Το απόγευμα της Α’ Κυριακής των Νηστειών τελέσθηκε στον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Νικολάου ο Β’ Κατανυκτικός Εσπερινός της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Πριν το τέλος, ο Πρωτοσύγκελλος της Μητροπόλεώς μας π. Ειρηναίος Λαφτσής ανέπτυξε το θέμα της ομιλίας του που ήταν: «Η Ορθόδοξη Πίστη και ο τρόπος που τη βιώνουμε στη ζωή μας».
Ολόκληρη η ομιλία
Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ Ο ΤΡΟΠΟΣ
ΠΟΥ ΤΗ ΒΙΩΝΟΥΜΕ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ
Σεβαστοί ιερείς και διάκονοι,
Αδελφοί και αδελφές μου εν Χριστώ,
Σήμερα, Κυριακή της Ορθοδοξίας, μας αξίωσε ο Κύριος να γιορτάσουμε το θρίαμβο της Εκκλησίας και της αληθινής πίστης ενάντια στους Εικονομάχους αιρετικούς οι οποίοι αμφισβητούσαν τη δυνατότητα απεικονίσεως του Χριστού και κατ’ επέκτασιν αμφισβητούσαν τη σάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού, όπως χαρακτηριστικά καταγράφουν οι ομολογητές Πατέρες του 8ου και 9ου αιώνα. Οι Πατέρες αγωνίστηκαν, φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν, μαρτύρησαν για να μας παραδώσουν τα δόγματα της Θεολογίας και την πίστη της Εκκλησίας. Όλους αυτούς τους τίμησε η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος το 787 στη Νίκαια της Βιθυνίας, τα ονόματα των οποίων ακούσαμε το πρωί κατά την ανάγνωση του Συνοδικού κειμένου.
Γνώριζαν Αυτόν τον οποίο αναφέρει το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα. Δηλ. τη φράση που απηύθυνε ο Φίλιππος στο Ναθαναήλ: «ὅν ἔγραψε Μωυσὴς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφήται, εὑρήκαμεν· Ἰησοῦν τὸν υἱὸν Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ»[1]. Τον είδαν οι Απόστολοι και τον βλέπουμε όλοι εμείς σήμερα οι χριστιανοί κατά το δυνατόν «οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ». Οι Πατέρες πίστεψαν στο Χριστό. Βίωσαν και εφάρμοσαν τη διδασκαλία στη ζωή τους και θέλησαν να μας την παραδώσουν ακέραιη και καθαρή, ό,τι κι αν τους στοίχισε. Και το σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα από την προς Εβραίους επιστολή, αναφέρει τι τους στοίχισε: «ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πείραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς· ἐλιθάσθησαν (λιθοβολίθηκαν), ἐπρίσθησαν (πριονίσθηκαν), ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον· περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι ... ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς»[2]. Και γιατί όλα αυτά; Για να παραδώσουν σ’ εμάς την ορθή πίστη. Το γιατί μας το απαντά ο Παύλος επειδή «μείζονα πλοῦτον ἡγησάμενοι τῶν Αἰγύπτου θησαυρῶν, τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ Χριστοῦ· ἀπέβλεπε γὰρ τὴν μισθαποδοσίαν»[3]. Θεώρησαν μεγαλύτερο πλούτο από τους θησαυρούς της Αιγύπτου, τον εξευτελισμό του Χριστού επειδή απέβλεπαν στη Βασιλεία των Ουρανών.
Δανειζόμενος τον λόγο του μεγάλου θεολόγου, επισκόπου και Δασκάλου του Γένους, Νικηφόρου Θεοτόκη (1731-1800), αναφέρω: «Σήμερα που η Εκκλησία προβάλει τους όρους της Πίστεως, εγώ θα σας μιλήσω για τη πίστη. Θα μιλήσω κατά την επιθυμία σας για το θέμα αυτό. Θα μιλήσω όμως και εναντίον της επιθυμίας σας, διότι η Πίστη δεν εξετάζεται. Όταν εξετάζεται, μειώνεται. Όταν, όμως, τη βιώνουμε, αυξάνεται»[4]. Διότι εφαρμόζεται ο λόγος του ευαγγελίου «μείζω τούτων ὄψει»[5] δηλ. θα δεις μεγαλύτερα πράγματα από αυτά.
Θα αναπτύξουμε, λοιπόν, το θέμα μας με την εξής δομή.
Πρώτον, θα δούμε τι είναι πίστη γενικά.
Δεύτερον, θα δώσουμε ορισμό της πίστης.
Τρίτον, θα εξηγήσουμε τι είναι ορθόδοξη πίστη και θα κατανοήσουμε τι είναι αυτό που πιστεύουμε σύμφωνα με τα δόγματα της Εκκλησίας και των Οικουμενικών Συνόδων.
