Άρθρο του αρχιμ. Ειρηναίου Λαφτσή, Πρωτοσυγκέλλου της Ιεράς Μητροπόλεως Αλεξανδρουπόλεως
ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ
ΘΑΝΑΤΟΥ
Με αφορμή τη θρησκευτική, αλλά και πολιτισμική εορτή του Ψυχοσαββάτου
Το εντονότερο και φοβερότερο πρόβλημα του ανθρώπου, αλλά και το
πιο δύσκολο ερώτημα σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, είναι ο θάνατος. Το πώς
δηλαδή έρχεται κάποια στιγμή στην ζωή του ανθρώπου, που η τόση ομορφιά και
ζωντάνια χάνονται και την θέση τους παίρνουν η δυστυχία και η σιωπή, ο φόβος
και ο τρόμος.
Ο θάνατος απασχολεί τον άνθρωπο από την πρώτη
μέρα της ύπαρξής του έως και την στιγμή που τον νιώθει πλέον κοντά του. Όλες οι
ανθρώπινες θεωρίες και φιλοσοφίες των ανατολικών θρησκειών, της αρχαιοελληνικής
φιλοσοφίας, της Δυτικής σκέψης, καθώς και όλες οι σύγχρονες υπαρξιακές
φιλοσοφίες, προσπάθησαν να δώσουν απαντήσεις στο μεγαλύτερο μυστήριο της ζωής,
τον θάνατο.
Η απάντηση όμως πουθενά, σε καμία θεωρία. Έτσι οι άνθρωποι
στεκόμαστε άφωνοι και ακίνητοι μπροστά στις καθημερινές φρικιαστικές εικόνες
του θανάτου που μας παρουσιάζουν τα ΜΜΕ και ανατριχιάζουμε μπροστά στο
ενδεχόμενο του δικού μας θανάτου, που ποτέ όμως δεν μπορούμε να τον δεχθούμε
επειδή είμαστε πλασμένοι για την ζωή.
Όμως το μόνο σίγουρο στην ζωή μας είναι ο θάνατος και όσο
γρηγορότερα το κατανοήσουμε τόσο πιο ευτυχισμένη ζωή θα έχουμε. Και ο τρόπος
για να το κατανοήσουμε και κυρίως για να το ζήσουμε, είναι η εν Χριστώ ζωή.
Είναι η πίστη μας στον αναστημένο Ιησού. Είναι η εμπιστοσύνη στον Λόγο του «ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη, ζήσεται».[1]
Σύμφωνα με την ομόφωνη διδασκαλία και των δύο πηγών της θείας Αποκαλύψεως, δηλ. της Αγίας Γραφής και της Ιεράς Παραδόσεως, ο άνθρωπος, η κατακλείδα και το αποκορύφωμα της Δημιουργίας, πλάσθηκε από τον Παντοδύναμο Θεό, και προικίσθηκε με υπέροχα φυσικά και πνευματικά εφόδια, πολύ αναγκαία για την εκπλήρωση του σκοπού για τον οποίο τον προόρισε ο Θεός. Και ο Θεός τον προόρισε για να ζει αιωνίως.
Το προπατορικό αμάρτημα ήταν η αφορμή για το θάνατο του ανθρώπου. Έτσι
η αμαρτία του πρώτου ανθρώπου, με όλες τις συνέπειες και τις ποινές, μεταδόθηκε
σ’ ολόκληρο το ανθρώπινο γένος. Κάθε άνθρωπος «ερχόμενος εις τον κόσμον» είναι ένοχος και υπόδικος απέναντι στο
Θεό. Η Αγία Γραφή σε πολλά σημεία διδάσκει τη μετάδοση σ’ ολόκληρο το ανθρώπινο
γένος της αμαρτίας των πρωτοπλάστων, μάλιστα δε με το τέλειο και κλασικό χωρίο
της προς Ρωμαίους Επιστολής: «Διά τούτο
ώσπερ δι΄ ενός ανθρώπου η αμαρτία εις τον κόσμον εισήλθε και διά της αμαρτίας ο
θάνατος, και ούτως εις πάντας ανθρώπους ο θάνατος διήλθεν, εφ΄ ω πάντες ήμαρτον».[2]
Με αυτά τα λόγια ο Απόστολος Παύλος διατυπώνει με άριστο τρόπο τη
διδασκαλία για τον παγκόσμιο χαρακτήρα της προπατορικής αμαρτίας. Στο χωρίο
αυτό παρουσιάζεται ο Αδάμ ως ο δημιουργός της καθολικής αμαρτωλότητος. Σύμφωνα
με το λόγο αυτό του Αποστόλου Παύλου, είναι ο αίτιος τόσο της αμαρτίας όσο και
του θανάτου όλων των ανθρώπων. Με την αμαρτία των πρωτοπλάστων ανατράπηκε η
ηθική φύση της ανθρώπινης ψυχής κι έχασε το κάλλος και το μεγαλείο της, μόλις
δε διασώθηκε από την καταστροφή το λογικό και η συνείδηση που κι΄ αυτά
διεστραμμένα και σκοτισμένα έμμεσα και συγκαλυμμένα φανέρωναν την πρώην ένδοξη
και ευτυχισμένη κατάσταση του ανθρώπου.
