενδεχομένως ακούμε πολλές φορές, αλλά δεν τα καταλαβαίνουμε.

Καταρχάς το γεγονός ότι σε μια τέτοια ακολουθία με τον ιδιαίτερο χρωματισμό του πένθους δε θα περίμενε κανείς να υπάρχουν τροπάρια και στους 8 ήχους. Αυτό από μόνο του είναι εντυπωσιακό και δείχνει αφενός τον υμνολογικό και γραμματολογικό πλούτο της ορθόδοξης λατρείας -και ιδιαίτερα θα λέγαμε στην περίπτωση της απώλειας ακόμη και του ελάχιστου αδελφού- κι αφετέρου τα πολλαπλά μηνύματα που μέσω του ιερού υμνογράφου επιδιώκει να περάσει η εκκλησία στο πλήρωμά της. Διότι ας μη μας διαφεύγει της προσοχής. Η νεκρώσιμη ακολουθία τελείται σαφέστατα ως μια δέηση για τον κεκοιμημένο, αλλά κυρίως για να υπομνήσει στους ζώντες το αναπόδραστο «κοινόν του βίου πέρας» και τη ματαιότητα της παρούσης ζωής.

Τα παραπάνω μηνύματα καθίστανται ακόμη περισσότερο εμφανή μέσα από τα ιδιόμελα του αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού. Σας παραθέτω σε μετάφραση το ιδιόμελο του πρώτου ήχου: « Ποιὰ ἀπόλαυση τῆς ζωῆς βρίσκεται ἀμέτοχη λύπης; Ποιὰ δόξα γήινη μένει σταθερὴ καὶ ἀμετάθετη; Ὅλα εἶναι ἀσθενέστερα ἀπὸ τὴν σκιὰ καὶ ἀπατηλότερα ἀπὸ τὸ ὄνειρο, μία στιγμὴ καὶ ὅλα τὰ διαδέχεται ὁ θάνατος. Ἀλλὰ ἀνάπαυσε Χριστὲ στὸ φῶς τοῦ προσώπου Σου καὶ στὴ γλυκύτητα τῆς ὀμορφιᾶς Σου αὐτὸν ποὺ ἐξέλεξες σήμερα ὡς φιλάνθρωπος».  Συναφές είναι και το περιεχόμενο του ιδιόμελου του γ’ ήχου: «Ὅλα τὰ ἀνθρώπινα πράγματα εἶναι παροδικὰ καὶ δὲν ὑπάρχουν μετὰ τὸν θάνατο, οὔτε τὰ πλούτη παραμένουν, οὔτε ἡ δόξα μᾶς συνοδεύει. Διότι, ὅταν ἔρχεται ὁ θάνατος, ὅλα αὐτὰ θὰ ἐξαφανιστοῦν. Γι᾿ αὐτὸ ἂς φωνάξουμε στὸν ἀθάνατο βασιλιὰ καὶ Χριστό μας, αὐτὸν ποὺ πῆρε ἀπὸ ἐμᾶς ἂς ἀναπαύσει ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἡ κατοικία ὅλων αὐτῶν ποὺ γεύονται τὴν εὐφροσύνη τῆς βασιλείας Του».

Πόσο αληθινά είναι τα παραπάνω λόγια; Πόσο στ’ αλήθεια παρασυρόμαστε ως άνθρωποι από το φόρτο και τη ρουτίνα της καθημερινότητας και δεν αναλογιζόμαστε το τέλος και τη ματαιότητα των όσων κάνουμε; Η εκκλησία δε θέλει να μας αποκάμει με όλα αυτά, ούτε να μας εξουθενώσει, ευνουχίζοντας την προσωπικότητά μας. Αντίθετα, θέλει να διακηρύξει το σκοπό της ζωής του ανθρώπου που είναι να κοιτάει στον ουρανό για τη σωτηρία του, ενώ την ίδια ώρα ο ίδιος είναι γαντζωμένος με νύχια και με δόντια στη γη.

Ας προσέξουμε και το ιδιόμελο του β’ ήχου: «Σὰν τὸ λουλούδι μαραίνεται καὶ σὰν ὄνειρο φεύγει καὶ διαλύεται κάθε ἄνθρωπος. Ὅταν (στὴν δευτέρα Παρουσία) ἠχήσει ἡ σάλπιγγα ὅλοι οἱ νεκροὶ σὰν νὰ γίνεται σεισμός, θὰ ἀναστηθοῦν ἀπὸ τὰ μνήματα γιὰ νὰ Σὲ συναντήσουν Χριστέ. Τότε Δέσποτα αὐτὸν ποὺ πῆρες ἀπὸ ἐμᾶς νὰ κατατάξεις στὶς σκηνὲς τῶν Ἁγίων Σου, ἀναπαύων ἐκεῖ τὸ πνεῦμα τοῦ δούλου Σου». Εδώ βλέπουμε μια όμορφη παρομοίωση. Ο άνθρωπος παρομοιάζεται με ένα λουλούδι. Όπως το λουλούδι έρχεται η ώρα του μαρασμού, έτσι και για τον άνθρωπο έρχεται η ώρα της φυγής από τον κόσμο αυτό. Βλέπουμε πόσο απλά κι όμορφα η εκκλησία δίνει ένα κατά τα άλλα για μας τρομακτικό γεγονός! Φυσικό γεγονός που θα συμβεί σε όλους! Και φυσικά ο υμνογράφος συμπληρώνει πως δεν τελειώνουν όλα εκεί. Η συνάντηση των νεκρών με το Χριστό θα γίνει κατά τη Δευτέρα Παρουσία, επομένως δεν πρέπει να μας κατατρύχει η θλίψη.