Και τέταρτον, πως βιώνουμε τελικά την πίστη στη ζωή μας, πως δηλ. η πίστη γίνεται πράξη.
Α. Τι είναι Πίστη;
Πίστη είναι το να μάθει κάποιος και να παραδεχθεί γεγονότα και πράγματα που ούτε τα είδε ούτε τα άκουσε ο ίδιος, αλλ’ οι άλλοι τον πληροφορούν και τον βεβαιώνουν γι’ αυτά. Άλλοι άνθρωποι οι οποίοι τα είδαν και τα άκουσαν και βεβαίωσαν πως είναι αληθινά. Και επειδή εμπιστεύεται αυτούς, τα πιστεύει ως αληθινά. Π.χ. υπάρχει η Ινδία, το Νεπάλ, το Μπουτάν. Δεν πήγα για να τα δω, αλλά πιστεύω πως υπάρχουν όταν έμαθα Γεωγραφία. Δηλαδή πιστεύω. Άλλο· έγινε η μάχη του Μαραθώνα; Η Επανάσταση του 1821; Δεν ήμουν εκεί, αλλά διαβάζοντας την Ιστορία ξέρω ότι έγινε. Δηλαδή, πιστεύω. Πίστη είναι κοντολογίς η πεποίθηση που σχηματίζουμε από τις πληροφορίες των άλλων. Αν εξετάσουμε τα όσα ξέρουμε και αποτελούν το θησαυρό των γνώσεών μας, θα δούμε πως τα πιο πολλά από αυτά, τα 80%, τα 90%, για να μη πει κανείς περισσότερα, τα γνωρίζουμε, επειδή τα πιστεύουμε. Έτσι είχε δίκαιο ο άγιος Κύριλλος ο Ιεροσολύμων που έλεγε· «πάντα τά ἐν τῷ κόσμῳ τελούμενα τῇ πίστει τελεῖται».
Β. Ο ορισμός της χριστιανικής Πίστης.
Να αναφέρουμε τον ορισμό της Πίστης που δίνει ο απόστολος Παύλος. «Πίστις ἐστίν, ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων»[6], δηλ. η πίστη κάνει πραγματικά εκείνα που ελπίζουμε και βέβαια εκείνα που δεν βλέπουμε. Τούτο σημαίνει πως πίστη είναι απόλυτη βεβαιότητα και ασάλευτη πεποίθηση, ότι εγώ ο πιστός θα απολαύσω στο μέλλον αγαθά τα οποία τώρα δεν υπάρχουν, φαίνεται πως δεν υπάρχουν, αλλά εγώ τα ελπίζω, τα περιμένω, ζω, δηλαδή, με ζωντανή ελπίδα, περιμένω να πραγματοποιηθούν και να τα απολαύσω. Τέτοια είναι η ανάσταση των νεκρών, η δεύτερη του Χριστού παρουσία, η μέλλουσα κρίση και ανταπόδοση, η αιώνια ζωή και βασιλεία. Ο Χριστιανός πιστεύει, δηλαδή ελπίζει, πως θα απαλλαγεί από την τυραννία της αμαρτίας, πως θα εξομοιωθεί με το Χριστό, πως θα αναστηθεί εκ νεκρών και θα κληρονομήσει την ουράνια βασιλεία. Ακόμα και σε ζητήματα της επιγείου ζωής. Ελπίζει ότι οι υποσχέσεις του Θεού να μας προστατεύει σε κάθε κίνδυνο της ζωής μας και να μας σώζει από πειρασμούς και αμαρτίες, θα πραγματοποιηθούν. Αυτά ως προς τα ελπιζόμενα. Αλλά «πίστις ἐστίν» και «πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων», πραγμάτων και προσώπων. Το ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο εκ του μηδενός. Γεγονός ανεξέλεγκτο. Και όμως αληθινό το παρουσιάζει η Πίστη. Το ότι ο Σωτήρας μας Χριστός είναι πρόσωπο ιστορικό, που έζησε πάνω στη γη. Ότι γεννήθηκε ως άνθρωπος από την Παναγία Παρθένο. Ότι σταυρώθηκε, ότι αναστήθηκε, ότι αναλήφθηκε στον Ουρανό και το ότι κάθισε στα δεξιά του Πατρός του, ότι θα έλθει πάλι κατά τη Δευτέρα του Παρουσία, για να κρίνει ζωντανούς και νεκρούς. Αυτά είναι πραγματικότητες, παρ’ ότι δεν φαίνονται. Έπειτα οι Άγγελοι και όλος ο ουράνιος πνευματικός κόσμος, η ψυχή μας κ.ο.κ.. Για το Χριστιανό αυτά τα μη βλεπόμενα είναι τόσο βέβαια και έχει τόση πληροφορία περί τούτων, που ίσως δεν θα είχε, εάν τα είχε δει με τα ίδια του τα μάτια. Η πίστη επομένως τη γη την κάνει ουρανό και την παρούσα ζωή Παράδεισο αληθινό. Έτσι η πίστη μας οδηγεί στο Χριστό και ο Χριστός στην ουράνια Βασιλεία.