Η αμαρτία λοιπόν είναι η αιτία του θανάτου και ο Απ. Παύλος μας το
λέει ξεκάθαρα. «Τα γαρ οψώνια της
αμαρτίας θάνατος».[3] Ο
μισθός με τον οποίο η αμαρτία πληρώνει τους δούλους της, είναι ο θάνατος.
Θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε σε ένα πολύ βασικό ερώτημα που
είναι το εξής: γιατί ο θάνατος στην ζωή μας;
Πριν όμως αναφέρουμε το γιατί, θα παραθέσουμε ένα κείμενο ενός
ανθρώπου που περιγράφει τις τελευταίες στιγμές του αγίου Γέροντά του:
«Τον είδα να πεθαίνει, πριν
πεθάνει να λιώνει από καρκίνο. Να μένει σκέτο κόκαλο. Να μην έχει παράπονο γι΄
αυτό ούτε για τίποτε άλλο από τη ζωή του. Να τα βλέπει όλα ήρεμα. Να κάνει
χιούμορ. Να πλησιάζει ο θάνατος. Να τον υποδέχεται με χαρά. Να γελά. Να μας
ευχαριστεί όλους για τις εξυπηρετήσεις. Να παρακαλεί μια στιγμή να σταματήσουν
να λείπουν οι φροντίδες μας, δεν χρειάζονταν πια. Ήλθαν άλλοι να τον πάρουν και
να τον φροντίζουν για πάντα. Ήταν στο δωμάτιο. Έλαμψε το πρόσωπό του. Μιλούσε
με τη σιωπή. Άρχισε η γλώσσα, η πολιτεία του μέλλοντος αιώνος. Εμείς θέλαμε
κάτι να πει. Εκείνος έλεγε με την στάση του: Αφήστε με. Σας ευχαριστώ για ό,τι
μου προσφέρατε. Δεν θέλω τίποτε άλλο. Είμαι πλέον μαζί σας αλλιώς. Μη μου
μιλάτε περισσότερο. Η ώρα έφθασε. Ο Χριστός ήρθε. Η ζωή άρχισε. Να λοιπόν η
αρχή και η πίστη πάνω στις οποίες θα βαδίσουμε σήμερα. Ο Χριστός ήρθε. Η ζωή
άρχισε και η καρδιά του ανθρώπου γεμίζει με ειρήνη, ασφάλεια, ελπίδα και αιώνια
ζωή».
Το κείμενο αυτό απαντά με πολύ απλό τρόπο στο γιατί ήλθε ο Χριστός
στη γη.
Ο Χριστός ήρθε να νικήσει τον θάνατο και μέσω αυτού τον διάβολο
και αφού πέτυχε την νίκη αυτή, χάρισε ζωή σε όλους τους ανθρώπους. Ο Άγιος
Ιωάννης ο Χρυσόστομος μας εξηγεί πώς ο θάνατος μετά τον Χριστό είναι κοίμηση, ο
Χριστός αναστήθηκε και η πραγματική ζωή κυριαρχεί στον κόσμο. Ο Χριστός
αναστήθηκε και κανένας νεκρός δεν υπάρχει στα μνήματα. Ο θάνατος του Χριστού
λοιπόν ήταν ένας ζωαρχικός θάνατος.[4]
Έδωσε την δυνατότητα στους ανθρώπους να γεννιούνται αθάνατοι μέσω της μητέρας
Εκκλησίας και των μυστηρίων της. Μετά τον Χριστό λοιπόν, ο θάνατος είναι ήπιος
και υπάρχει για ένα λόγο, «ίνα μη το
κακόν αθάνατον γένηται».[5]
Ας εξετάσουμε λοιπόν με βάση την ορθόδοξη διδασκαλία, το θέμα το
θανάτου για να μπορέσουμε να καταλάβουμε τη σημασία του θανάτου για τη ζωή και
τη σωτηρία μας.
Και κατά πρώτον ας δούμε τι είναι ο θάνατος.
Με την λέξη θάνατο εννοούμε την παντοτινή απώλεια του ανθρώπου ή
καλύτερα και ακριβέστερα κατά την ορθόδοξη παράδοση, το χωρισμό της ψυχής από
το σώμα, που είναι το αποτέλεσμα της πτώσης του ανθρώπου από τον Παράδεισο.