Στο ιδιόμελο του δ’ ήχου δείχνεται κατανόηση προς τη θλίψη την οποία προκαλεί ο θάνατος και ιδίως αυτός που επέρχεται ξαφνικά. «Εἶναι πράγματι φοβερὸ τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου, τὸ πῶς ἡ ψυχὴ βίαια χωρίζεται ἀπὸ τὴν ἁρμονική της σχέση μὲ τὸ σῶμα καὶ κόβεται ὁ φυσικός της δεσμὸς μὲ αὐτὸ μὲ τὴν ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ Σὲ παρακαλοῦμε τὸν δοτήρα τῆς ζωῆς καὶ φιλάνθρωπο ,τὸν μεταστάντα ἀνάπαυσε στὶς σκηνὲς τῶν δικαίων Σου».  Όλα αυτά γίνονται όμως «θείω βουλήματι». Ο άνθρωπος δεν είναι σε θέση να καταλάβει το σχέδιο του Θεού, τουλάχιστον όχι εύκολα. Ούτε φυσικά και να δεχτεί εύκολα τον «βίαιο χωρισμό της αρμονίας του σώματος και της ψυχής». Γι’ αυτό και εδώ ο υμνογράφος στέκεται συγκαταβατικά απέναντι στον φυσικό ανθρώπινο πόνο, που ο θάνατος προκαλεί.

Νοηματική συγγένεια με το παραπάνω έχει το ιδιόμελο του πλ. δ ήχου: «Θρηνῶ καὶ κλαίω ὅταν αντιληφθῶ τὸν θάνατο καὶ δῶ στοὺς τάφους τὴν δική μας ὡραιότητα ποὺ πλάστηκε κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ, χωρὶς μορφή, χωρὶς δόξα, χωρὶς εἶδος. Πόσο μεγάλο θαῦμα. Γιατί ἔγινε γιὰ ἐμᾶς αὐτὸ τὸ μυστήριο; Πῶς παραδοθήκαμε στὴν φθορὰ καὶ συζευχθήκαμε μὲ τὸν θάνατο; Ἀλήθεια αὐτὸ ἔγινε μὲ πρόσταγμα Θεοῦ, ὅπως λέγει ἡ Γραφή, ὁ ὁποῖος παρέχει στοὺς κεκοιμημένους τὴν ἀνάπαυση». Εδώ ο ιερός υμνογράφος αποκαλύπτει όλο τον ψυχικό του κόσμο, τη θλίψη, τον πόνο και συνάμα τη θρηνητική αναρώτηση – απορία που όλοι μας έχουμε. Γιατί; Γιατί να υπάρχει αυτό το κακό στη ζωή μας; Πώς εμείς, οι πλασμένοι για την αθανασία, εμπλακήκαμε σε μια τέτοια θανάσιμη δίνη; Η απάντηση που δίνεται είναι ότι όλο αυτό έγινε και πάλι «Θεού προστάξει» και ότι οι ζώντες οφείλουν να παρηγορούνται με το ότι ο Θεός θα αναπαύσει τους κεκοιμημένους στους κόλπους της βασιλείας Του.

Στο ιδιόμελο του πλ. α’ ο υμνογράφος θυμάται από την Παλαιά Διαθήκη τον Πατριάρχη Αβραάμ που ομολόγησε ότι είναι «γη και σποδός»[16], δηλαδή χώμα και στάχτη. Μέσα λοιπόν από τα γυμνά κόκκαλα που αντικρίζει τριγύρω του δεν μπορεί να ξεχωρίσει αν αυτός που πέθανε ήταν αξιωματούχος ή ένας άσημος άνθρωπος, πλούσιος ή φτωχός, γεγονός που πάλι καταδεικνύει την ισότητα που όλοι μας έχουμε απέναντι στο θάνατο. «Θυμήθηκα τὰ λόγια τοῦ Προφήτη ποὺ ἔλεγε ὅτι ἐγὼ εἶμαι χῶμα καὶ στάχτη καὶ εἶδα μὲ τὸ νοῦ μου τὰ μνήματα καὶ εἶδα τὰ ἄσαρκα ὀστᾶ καὶ εἶπα. Ἄρα ποιὸς εἶναι (ὁ νεκρὸς) βασιλιὰς ἢ στρατιώτης; πλούσιος ἢ φτωχός; δίκαιος ἢ ἁμαρτωλός; Ἀλλὰ ἀνάπαυσε Κύριε μὲ τοὺς δικαίους τὸν δοῦλο Σου, ὡς φιλάνθρωπος».

Το λογικό και το άλογο στοιχείο που ο Θεός έδωσε στον άνθρωπο προβάλλεται μέσω του ιδιομέλου του πλ. β’. «Ἀρχὴ γιὰ τὴν ὕπαρξή μου ἔγινε τὸ δημιουργικό Σου πρόσταγμα, διότι γιὰ νὰ μὲ πλάσεις ζῶο ἀνάμικτο ἀπὸ ὁρατὴ καὶ ἀόρατη φύση, τὸ μὲν σῶμα μου τὸ πῆρες ἀπὸ τὴν γῆ, μοῦ ἔδωσες ὅμως ψυχὴ μὲ τὴν θεία καὶ ζωαρχική Σου ἔμπνευση. Γι᾿ αὐτὸ Χριστὲ ἀνάπαυσε τὸν δοῦλο Σου στὴ χώρα τῶν ζώντων καὶ στὶς σκηνὲς τῶν δικαίων». Εδώ και πάλι γίνεται έμμεσα λόγος για τη θεϊκή υπόσταση της ψυχής, της «αοράτου φύσεως» κατά τον υμνογράφο, η οποία παραχωρήθηκε στον άνθρωπο από το Θεό και είναι αυτή το διαφοροποιητικό στοιχείο που ξεχωρίζει τον άνθρωπο από τα άλλα ζώα.