Γ. Τί σημαίνει Ορθόδοξη Πίστη;
Ορθόδοξη πίστη είναι οι αλήθειες που μας αποκάλυψε ο Χριστός ερχόμενος στον κόσμο. Μόνο η αλήθεια του Θεού σώζει τον άνθρωπο. Αυτήν την αλήθεια μας φανέρωσε ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός. Ήρθε στον κόσμο για να «κηρύξει το ευαγγέλιο του Θεού»[7]. Να διδάξει και να «μαρτυρήσει την αλήθεια»[8]. Γνωρίζοντας, λοιπόν ο άνθρωπος την αλήθεια του Χριστού ελευθερώνεται από την αμαρτία[9]. Υπακούοντας σ' αυτήν μετέχει στην αληθινή ζωή[10]. Απέναντι στην αλήθεια του Θεού βρίσκεται η πλάνη και η αίρεση. Η πλάνη αρνείται την αλήθεια και η αίρεση τη νοθεύει. Έτσι ο άνθρωπος που έπεσε σε πλάνη ή παρασύρθηκε από την αίρεση χάνει τη δυνατότητα της σωτηρίας.
Η Εκκλησία που είναι «ο στύλος και το στήριγμα της αλήθειας»[11], από τα πρώτα χρόνια ακόμη, αγωνίστηκε σκληρά να κρατήσει ακέραιη και ανόθευτη την αλήθεια, που μας παρέδωσε ο Χριστός. Η συνεχής φροντίδα των Αποστόλων και των διαδόχων τους ήταν να προφυλάξουν τους χριστιανούς από τις πλανεμένες διδασκαλίες των «ψευδοδιδασκάλων» και των «ψευδοπροφητών»[12]. Αληθινός χριστιανός, είναι ο άνθρωπος εκείνος που πιστεύει στην Αγία Τριάδα.
Ορθόδοξη πίστη σημαίνει σιγουριά γι' αυτό που ελπίζουμε και βεβαιότητα γι’ αυτά που δε βλέπουμε[13]. Πίστη είναι η αποδοχή του Θεού όπως μας αποκαλύπτεται. Δεν δημιουργούμε εμείς την πίστη στο Θεό. Μας την δίνει ο ίδιος. Πίστη είναι ανεπιφύλακτη εμπιστοσύνη στο Θεό, τον Κύριο του ουρανού και της γης. Εμπιστοσύνη σημαίνει ότι δέχομαι χωρίς αμφιβολία ότι ο Θεός εκπληρώνει τις υποσχέσεις Του. Η πίστη είναι απόλυτη υπακοή στο Θεό. Υπακοή σημαίνει ότι εφαρμόζω τις εντολές του Θεού, όπως η υπακοή της Παναγίας στον Ευαγγελισμό. Γνήσια πίστη είναι θαρραλέα ομολογία με λόγια και με έργα. Σήμερα όλοι διακηρύττουν τις πεποιθήσεις τους. Γιατί να αρνείται ο Χριστιανός; Η πίστη δεν είναι συναίσθημα, αλλά γνώση του Θεού. Η πίστη είναι ΛΟΓΙΚΗ· Πίστη και λογική είναι οι δυο όχθες του ίδιου ποταμού. Είναι προσωπική απάντηση του ανθρώπου στην κλήση του Θεού για σωτηρία. Και οι δαίμονες πιστεύουν, αλλά δεν τηρούν την πίστη στη ζωή τους. Η πίστη είναι απαραίτητη για τη ζωή. Η γνώση δεν καταργεί την πίστη. Ο άνθρωπος πιστεύει περισσότερα από όσα γνωρίζει και βλέπει.
Πιστεύουμε στο Θεό, και πιστεύουμε τον Θεό· άλλο το ένα και άλλο το άλλο. Πραγματικά πιστεύω τον Θεό σημαίνει ότι θεωρώ βέβαιες κι αληθινές τις επαγγελίες που μας έδωσε· πιστεύω δε στον Θεό σημαίνει ότι φρονώ περί αυτού ορθώς. Ας δούμε τώρα τι φρονεί και τι διδάσκει η ορθόδοξη πίστη και θεολογία για το Τριαδικό Θεό, μια που το επιβάλει και η σημερινή ημέρα.