Αυτό σημαίνει πως ο άνθρωπος είναι μια ολοκληρωμένη ύπαρξη που περιλαμβάνει
σώμα και ψυχή.
Κατά τον Κλήμη τον Αλεξανδρέα «θάνατος
χωρισμός της ψυχής από του σώματος εστί».[6]
Το ίδιο αναφέρει και ο Άγιος Γρηγόριος
Παλαμάς «χωρισμός της ψυχής από του
σώματος θάνατος εστί του σώματος».[7]
Πολλοί πατέρες της εκκλησίας υπογραμμίζουν κυρίως ένα άλλο θάνατο, το χωρισμό
της ψυχής από τον Θεό, τον οποίο ονομάζουν πνευματικό θάνατο. Αυτός ο χωρισμός
αιτία είχε την παράβαση της εντολής του Θεού και την αμαρτία. «Θάνατος το μεν εστί ο του Θεού χωρισμός,
κέντρον δε θανάτου η αμαρτία»[8],
γράφει ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής.
Η χριστιανική διδασκαλία έδωσε μια ουσιαστική και ολοκληρωμένη
απάντηση και λύση στο πρόβλημα της ανθρώπινης υπόστασης. Η αρχαία φιλοσοφία
θεωρούσε ότι το σώμα είναι φυλακή και τάφος της ψυχής.[9]
Πως μετά τον θάνατο του ανθρώπου η ψυχή ελευθερώνεται ενώ το σώμα ξαναγυρίζει
στην γη και χάνεται παντοτινά.
Σύμφωνα λοιπόν με αυτή την θέση των αρχαίων Ελλήνων, με τον θάνατο
ελευθερωνόταν η ψυχή από το δεσμωτήριο του σώματος, και επανερχόταν στον
ουράνιο κόσμο με τον οποίο συγγενεύει αφού πίστευαν πως είναι εκ φύσεως
αθάνατη. Αντίθετα το σώμα που είχε σχέση με την φθορά, διαλυόταν και γινόταν
ένα με την ύλη, το χώμα και εξαφανιζόταν διά παντός.
Με τις θέσεις τους όμως αυτές, οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν ότι
ένα μέρος του ανθρώπου, η ψυχή, είναι αιώνιο, ενώ το άλλο μέρος, το σώμα,
χάνεται, οπότε ο θάνατος παραμένει τελικά ανίκητος.
Και επειδή πολλοί κουλτουριάρηδες έχουν ζυμωθεί με τις ιδέες
αυτές, καλό είναι να τις ξεκαθαρίσουμε για να μην αφήσουν στην καρδιά μας το δηλητήριο
της απελπισίας.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, ερμηνεύοντας την Αγία Γραφή,
διδάσκουν πως ο άνθρωπος είναι μία ολοκληρωμένη ύπαρξη που περιλαμβάνει σώμα
και ψυχή μαζί. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αναφέρει «δεν ονομάζεται άνθρωπος μόνο η ψυχή ή μόνο το σώμα, αλλά και τα δύο
μαζί. Η ανθρώπινη φύση αποτελείται από το ζευγάρι ψυχής και σώματος».[10]
Στην ορθόδοξη διδασκαλία πιστεύουμε ότι με τον θάνατο διαλύεται ο
αδιάρρηκτος σύνδεσμος ψυχής και σώματος. Η ψυχή εγκαταλείπει το σώμα με μεγάλο
πόνο επειδή όπως μας λέει ο Άγιος Γρηγόριος η ψυχή αγαπά το σώμα με τόσο μεγάλο
έρωτα, ώστε δεν θέλει με κανένα τρόπο να το αποχωριστεί και να το εγκαταλείψει.
Η ψυχή δεν ζούσε πριν την δημιουργία του σώματος γι΄ αυτό και δεν θέλει να
ζήσει χωρίς αυτό. Μεταξύ της ψυχής και του σώματος υπάρχει όχι απλώς συζυγία
αλλά συμφυΐα, όπως αναφέρει η Νεκρώσιμη ακολουθία.[11]
Και για να χρησιμοποιήσω μια επίκαιρη έκφραση, η ψυχή και το σώμα θα λέγαμε πως
είναι σιαμαία αδέλφια.