Στο δοξαστικό γίνεται λόγος για την απόλυτη αναγκαιότητα του θανάτου του Χριστού, που όμως έγινε πηγή αθανασίας για τον άνθρωπο, αφού τον ελευθέρωσε από τα δεσμά του, καθώς αναστήθηκε και πλέον δεν υπάρχει. Έτσι, ανοίχτηκε διάπλατα η πόρτα του Παραδείσου για τον άνθρωπο. «Ὁ θάνατός Σου Κύριε ἔγινε πρόξενος ἀθανασίας, διότι, ἂν δὲν ἐνταφιαζόσουν στὸ μνῆμα, ὁ παράδεισος δὲν θὰ ἀνοιγόταν. Ἔτσι τὸν κεκοιμημένο ἀνάπαυσε ὡς φιλάνθρωπος». Αυτό φυσικά το τροπάριο είναι βάλσαμο παρηγοριάς για τους συγγενείς του κεκοιμημένου, καθώς με το θάνατο δεν τελειώνουν, αλλά αρχίζουν όλα. Είναι σαν αυτό που λέει ο Παύλος: «Ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε και η πίστις ημών».[17] Ακούγεται σκληρός αυτός ο λόγος. Αλλ’ αποτελεί την ουσία του Ευαγγελίου. Αν αφαιρεθεί η Ανάσταση, όλο το χριστιανικό οικοδόμημα καταρρέει. Δε σώζουν ούτε οι έξοχες ιδέες, ούτε τα υπέροχα διδάγματα, ούτε τα θαυμαστά παραδείγματα. Το κρίσιμο στοιχείο, το μοναδικό και ζωτικό του Χριστιανισμού, είναι η Ανάσταση.

Στο και νυν το οποίο σφραγίζει το τέλος των ιδιομέλων γίνεται αναφορά στη Θεοτόκο να δεηθεί στο Θεό προκειμένου να αναπαυθεί η ψυχή του κεκοιμημένου προσώπου. «Ἁγνὴ Παρθένε, ἡ πύλη ἀπὸ τὴν ὁποία πέρασε ὁ Θεὸς Λόγος στὸν κόσμο, ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἱκέτευε νὰ ἐλεηθεῖ ἡ ψυχὴ τοῦ κοιμηθέντος».

Κατά την τάξη του Ευχολογίου, ακολουθούν οι «μακαρισμοί». Πρόκειται για τροπάρια σε ήχο πλ. β’ ειρμολογικό, σύντομο δηλαδή, των οποίων προηγούνται όσα ο Χριστός είπε στην επί του όρους ομιλία και ξεκινούν με το γνωστό μας «μακάριοι». Είναι, θα λέγαμε, «αυτά τα μικρά μυστικά που μας αποκάλυψε ο Κύριος, είναι τα κλειδιά που ανοίγουν διάπλατα όλες τις πόρτες και τα παράθυρα του Παραδείσου, με τα οποία κερδίζουμε την αιώνιο ζωή, δηλαδή μιλάμε για τελεία κατάργηση του θανάτου!» Γι’ αυτό ακριβώς και ορίστηκαν να ψάλλονται κατά την εξόδιο ακολουθία. Οι Μακαρισμοί απαντώνται στην πρώτη νεκρώσιμη ακολουθία, στο χειρόγραφο Κρυπτοφέρρης Ρώμης Γ.Β.Χ ευχολόγιο του ι' αι..[18]

Στο τέλος της επιγείου ζωής του πλάσματος υπενθυμίζεται - επανέρχεται ο σκοπός της ζωής του κατά τον πλάστη του. Σήμερα στους περισσότερους ναούς δεν ψάλλονται λόγω οικονομίας και συντομίας του χρόνου.