Είναι Πατήρ άχρονος και άναρχος και αΐδιος, μόνος αιτία και ρίζα της θεότητος που ενυπάρχει στον Υιό και στο άγιο Πνεύμα· όχι μόνος δημιουργός, αλλά μόνος Πατήρ ενός Υιού και μόνος προβολέας ενός αγίου Πνεύματος.
Ο Υιός, συναΐδιος με αυτόν και χρονικώς συνάναρχος· όχι άναρχος δε, διότι έχει γεννήτορα και ρίζα, πηγή και αρχή τον Πατέρα, από τον οποίο μόνον προήλθε πριν από όλους τους αιώνες ασωμάτως, απαθώς, αρρεύστως, γεννητώς, αλλά δεν διαιρέθηκε· που είναι Θεός από Θεό, όχι άλλος κατά το ότι είναι Θεός και άλλος κατά το ότι είναι Υιός· λόγος ζωντανός, φως αληθινό, ενυπόστατος σοφία, αιτία και αρχή όλων των δημιουργημάτων, αφού όλα αυτά έγιναν δι' αυτού· αυτός εκένωσε τον εαυτό του χάριν της συντελείας των αιώνων, όπως προείπαν οι προφήτες, παίρνοντας για μας την δική μας μορφή, και, αφού κυοφορήθηκε από την αειπάρθενο Μαρία μ’ ευδοκία του Πατρός και συνεργία του αγίου Πνεύματος, γεννήθηκε κι ενανθρώπησε αληθινά, έγινε όμοιος μ' εμάς καθ' όλα, πλην της αμαρτίας, ενώ έμεινε ό,τι ήταν, Θεός αληθινός σε μια υπόσταση και μετά την ενανθρώπηση, ενεργών όλα τα θεία ως Θεός και όλα τα ανθρώπινα πάθη· απαθής και αθάνατος ων και διαμένων ως Θεός, εκουσίως δε παθών για μας κατά την σάρκα ως άνθρωπος, σταυρωθείς και αποθανών, ταφείς και αναστάς κατά την τρίτη ημέρα και καταργήσας δια του θανάτου και της αναστάσεώς του αυτόν που έχει την κυριαρχία του θανάτου· και μετά την Ανάσταση επιφανείς, αναληφθείς στον ουρανό και καθίσας στα δεξιά του Πατρός αφού έκαμε ομότιμο και ομόθρονο ως ομότιμο το σώμα μας, με το οποίο πρόκειται να έλθει πάλι ενδόξως να κρίνει ζώντας και νεκρούς, που θα επανέλθουν προς την ζωή εξ αιτίας της παρουσίας του, και ν' αποδώσει στον καθένα κατά τα έργα του. Αναγνωρίζοντας κι εμείς αισθητό και περιγραπτό το σώμα του, το εικονίζουμε και προσκυνούμε ευσεβώς και αυτήν που τον γέννησε παρθενικώς και τους ευαρεστήσαντες αυτόν τελείως. Τούτου τα σύμβολα των παθών, και μάλιστα τον σταυρό, τιμούμε και προσκυνούμε ως θεία τρόπαια κατά του κοινού πολεμίου. Την ανάμνηση τούτου τελώντας κατά την εντολή του καθημερινώς, ιερουργούμε τα θειότατα μυστήρια και μετέχουμε σ’ αυτά. Κατά την παραγγελία τούτου πριν από όλα βαπτιζόμαστε και βαπτίζομε σ' ένα όνομα σεπτό και προσκυνητό του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος.
Διότι από τον αΐδιο και άναρχο Πατέρα εκπορεύεται το Άγιο Πνεύμα, που είναι συνάναρχο με τον Πατέρα και τον Υιό ως άχρονο, όχι δε άναρχο, αφού και αυτό ρίζα και αρχή και αιτία έχει τον Πατέρα, από τον οποίο προήλθε πριν από όλους τους αιώνες αρρεύστως, απαθώς, εκπορευτώς, και είναι επίσης αδιαίρετο του Πατρός και του Υιού, ως προερχόμενο από τον Πατέρα και αναπαυόμενο στον Υιό· που έχει ασύγχυτη την ένωση και αμέριστη τη διαίρεση· που είναι και αυτό Θεός από Θεό, όχι άλλος μεν ως Θεός, άλλος δε Παράκλητος ως Πνεύμα άγιο αυθυπόστατο· που έχει την ύπαρξη από τον Πατέρα.
Το ότι κάποια πράγματα δεν βλέπουμε, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν. Πίστη είναι να πιστεύεις αυτό που δεν βλέπεις και η ανταμοιβή είναι να δεις αυτό που πιστεύεις (Ιερός Αυγουστίνος).
«Μια φορά πήγε ένας τύπος στο κουρείο για το καθιερωμένο κούρεμα και ξύρισμα. Καθώς ο κουρέας άρχισε να δουλεύει, άρχισε μια καλή συζήτηση. Μίλησαν για τόσα πολλά πράγματα και πάρα πολλά θέματα... Όταν τελικά άγγιξαν το θέμα της θρησκείας και του θεού, ο κουρέας αναφώνησε:
«Δε πιστεύω ότι ο Θεός υπάρχει».
«Γιατί το λες αυτό;» ρώτησε ο πελάτης.
Και ο κουρέας είπε: «Λοιπόν, απλά βγες έξω στο δρόμο για να καταλάβεις γιατί ο Θεός δεν υπάρχει. Πες μου γιατί αν ο Θεός υπάρχει, υπάρχουν τόσοι διεστραμμένοι; Γιατί τόσα εγκαταλελειμμένα παιδιά; Αν ο Θεός υπήρχε, δε θα υπήρχε ούτε δυστυχία ούτε πόνος. Δε μπορώ να φανταστώ ένα Θεό που αγαπάει και συμπονεί να επιτρέπει όλα αυτά που γίνονται.»
Ο πελάτης το σκέφτηκε για μια στιγμή, αλλά δεν απάντησε γιατί δεν ήθελε να χαλάσει τη συζήτηση.
Ο κουρέας τελικά τελείωσε τη δουλειά του και ο πελάτης έφυγε. Όμως μόλις έφυγε από το κουρείο, είδε ένα άντρα στο δρόμο με μακριά κατσαρά βρώμικα μαλλιά και γένια. Φαινόταν πολύ βρώμικος και απεριποίητος. Εκείνη τη στιγμή ο πελάτης γύρισε πίσω και ξαναμπήκε στο κουρείο. Τότε είπε στον κουρέα:
«Ξέρεις τι; Οι κουρείς δεν υπάρχουν!
«Πως μπορείς να το λες αυτό;», ρώτησε ο έκπληκτος κουρέας. «Είμαι εδώ και είμαι κουρέας! Μόλις σε κούρεψα, τι είναι αυτά που λες;»
«Όχι!», απάντησε ο πελάτης και εξήγησε: «Οι κουρείς δεν υπάρχουν γιατί αν υπήρχαν, δε θα υπήρχαν αχτένιστοι άνθρωποι και με μακριά βρώμικα μαλλιά, όπως ο τύπος απ' έξω.»
«Μα.... οι κουρείς ΟΝΤΩΣ υπάρχουν! Αυτό συμβαίνει όταν οι άνθρωποι δεν έρχονται σε μένα.»
«Ακριβώς!», απάντησε ο πελάτης. «Αυτό είναι το θέμα! Ο Θεός, επίσης ΥΠΑΡΧΕΙ! Και αυτό συμβαίνει όταν οι άνθρωποι δεν πηγαίνουν σε αυτόν και δεν αναζητούν σε αυτόν βοήθεια. Γι' αυτό υπάρχει τόσος πόνος και δυστυχία στον κόσμο».
Για να πλησιάσω, πρέπει να πιστέψω πρώτα. Η πίστη δεν αποδεικνύεται αλλά δοκιμάζεται. Οι πιστοί δεν έχουν ανάγκη από αποδείξεις αλλά από δοκιμασίες.
Δ. Η πίστη ως βίωμα
Ας δούμε τώρα το τέταρτο και τελευταίο μέρος της σημερινής ομιλίας που αφορά την πράξη, την εφαρμογή, τα έργα.
Όλα όσα είπαμε είναι η θεωρία της πίστης, όμως χωρίς την πράξη δεν μπορούμε να λεγόμαστε χριστιανοί.
Ας μη νομίζουμε πως θα σωθούμε μόνο με την πίστη. Η πίστη χωρίς έργα δεν ωφελεί σε τίποτα. Ο Κύριος βέβαια είπε, ότι «ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται, ὁ δέ ἀπιστήσας κατακριθήσεται»[14]. Ο ίδιος όμως είπε και τούτο: «Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι «Κύριε, Κύριε» εἰσελεύσεται εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ᾿ ὁ ποιῶν τό θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς»[15]. Και ο απόστολος Παύλος γράφει για κείνους που δεν έχουν καλά έργα: «Θεόν ὁμολογοῦσιν εἰδέναι, τοῖς δέ ἔργοις ἀρνοῦνται, βδελυκτοί ὄντες καί ἀπειθεῖς καί πρός πᾶν ἔργον ἀγαθόν ἀδόκιμοι»[16] (Μτφ: Ομολογούν με το στόμα ότι γνωρίζουν το Θεό, αλλά με τα έργα τους τον αρνούνται. Είναι άνθρωποι κακοί, απειθείς και ακατάλληλοι για κάθε καλό έργο).