Παρατηρούμε πως και η θεματική των «μακαρισμών» αναφέρεται σε δεήσεις προς το Θεό για την ανάπαυση της ψυχής του κοιμηθέντος («Ζωῆς ὁ κυριεύων καὶ τοῦ θανάτου, ἐν ταῖς αὐλαῖς Ἁγίων ἀνάπαυσον, ὃν προσελάβου ἐκ τῶν προσκαίρων, βοῶντα· Μνήσθητί μου, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου», δηλαδή «Σὺ Θεὲ ποὺ κυριεύεις τὴν ζωὴ καὶ τὸν θάνατο, ἀνάπαυσε στὶς αὐλὲς τῶν Ἁγίων Σου, αὐτὸν ποὺ διάλεξες ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα, ὁ ὁποῖος βοᾶ· θυμήσου με στὴν βασιλεία Σου») και υπέρ της ανάδειξής του σε πολίτη της βασιλείας του Θεού («Χριστός σε ἀναπαύσοι ἐν χώρᾳ ζώντων, καὶ πύλας Παραδείσου ἀνοίξοι σοι, καὶ βασιλείας δείξοι πολίτην, καὶ ἄφεσίν σοι δῴη, ὧν ἥμαρτες ἐν βίῳ φιλόχριστε, δηλαδή «Ὁ Χριστὸς ἂς σὲ ἀναπαύσει στὴν χώρα τῶν δικαίων καὶ νὰ σοῦ ἀνοίξει τὶς πύλες τοῦ Παραδείσου καὶ νὰ σὲ ἀναδείξει πολίτη τῆς βασιλείας Του καὶ νὰ σοῦ δώσει ἄφεση ἁμαρτιῶν ποὺ ἔπραξες στὴ ζωή σου, φιλόχριστε»). Δεν παραλείπεται βέβαια η αναφορά και στη ματαιότητα της παρούσας ζωής, όπως και προηγούμενα στα ιδιόμελα του Δαμασκηνού («Ἐξέλθωμεν καὶ ἴδωμεν ἐν τοῖς τάφοις, ὅτι γυμνὰ ὀστέα ὁ ἄνθρωπος, σκωλήκων βρῶμα καὶ δυσωδία καὶ γνῶμεν τίς ὁ πλοῦτος, τὸ κάλλος, ἡ ἰσχὺς καὶ ἡ εὐπρέπεια, δηλαδή «Ἂς βγοῦμε καὶ νὰ δοῦμε στοὺς τάφους ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι γυμνὰ ὀστᾶ, τροφὴ γιὰ τὰ σκουλήκια καὶ δυσοσμία καὶ νὰ σκεφτοῦμε ποιὰ ἀξία ἔχει ὁ πλοῦτος, ἡ ὀμορφιά, ἡ δύναμη καὶ ἡ εὐπρέπεια»). Εξίσου εντυπωσιακή είναι η αποτροπή που ο υμνογράφος συμβουλεύει να έχει ο άνθρωπος από την αναζήτηση της ημέρας της κρίσης σαν ο άνθρωπος να μην έχει καμία δουλειά να ψάξει να βρει πότε ο Κύριος θα έλθει, αλλά να είναι απλά προετοιμασμένος γι’ αυτή τη μέρα, κάτι το οποίο είναι εξαιρετικά επίκαιρο σήμερα. Όλοι μας έχουμε μια ανησυχία -στα όρια της μανίας- όχι για το αν θα είμαστε έτοιμοι εκείνη τη μέρα, αλλά για το πότε θα έρθουν τα «έσχατα του κόσμου». Λέει χαρακτηριστικά ο ιερός υμνογράφος: «ακούσωμεν τί κράζει ὁ Παντοκράτωρ· Οὐαί, οἱ ἐκζητοῦντες θεάσασθαι, τὴν φοβερὰν ἡμέραν Κυρίου· αὕτη γάρ ἐστι σκότος· πυρὶ γὰρ δοκιμάσει τὰ σύμπαντα, δηλαδή «Ἂς ἀκούσουμε τί λέγει ὁ Παντοκράτορας Θεός, ἀλίμονο σὲ σᾶς ποὺ ζητᾶτε νὰ δεῖτε τὴν φοβερὴ ἡμέρα τῆς κρίσεως. Αὐτὴ εἶναι σκοτάδι καὶ ἡ φωτιὰ θὰ δοκιμάσει τὰ σύμπαντα»).

Ακολουθούν τα αναγνώσματα, δηλαδή ο Απόστολος και το Ευαγγέλιο. Ο απόστολος που διαβάζεται εμμελώς στις νεκρώσιμες ακολουθίες είναι μια περικοπή, παρμένη από το τέταρτο κεφάλαιο της πρώτης προς Θεσσαλονικείς Επιστολής του απ. Παύλου (στ. 13-17). Το μήνυμα του Παύλου στους Θεσσαλονικείς εδώ είναι ξεκάθαρο. Σαν να τους ανακαλεί στην τάξη τους θυμίζει ότι δε θα πρέπει να στέκονται απέναντι στο γεγονός του θανάτου, όπως οι «λοιποί, οι μη έχοντες ελπίδα». Οι νεκροί, λέει ο Παύλος, πρώτοι θα προϋπαντήσουν το Χριστό κατά τη Δευτέρα Παρουσία. Ποιοι νεκροί όμως; «Οι νεκροί εν Χριστώ», δηλαδή οι νεκροί που κοιμήθηκαν με πίστη στο Χριστό. Γι’ αυτό και λίγο πριν τους ανέφερε: «Τοῦτο γὰρ ὑμῖν λέγομεν ἐν λόγῳ Κυρίου, ὅτι ἡμεῖς οἱ ζῶντες, οἱ περιλειπόμενοι εἰς τὴν παρουσίαν τοῦ Κυρίου, οὐ μὴ φθάσωμεν τοὺς κοιμηθέντας», δηλαδή «ὅτι ἐμεῖς οἱ ζωντανοὶ δὲν θὰ προφθάσουμε τοὺς νεκρούς, οἱ ὁποῖοι θὰ μᾶς προλάβουν στὴν προϋπάντηση τοῦ Κυρίου». Ουσιαστικά εδώ ο Παύλος προειδοποιεί τους Θεσσαλονικείς και μέσω αυτών όλους μας πως καμιά φορά η επίγεια ζωή μπορεί να γίνει ο προθάλαμος της κόλασης και η σωτηρία να συμβεί γι’ αυτούς που έζησαν εν Χριστώ κατά την επίγεια ζωή τους. Βέβαια αξίζει να σημειωθεί η προϋπόθεση όλων αυτών που θεωρώ ότι είναι προϋπόθεση και ζητούμενο και για όλους εμάς σήμερα στην ουσία της: «Ει γαρ πιστεύομεν ότι Ιησούς απέθανε και ανέστη». Όλοι μιλούμε για Ανάσταση μέσα στην εκκλησία, αλλά δεν ξέρω πόσοι από μας συνειδητοποιούν το μέγεθος και την ουσία της έννοιας αυτής, που ας μην το ξεχνάμε αποτελεί το κέντρο και τον οδηγό της πίστης μας.