Όπως το σώμα χωρίς την ψυχή είναι πτώμα, έτσι και η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή. Ας ακούσουμε τον άγιο Ιάκωβο τον Αδελφόθεο, που με τόση ενάργεια τονίζει: «Τί τό ὄφελος, ἀδελφοί μου, ἐάν πίστιν λέγῃ τις ἔχειν, ἔργα δέ μη ἔχῃ; Μή δύναται ἡ πίστις σῶσαι αὐτόν; Ἐάν δέ ἀδελφός ἤ ἀδελφή γυμνοί ὑπάρχωσι καί λειπόμενοι ὦσι τῆς ἐφημέρου τροφῆς, εἴπῃ δέ τις αὐτοῖς ἐξ ὑμῶν, «ὑπάγετε ἐν εἰρήνῃ, θερμαίνεσθε καί χορτάζεσθε», μή δῶτε δέ αὐτοῖς τά ἐπιτήδεια τοῦ σώματος, τί τό ὄφελος; Οὕτω καί ἡ πίστις, ἐάν μή ἔργα ἔχῃ, νεκρά ἐστι καθ᾿ ἑαυτήν»[17]. (Μτφ: Ποιό είναι το όφελος, αδελφοί μου, εάν κάποιος λέει ότι έχει πίστη και δεν έχει έργα; Μήπως μπορεί η πίστη να τον σώσει; Εάν ο αδελφός ή η αδελφή είναι γυμνοί και στερούνται της καθημερινής τροφής και πει κάποιος από σας «πηγαίνετε στο καλό, ζεσταθείτε και χορτασθείτε» και δεν του δώσετε τα αναγκαία για το σώμα, ποιά η ωφέλεια. Έτσι και η πίστη αν δεν έχει έργα είναι νεκρή.)
Μετά απ’ αυτά, όπως λέει ο άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος, είναι φανερό πως πρέπει να έχουμε και έργα μαζί με την πίστη. Και όποιος έχει, είναι καλύτερος απ’ αυτόν που κάνει θαύματα. Αλήθεια, τι ωφελείται εκείνος που κάνει θαύματα τώρα, αλλά θα χάσει τη Βασιλεία των Ουρανών; Πως θα σωθεί ακόμα κι ένας θαυματουργός, αν δεν έχει έργα, που θα τον δικαιώσουν; Να γιατί ο Χριστός προειδοποίησε ρητά: «Πολλοί ἐροῦσί μοι ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ· «Κύριε, Κύριε, οὐ τῷ σῷ ὀνόματι προεφητεύσαμεν, καί τῷ σῷ ὀνόματι δαιμόνια ἐξεβάλομεν, καί τῷ σῷ ὀνόματι δυνάμεις πολλάς ἐποιήσαμεν;» Καί τότε ὁμολογήσω αὐτοῖς ὅτι “οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς· ἀποχωρεῖτε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ ἐργαζόμενοι τήν ἀνομίαν”»[18]. Βλέπουμε λοιπόν, πως κι εκείνοι που έχουν χαρίσματα θαυματουργίας, προφητείας κ.α., δεν μπορούν να ωφελήσουν τον εαυτό τους χωρίς έργα. Δεν μπορεί άλλα να πιστεύουμε κι άλλα να πράττουμε.
Ας δούμε, λοιπόν, τι πράττει ο ορθόδοξος χριστιανός όταν πιστεύει.
Όποιος πιστεύει είναι ελεήμων. Πιστεύει πραγματικά στο Θεό και στην πρόνοιά Του και σκορπίζει στους φτωχούς τα χρήματά του, ελπίζοντας ότι θα πάρει «μισθόν ἑκατονταπλασίονα» και θα κληρονομήσει την αιώνια ζωή. Αυτό έκαναν οι πρώτοι χριστιανοί, όπως διαβάζουμε στις Πράξεις: «Πάντες οἱ πιστεύοντες ἦσαν ἐπί τό αὐτό καί εἶχον ἅπαντα κοινά, καί τά κτήματα καί τάς ὑπάρξεις (περιουσίες) ἐπίπρασκον καί διεμέριζον αὐτά πᾶσι καθότι ἄν τις χρείαν εἶχε»[19].
Όποιος πιστεύει είναι ταπεινός και δίκαιος. Αγωνίζεται να ταπεινωθεί, μετανοεί για τις αμαρτίες του, είναι πράος και ειρηνικός, μισεί την αδικία και αγαπάει τη δικαιοσύνη, γιατί θυμάται το ψαλμικό: «Ὁ ἀγαπῶν τήν ἀδικίαν μισεῖ τήν ἑαυτοῦ ψυχήν»[20].
Όποιος πιστεύει έχει καθαρή καρδιά και σώμα. Υπομένει αγόγγυστα κάθε πειρασμό, για να στεφανωθεί με το στεφάνι της άφθαρτης δόξας. Φυλάει τη σωφροσύνη και δεν μολύνει τον εαυτό του με πορνείες και άλλες ακαθαρσίες, γνωρίζοντας πως όποιοι μολύνουν τα σώματά τους δεν θα σωθούν: «πόρνους γάρ καὶ μοιχούς κρινεῖ ὁ Θεός»[21].
Αυτός πού πιστεύει αληθινά, αγαπά την προσευχή, την εγκράτεια και τη νηστεία. Δεν κατακρίνει κανένα και δεν ακολουθεί «τήν εὐρύχωρον ὁδόν», αλλά «τήν στενήν καί τεθλιμμένην». Δεν αγαπάει τον κόσμο ούτε γονείς, αδέλφια, γυναίκα και παιδιά περισσότερο από τον Κύριο. Προσεύχεται και νηστεύει, και εγκρατεύεται και ετοιμάζεται πνευματικά, για να δώσει «καλήν ἀπολογίαν» στον ουράνιο Κριτή.
Όσοι πιστεύουν έχουν αγάπη, υπομονή και χαρά στη ζωή τους. Αγαπούν τον Κύριο και μισούν τα πονηρά έργα. Δεν μνησικακούν εναντίον του αδελφού τους και δεν αποδίδουν κακό στο κακό. Κάνουν καλό σ᾿ αυτούς που τους κακομεταχειρίζονται, ευλογούν αυτούς πού τούς καταριόνται και υπομένουν καρτερικά αυτούς που τους κατατρέχουν. Όταν τους βρίζουν, χαίρονται. Έχουν αγάπη καθαρή, ανόθευτη και αληθινή, όπως ο απόστολος Παύλος, που έφτασε στο σημείο να λέει: «Ἀλήθειαν λέγω ἐν Χριστῷ, οὐ ψεύδομαι, συμμαρτυρούσης μοι τῆς συνειδήσεώς μου ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, ὅτι λύπη μοί ἐστι μεγάλη καί ἀδιάλειπτος ὀδύνη ἐν τῇ καρδίᾳ μου. Ηὐχόμην γάρ αὐτός ἐγώ ἀνάθεμα εἶναι ἀπό τοῦ Χριστοῦ ὑπέρ τῶν ἀδελφῶν μου»[22]. (Μτφ: Την αλήθεια λέω ενώπιον του Χριστού, δεν ψεύδομαι· με βεβαιώνει και η συνείδησή μου δια του Αγίου Πνεύματος, ότι υπάρχει μεγάλη λύπη και αδιάκοπος πόνος στην καρδιά μου. Θα ευχόμουν μάλιστα να είμαι εγώ ανάθεμα, μακριά από τον Χριστό για χάρη των αδελφών μου).
Τέτοια αγάπη είχε και ο προφήτης Μωυσής, που, όταν οι Ισραηλίτες αρνήθηκαν το Θεό και προσκύνησαν ένα είδωλο – ένα χρυσό μοσχάρι – τούς εἶπε: «Ὑμεῖς ἡμαρτήκατε ἁμαρτίαν μεγάλην· καί νῦν ἀναβήσομαι πρός τόν Θεόν, ἵνα ἐξιλάσωμαι περί τῆς ἁμαρτίας ὑμῶν»[23]. Και ανέβηκε στο όρος Σινά και είπε στο Θεό: «Δέομαι, Κύριε· ἡμάρτηκεν ὁ λαός οὗτος ἁμαρτίαν μεγάλην καί ἐποίησαν ἑαυτοῖς θεούς χρυσοῦς. Καί νῦν εἰ μέν ἀφεῖς αὐτοῖς τήν ἁμαρτίαν αὐτῶν, ἄφες· εἰ δέ μή, ἐξάλειψον κἀμέ ἐκ τῆς βίβλου σου, ἧς ἔγραψας»[24]. Τέτοια διάθεση είχε και ο προφήτης Δαβίδ, όταν έλεγε: «Μετά τῶν μισούντων τήν εἰρήνην ἤμην εἰρηνικός»[25].
Όσοι πιστεύουν είναι ειλικρινείς και τίμιοι. Δεν ξέρουν τι είναι υποκρισία ή κολακεία ή προσωποληψία, γιατί σ᾿ όλες τους τις ενέργειες είναι ευθείς, τίμιοι και ειλικρινείς. Δεν υπερηφανεύονται και δεν «υψηλοφρονούν» για τους επαίνους και τις κολακείες, που τους κάνουν οι άλλοι. Αποστρέφονται τον κόσμο της αμαρτίας, ακολουθώντας την υπόδειξη του αποστόλου Παύλου: «Οὐδείς στρατευόμενος ἐμπλέκεται ταῖς τοῦ βίου πραγματείαις, ἵνα τῷ στρατολογήσαντι ἀρέσῃ. Ἐάν δέ καί ἀθλῇ τις, οὐ στεφανοῦται ἐάν μή νομίμως ἀθλήσῃ»[26].