Η ευαγγελική περικοπή προέρχεται από το πέμπτο κεφάλαιο του Ιωάννη (στ. 24-30). Πρόκειται για μια μεστή θεολογικών νοημάτων περικοπή από την οποία αξίζει να κρατήσουμε δυο χαρακτηριστικές φράσεις. Η πρώτη έχει να κάνει με την εν  ζωή τήρηση των λόγων του Θεού, που αποτελεί εγγύηση της σωτηρίας του ανθρώπου, της μετάβασής του από το θάνατο  στη ζωή («ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με, ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται, ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν»). Η δεύτερη διαπίστωση είναι ίσως σημαντικότερη από την πρώτη, ιδίως για μας τους ζωντανούς, και παράλληλα καταδεικνύει το μέγεθος της ελευθερίας της βούλησης με την οποία μας προίκισε ο Θεός. Όπως και στο Ευαγγέλιο της Κρίσης που διαβάζεται την Κυριακή της Απόκρεω (Ματθ. Κε’ 31-46),  έτσι και εδώ γίνεται ένας διαχωρισμός των ανθρώπων ανάλογα με τις πράξεις που έκαναν κατά την επίγεια ζωής τους. Από τη μια δηλαδή βρίσκονται «οι τα αγαθά ποιήσαντες» κι από την άλλη «οι τα φαύλα πράξαντες». Οι μεν πρώτοι θα βιώσουν την ανάσταση της ζωής, οι δε άλλοι την αιώνια κρίση. Αυτό που αξίζει να προσέξουμε στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η φράση που ακολουθεί και η οποία χαράσσει την ελευθερία των κινήσεων του ανθρώπου, την αυτονομία του, χωρίς καμιά αναγκαστική του καθυπόταξη στο θέλημα του Θεού, του οποίου η εφαρμογή, εφόσον το γνωρίζει, εναπόκειται στη δική του προαίρεση.  «Οὐ δύναμαι ἐγὼ ποιεῖν ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ οὐδέν», λέει ο Χριστός. «Δεν μπορώ να κάνω τίποτα από μόνος μου», σα να λέει δηλαδή, ότι οι άνθρωποι σώζονται μόνον αν το θέλουν.

Αξίζει να σημειωθεί εδώ η αντιστοιχία που υπάρχει στην  πλατωνική σκέψη περί κατάκτησης ή μη της ευτυχίας από τον ίδιο τον άνθρωπο. Ο Πλάτωνας στη μακροσκελέστατη πραγματεία του με τον τίτλο «Πολιτεία» ισχυρίζεται ότι ο θεός είναι αμέτοχος των ανθρώπινων πράξεων, των ανθρώπινων δηλαδή επιλογών. Άλλες φωνές της εποχής  των επών, δηλαδή της ομηρικής εποχής, πίστευαν ότι ο Θεός καθυποτάσσει ως ένα άβουλο ον, ως ένα έρμαιο της θεϊκής ή μη εύνοιας κάθε  άνθρωπο, οπότε η ζωή του στηρίζεται όχι στις επιλογές που ελεύθερα θα λάβει, αλλά στην τύχη ή στη θέληση του Θεού. Ο Πλάτωνας όμως υποστηρίζει στην Πολιτεία του: «Αρετή δε αδέσποτον, ην τιμών και ατιμάζων πλέον και έλαττον αυτής έκαστος έξει. Αιτία ελομένου, Θεός αναίτιος».[19] Επομένως, η ευθύνη ανήκει σε αυτόν που επιλέγει να είναι ή να μην είναι ενάρετος σε αυτήν τη ζωή.

Αμέσως μετά την εμμελή ανάγνωση του Ευαγγελικού αναγνώσματος διαβάζεται η γνωστή σε όλους μας συγχωρητική ευχή «Ο Θεός των πνευμάτων…», ευχή η οποία διαβάζεται τόσο στα μνημόσυνα στο ναό, όσο και στα τρισάγια που γίνονται στον τάφο των κεκοιμημένων αδερφών μας. Με την ευχή αυτή ο ιερέας παρακαλεί το Θεό να αναπαύσει τον άνθρωπο που έφυγε από τη ζωή «εν τόπω φωτεινώ, χλοερώ, εν τόπω αναψύξεως», όπου δε θα υπάρχει λύπη στεναγμός ή οδύνη, εκζητώντας από το Θεό τη συγχώρηση των αμαρτιών του. Το επιχείρημα είναι ένα και αφοπλιστικό θα μπορούσαμε να πούμε: «οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος, ὃς ζήσεται καὶ οὐχ ἁμαρτήσει· σὺ γὰρ μόνος ἐκτὸς ἁμαρτίας ὑπάρχεις·». Κι επανερχόμαστε έτσι στο πρώτο σκέλος της ομιλίας σχετικά με το συσχετισμό της αμαρτίας και της φθοράς με τον ίδιο το θάνατο.