Όσοι πιστεύουν αγαπούν την αλήθεια και ελέγχουν τη γλώσσα τους. Δεν λένε ποτέ ψέματα, δεν είναι πλεονέκτες, δεν κοινωνούν ανεξομολόγητοι, δεν κατακρίνουν τους άλλους. Με δύο λόγια, βαδίζουν προσεκτικά και σταθερά στο δρόμο των εντολών του Χριστού, και πιστεύουν σ᾿ Αυτόν όχι με τα λόγια, αλλ’ «ἐν ἔργῳ καί ἀληθείᾳ»[27].
Είδαμε, λοιπόν, πως ζουν όσοι πιστεύουν και καταλάβαμε ότι η πίστη χωρίς την εφαρμογή στην καθημερινότητά μας είναι μάταια.
Σεβασμιώτατε,
Ευχηθείτε σε όλους μας που πιστεύουμε πραγματικά, να πολεμήσουμε την αμαρτία και να αφήσουμε κάθε κακό, που μέχρι τώρα κάναμε. Να αγωνιστούμε με προθυμία, για να βρεθούμε έτοιμοι μπροστά στον Κύριο τη φοβερά ημέρα της Κρίσεως. Να ξυπνήσουμε από τον ύπνο της αμέλειας. Να επανορθώσουμε τα σφάλματά μας και να διώξουμε τους πονηρούς λογισμούς. Να προσπαθούμε να εκπληρώνουμε τις εντολές του Θεού, για να στεφανωθούμε απ’ Αυτόν και να κληρονομήσουμε τη Βασιλεία των Ουρανών. Αμήν.
Ομιλία του Αρχιμ. Ειρηναίου Λαφτσή
Στον Β΄ Κατανυκτικό Εσπερινό
(Κυριακή της Ορθοδοξίας 1/3/2015)
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Γρηγορίου Παλαμά έργα, τόμος 9, Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», μτφρ. Παναγιώτης Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1985.
2. Οσίου Συμεών του νέου θεολόγου, «Πίστη και έργα». Από το βιβλίο: «Απόσταγμα Πατερικής Σοφίας», Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής.
3. Επισκόπου Νικηφόρου Θεοτόκη, «Λόγοι εις την Αγία και Μεγάλην Τεσσαρακοστήν» (Λειψία 1766), Εκδ. «ΤΗΝΟΣ», Αθήνα 1968.
4. (†) Πρωτ. Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου, «Πατερική Θεολογία», Εκδ. ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ, Θεσσαλονίκη 2004.
5. Επισκόπου Καλλίστου Ware, «Η Ορθόδοξη Εκκλησία», Εκδόσεις ΑΚΡΙΤΑΣ, Αθήνα 1996.
6. Νικολάου Ματσούκα, «Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β’», Εκδόσεις ΠΟΥΡΝΑΡΑ, Θεσσαλονίκη 1996.
7. Χρήστου Γιανναρά, «Αλφαβητάρι της πίστεως», Εκδόσεις ΔΟΜΟΣ, Αθήνα 1996.
[1] Ιωάν. 1, 45.
[2] Εβρ. 11, 36-38.
[3] Εβρ. 11, 26.
[4] Νικηφόρου Θεοτόκη «Λόγοι εις την Αγίαν και Μεγάλην Τεσσαρακοστήν» (Λειψία 1766), Ἐκδ. «ΤΗΝΟΣ», Ἀθῆναι 1968.
[5] Ιωαν. 1, 51.
[6] Εβρ. 11, 1.
[7] Μαρκ. 1, 14.
[8] Ιωάν. 18, 37.
[9] Ιωάν. 8, 32.
[10] Ιωάν. 14, 6.
[11] Α’ Τιμ. 3, 15.
[12] Ματθ. 7, 15 – Β’ Πετρ. 2, 1 – Α’ Ιωάν. 4, 1.
[13] Εβρ. 11, 1.
[14] Μαρκ. 16, 16.
[15] Ματθ. 7, 21.
[16] Τιτ. 1, 16.
[17] Ιακ. 2, 14-17.
[18] Ματθ. 7, 22-23.
[19] Πραξ. 2, 44-45.
[20] Ψαλμ. 10, 4.
[21] Εβρ. 13, 4.
[22] Ρωμ. 9, 1-3.
[23] Εξοδ. 32, 30.
[24] Εξοδ. 32, 31-32.
[25] Ψαλμ. 119, 7.
[26] Β’ Τιμ. 2, 4.
[27] Α’ Ιωαν. 3, 18.