Στο Tυπικό της Eκκλησίας καταγράφονται και δύο ειδικές συγχωρητικές ευχές, οι οποίες διαβάζονται μόνο από Eπίσκοπο για λαϊκούς, αλλά και μία η οποία αφορά στο θάνατο κληρικού («Ευχή εις κεκοιμημένον ιερέα»).

Κατόπιν γίνεται η απόλυση και πριν το «δι’ ευχών» πραγματοποιείται ο ύστατος αποχαιρετισμός του νεκρού από συγγενείς και γνωστούς. Κατά την ώρα αυτή ψάλλονται σε ήχο δεύτερο ειρμολογικό, δηλαδή σε σύντομο μέλος, τα προσόμοια «Δεύτε τελευταίον ασπασμόν», «Ποίος χωρισμός ω αδελφοί» και το θεοτοκίο «Σώζε τους ελπίζοντας εις σε». Αν συνεχίζεται ο ασπασμός ψάλλεται και σε στιχηραρικό μέλος  και σε ήχο πλ. β’ το δοξαστικό «Ορώντες με άφωνον και άπνουν προκείμενον» επισφραγισμένο από το «και νυν… Πρεσβείας της τεκούσης σε, Χριστέ και των μαρτύρων σου, Αποστόλων, Προφητών, Ιεραρχών, οσίων και δικαίων και πάντων των αγίων τον κοιμηθέντα δούλον σου ανάπαυσον».

Πρόκειται για προσόμοια τα οποία προτρέπουν τους παρευρισκόμενους να χαιρετήσουν για τελευταία φορά τον προκείμενο νεκρό, ευχαριστώντας παράλληλα το Θεό, καθώς μεταβαίνει κοντύτερα πλέον σ’ Αυτόν, «ουκέτι φροντίζων τα της ματαιότητος και πολυμόχθου σαρκός». «Ποῦ νῦν συγγενεῖς τε καὶ φίλοι; Ἄρτι χωριζόμεθα, ὅνπερ ἀναπαῦσαι Κύριος εὐξώμεθα», δηλαδή πού βρίσκονται τώρα οι συγγενείς και οι φίλοι; Τώρα αποχωριζόμαστε αυτόν και προσευχόμαστε ο Κύριος να τον αναπαύσει.

Θα μου επιτρέψετε να παραθέσω το αξεπέραστο κατά την προσωπική μου εκτίμηση δοξαστικό σε ήχο πλ. β που ψάλλεται, όπως τόνισα προηγουμένως, σπάνια κι εφόσον συνεχίζεται ο ασπασμός του νεκρού. Το διαβάζω και αξίζει τον κόπο, νομίζω να δώσετε προσοχή στα λόγια του: «Ὁρῶντές με ἄφωνον καὶ ἄπνουν προκείμενον, κλαύσατε πάντες ἐπ᾿ ἐμοί, ἀδελφοί καὶ φίλοι, συγγενεῖς καὶ γνωστοί· τὴν γὰρ χθὲς ἡμέραν μεθ᾿ ὑμῶν ἐλάλουν, καὶ ἄφνω ἐπῆλθέ μοι ἡ φοβερὰ ὥρα τοῦ θανάτου· ἀλλά δεῦτε πάντες οἱ ποθούμενοί με, καὶ ἀσπάσασθέ με τὸν τελευταῖον ἀσπασμόν· οὐκέτι γὰρ μεθ᾿ ὑμῶν πορεύσομαι, ἤ συλλαλήσω τοῦ λοιποῦ· εἰς Κριτὴν γὰρ ἀπέρχομαι, ἔνθα προσωποληψία οὐκ ἔστι· δοῦλος γὰρ καὶ δεσπότης ὁμοῦ παρίστανται, βασιλεὺς καὶ στρατιώτης, πλούσιος καὶ πένης, ἐν ἀξιώματι ἴσῳ· ἕκαστος γὰρ ἐκ τῶν ἰδίων ἔργων, ἤ δοξασθήσεται, ἤ αἰσχυνθήσεται. Ἀλλ᾿ αἰτῶ πάντας, καὶ δυσωπῶ, ἀδειαλείπτως ὑπὲρ ἐμοῦ προσεύξασθαι Χριστῷ τῷ Θεῷ, ἵνα μὴ καταταγῶ διὰ τὰς ἀμαρτίας μου εἰς τὸν τόπον τῆς βασάνου, ἀλλ᾿ ἵνα με κατατάξῃ, ὅπου τὸ φῶς τῆς ζωῆς.» Εδώ ο τυχών νεκρός προσωποποιείται κι απευθύνεται σε μας με συγκλονιστικές εικόνες σχετικά με την αναπότρεπτη ώρα του θανάτου για όλους μας ανεξαρτήτως του αξιώματός μας, καθώς και για τη δίκαιη κρίση του Θεού,  προτρέποντάς μας μεν να κλάψουμε για την θλιβερή απώλειά του, αλλά δε μένει εκεί. Μας παρακαλεί να προσευχηθούμε για την ανάπαυση της ψυχής του, «ίνα μη καταταγώ δια τας αμαρτίας μου εις τόπον της βασάνου, αλλ’ ίνα με κατατάξη (ενν. ο Χριστός), όπου το φως της ζωής».

Αμέσως μετά ο νεκρός μεταφέρεται στο κοιμητήριο όπου τελείται τρισάγιο και ο νεκρός σκεπάζεται με το σάβανο. Ο ιερέας ρίχνει πάνω του κρασί λέγοντας στίχο από τον 50ό ψαλμό «ραντιείς με υσσώπω και καθαρισθήσομαι, πλυνείς με και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι» και κατόπιν χώμα και πάλι με τον στίχο από τον 23ο ψαλμό «Του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής η οικουμένη και πάντες οι κατοικούντες εν αυτή» και από το 3ο κεφ. της Γένεσης «γη ει και εις γην απελεύσει».

 

Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες και αγαπητοί αδελφοί,

Ως επίλογο θα σας παραθέσω σε μετάφραση ορισμένα αποσπάσματα για την αντιμετώπιση του θανάτου από το χρυσορρήμονα πατέρα της εκκλησίας μας, άγιο Ιωάννη, τον Χρυσόστομο. Αξίζει να τα ακούσουμε, πιστεύω, και να προβληματιστούμε σχετικά με το πώς βλέπει ο άγιος αυτός άνθρωπος το θάνατο.

«Αν θέλετε να πληροφορηθείτε, γιατί είναι άγνωστο στον καθένα μας το τέλος της ζωής του και γιατί ο θάνατος έρχεται ξαφνικά, όπως ο κλέφτης τη νύχτα, θα σας το πω, καθώς μάλιστα νομίζω ότι σωστά γίνεται έτσι. Αν, λοιπόν, ο καθένας μας ήξερε τη χρονική στιγμή του θανάτου του, κανείς μας δεν θα φρόντιζε να κάνει ενάρετα έργα, όσο θα ζούσε, αλλά, γνωρίζοντας ποια θα ήταν η τελευταία μέρα της ζωής του, αφού πρώτα θα έκανε αμέτρητα κακά, θα μετανοούσε λίγο πριν κλείσει για πάντα τα μάτια του και θα έφευγε για την άλλη ζωή απαλλαγμένος από τις αμαρτίες του. Αν δηλαδή τώρα, που ο φόβος από την άγνοια του χρόνου του θανάτου συγκλονίζει τις ψυχές μας, αφού περάσουμε όλη μας τη ζωή μέσα στην αμαρτία, μόλις στις τελευταίες μας στιγμές αποφασίζουμε οι περισσότεροι να μετανοήσουμε, εφόσον βέβαια προλάβουμε, ποιος από μας θα φρόντιζε για την αρετή, αν ξέραμε σίγουρα το πότε θα πεθάνουμε; Τίποτα δεν θα διστάζαμε να πράξουμε ως την ημέρα εκείνη. Από τους εχθρούς μας θα παίρναμε εκδίκηση, όσους θέλαμε θα σκοτώναμε, τα άγρια πάθη της ψυχής μας θα ικανοποιούσαμε σε βάρος των συνανθρώπων μας, και μετά, πριν πεθάνουμε, θα... μετανοούσαμε!

…Όποιος έχει πραγματικά φιλοσοφημένη σκέψη και κατευθύνεται από την ελπίδα των μελλοντικών αγαθών, ούτε και το θάνατο θα θεωρήσει σαν θάνατο. Ο δίκαιος, δηλαδή, που βαδίζει στο δρόμο του Θεού και καθημερινά περιμένει να μπει στη βασιλεία Του, δεν ταράζεται, δεν αναστατώνεται, δεν στενοχωριέται, όταν έρχεται αντιμέτωπος με το θάνατο, όταν λ.χ. αντικρύσει νεκρό κάποιον συγγενή ή φίλο του. Γιατί γνωρίζει ότι ο θάνατος, γι' αυτούς που έζησαν ενάρετα στη γη, δεν είναι παρά μετάθεση σε μια καλύτερη ζωή, ταξίδι για έναν καλύτερο τόπο, δρόμος που οδηγεί στα στεφάνια. Γι' αυτό μπροστά στις πόλεις και στα χωριά υπάρχουν τα κοιμητήρια και οι τάφοι, για να μας θυμίζουν συνέχεια την ανθρώπινη θνητότητα. Έτσι, καθώς μπαίνουμε σε μια μεγάλη και πλούσια πόλη ή σ' ένα ωραίο και γραφικό χωριό, πριν δούμε τις ομορφιές και τα αξιοθέατά τους, βλέπουμε το τέλος και την κατάληξη κάθε ομορφιάς, κάθε πλούτου, κάθε δόξας.

…Όταν, πάλι, ένας άνδρας και μια γυναίκα παντρεύονται, υπογράφουν συχνά ένα συμβόλαιο, με το οποίο ρυθμίζουν από πριν την τύχη της περιουσίας τους σε περίπτωση θανάτου του ενός ή του άλλου: «Αν ο σύζυγος πεθάνει πριν από τη σύζυγο, θα γίνει τούτο. Αν η σύζυγος πεθάνει πριν από το σύζυγο, θα γίνει τούτο και τούτο». Καλά-καλά δεν γνωρίστηκαν ακόμα, καλά-καλά τη ζωή τους δεν άρχισαν, και το θάνατο σκέφτονται. Πολλές φορές, μάλιστα, το συμβόλαιο αναφέρει τι θα γίνει, αν πεθάνει το παιδί, που θα γεννήσουν: «Αν το παιδί, που θα γεννηθεί, πεθάνει, θα γίνει αυτό κι αυτό». Ακόμα δεν φάνηκε ο απόγονος, και εκδόθηκε η απόφαση του θανάτου του!

…Τί θέλω να πω με όλα αυτά; Ότι, πηγαίνοντας στο συμβολαιογραφείο για τη σύνταξη ενός συμβολαίου, ο καθένας γνωρίζει πως ο θάνατος θα επισκεφθεί κάποια στιγμή τον ίδιο ή έναν δικό του άνθρωπο. Το θεωρεί απόλυτα φυσιολογικό και αναπόφευκτο. Όταν, όμως, έρθει ο θάνατος, ξεχνάει όσα έγραψε και άλλα λέει. "Έπρεπε να πάθω εγώ τέτοιο πράγμα;", φωνάζει με θρήνους και αναστεναγμούς ο άντρας που χήρεψε. "Περίμενα να με βρει τέτοια συμφορά και να χάσω τη γυναίκα μου;". Τί λες, άνθρωπέ μου; Όταν ήσουνα, ή μάλλον νόμιζες πως ήσουνα, μακριά από το θάνατο, ήξερες καλά τους φυσικούς νόμους· τώρα που έπαθες τη συμφορά, τους ξέχασες; Ίσως να πήρε ο Θεός τη γυναίκα σου, επειδή θέλει να σε οδηγήσει στην εγκράτεια, επειδή σε θεωρεί ικανό για μεγαλύτερους αγώνες, για ανώτερη πνευματική ζωή, και γι' αυτό σε ελευθέρωσε από τον συζυγικό δεσμό.

Κι εσύ πάλι, η γυναίκα, που έχασες τον άντρα σου, γιατί κλαις; Μήπως επειδή έχασες τον προστάτη σου κι έμεινες έρημη στον κόσμο; Ποτέ μην πεις κάτι τέτοιο. Γιατί δεν έχασες το Θεό, που είναι ο πραγματικός προστάτης όλων μας. Αφού έχεις βοηθό το Θεό, δεν έχεις ανάγκη από κανέναν άλλο. Μήπως, και όταν ζούσε ο άντρας σου, ο Θεός δεν ήταν που σας τα έδινε όλα; Αυτό να σκέφτεσαι και να λες, όπως ο Δαβίδ: «Ο Κύριος είναι το φως μου και ο σωτήρας μου, ποιόν θα φοβηθώ; Ο Κύριος είναι ο υπερασπιστής της ζωής μου, τί θα με κάνει να δειλιάσω;».[20] Τώρα πια Αυτός, «ο πατέρας των ορφανών και συμπαραστάτης των χηρών»,[21] θα φροντίζει για σένα περισσότερο απ' όσο φρόντιζε πριν. Βλέπεις, λοιπόν, ένα συγγενή σου να φεύγει απ' αυτόν τον κόσμο; Μην τρομάζεις, μη θρηνείς, μη συντρίβεσαι. Συγκεντρώσου στον εαυτό σου, εξέτασε τη συνείδησή σου και σκέψου ότι σε λίγο καιρό σε περιμένει κι εσένα το ίδιο τέλος.

…Πες μου, για ποιό λόγο κλαις με τόσο πόνο αυτόν που πέθανε; Γιατί ήταν κακός; Ε, λοιπόν, όχι μόνο δεν πρέπει να κλαις, αλλά και να ευχαριστείς το Θεό, που σταμάτησε πια η κακία του. Μήπως, απεναντίας, ήταν καλός; Και στην περίπτωση αυτή πρέπει να χαίρεσαι, γιατί πέθανε «πριν η κακία αλλάξει τη σύνεσή του ή η δολιότητα της αμαρτίας εξαπατήσει την ψυχή του».[22] Ήταν μήπως νέος; Και γι' αυτό ακόμα ευχαρίστησε το Θεό και δόξασέ Τον, γιατί τον πήρε κοντά Του. Όπως εκείνους που πηγαίνουν για ν' αναλάβουν κάποιο αξίωμα, τους κατευοδώνουμε με χαρά και ικανοποίηση, έτσι πρέπει ν' αποχαιρετάμε κι αυτούς που φεύγουν από τούτη τη ζωή, γιατί πηγαίνουν κοντά στο Θεό, όπου θ' απολαμβάνουν μεγάλη τιμή και ευτυχία».

 

Σας ευχαριστώ.


[1] Ιω. ια. 33-34

[2] Γρηγορίου Παλαμά, P. G. 150, 1361 C

[3] Α΄ Κορ. 15, 31.

[4] Μ. Αντωνίου, Φιλοκ, Α’, σελ. 10, μθ’, εκδ. Παπαδημητρίου, Αθήνα, 1974.

[5] Εβρ. 13, 14.

[6] Α’ Κορ. 15, 53

[7] (Σοφ. Σολ. 1, 13)

[8] Ιωαν. 8, 44

[9] Ρωμ 5, 21

[10] Α' Ιωαν. 4, 18

[11] Θεοφ. Αντιοχείας, προς Αυτόλυκον Β’, 26, ΒΕΠΕΣ 5, σελ 39.

[12] Μ. Βασιλείου P.G. 31, 345 ΑΒ.

[13] Αποκ. 21, 4.

 

[14] Γεν. 2, 7.

[15] Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια 1:445-446.

[16] Γεν. ιη’ 27.

[17] Α΄ Κορ. 15, 14

[18] Πρωτ. Θεμιστοκλῆ Χριστοδούλου Περὶ τῆς Κηδείας 2004 σ. 27.

[19] Πλάτωνας, Πολιτεία 617 c-e.

[20] Ψαλμ. 26, 1.

[21] (Ψαλμ. 67:6)

[22] (Σοφ. Σολ. 4:11)