Ωστόσο όταν αναγκαστικά η ψυχή εγκαταλείψει το σώμα, τότε ζει σε
μία ενδιάμεση κατάσταση μέχρι την τελική ημέρα της Δευτέρας Παρουσίας του
Κυρίου μας, όπου εκεί θα πάρει εκ νέου το δικό της οικείο σώμα αναστημένο κα
ένδοξο, για να ζήσουν ενωμένα στους αιώνες των αιώνων. Την στιγμή και την
εικόνα αυτή μας την δίνουν στην Αγία Γραφή δύο χωρία. Πρώτον στην Α΄ Κορινθίους
ο Παύλος μας λέει: «ο θάνατος του σώματος
είναι μία σπορά. Σπέρνεται σώμα θνητό και αυτό το θνητό σώμα φυτρώνει και
γίνεται αθάνατο. Συμβαίνει το ίδιο και με τον σπόρο που σπέρνεται στην γη και
σαπίζει αλλά από αυτό το σάπισμα αναφύεται η ζωή και η καρποφορία».[12]
Και δεύτερον τα λόγια το Κυρίου μας: «αμήν
αμήν λέγω υμίν, εάν μη ο κόκκος πεσών εις την γην αποθάνη αυτό μόνος μένη· εάν δε αποθάνη, πολύν καρπόν φέρει».[13] Έτσι λοιπόν και το ανθρώπινο σώμα
διαλύεται, για να ζωντανέψει και να το τελειοποιήσει το Άγιο Πνεύμα.
Το ανθρώπινο σώμα δεν χάνεται, δεν εξαφανίζεται, διότι μετά την
Δευτέρα Παρουσία όλα τα σώματα θα αναστηθούν. Ο σωματικός θάνατος δεν
εξαφανίζει το σώμα, αλλά διαλύει την θνητότητα και την φθορά όπως
χαρακτηριστικά μας αναφέρει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «η φθορά αυτή του σώματος δεν σημαίνει ότι
εξαφανίζεται το σώμα, αλλά διαλύεται η θνητότητα και η φθορά. Διότι η ουσία του
σώματος μένει και κατά την ανάσταση θα ντυθεί μα υπερβολική δόξα, αλλά δεν θα
είναι δόξα για όλα τα σώματα, παρά μόνο στα σώματα των αγίων».[14]
Η διάλυση αυτή δηλαδή ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα, αποτελεί
την πιο οδυνηρή εμπειρία του ανθρώπου. Είναι δε και το πιο αναπόφευκτο γεγονός
από το οποίο θα περάσουμε όλοι. Ο Άγιος Αναστάσιος ο Σιναΐτης αναφέρει ότι «ο θάνατος είναι το τέλος για όλους τους
ανθρώπους, ο φόρος όλων, το φοβερό πέρασμα από το οποίο θα περάσουμε όλοι, το
πικρό ποτήρι που όλοι θα πιούμε».[15]
Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να το περιγράψει, διότι εκτός από τα στοιχεία που
μας δίνουν οι γραφές και οι πατέρες, ο θάνατος παραμένει ο «Μεγάλος Άγνωστος».
Τα κείμενα των Πατέρων μας μιλούν βέβαια από την μία για το αποτρόπαιο του
θανάτου, από την άλλη όμως όπως θα δούμε, μας δυναμώνουν, μας ζεσταίνουν την
καρδιά, μας δίνουν δύναμη, θάρρος, ελπίδα, με βάση την καρδιά μας δίνουν
δύναμη, θάρρος, ελπίδα, με βάση την πίστη μας στον Σταυρωθέντα και Αναστάντα
Χριστό, για να πορευθούμε με χαρά προς το μυστήριο του θανάτου και της αναστάσεως.
Κι ας εξηγήσουμε τι εννοούμε με την φράση να πορευθούμε με χαρά
προς τον θάνατο, διότι στ’ αυτιά μας ηχεί παράλογα.
Ο Μέγας Αντώνιος λέει πως «ο
θάνατος για τους ανθρώπους είναι αθανασία όταν κατανοηθεί και αντιμετωπισθεί
σωστά. Δεν τον κατανοούν όμως οι αμαθείς. Γι΄ αυτούς είναι θάνατος. Και βέβαια
δεν πρέπει να φοβόμαστε τον θάνατο, αλλά την απώλεια της ψυχής, που είναι η
αγνωσία του Θεού. Αυτό είναι και το πιο φοβερό για την ψυχή μας».[16]
Ας θυμηθούμε και το απόφθεγμα σοφίας που προέρχεται από την εμπειρία της
μοναχικής ζωής: «Αν πεθάνεις πριν
πεθάνεις, δεν θα πεθάνεις όταν πεθάνεις».
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ονομάζει τον θάνατο μετάσταση για
τους ενάρετους ανθρώπους. Επίσης, τον ονομάζει αποδημία, «ουδέ γαρ θάνατος εστί, αλλά ύπνος και αποδημία».[17]
Είναι απαλλαγή από τους πόνους, είναι λύτρωση και ανάπαυση, είναι ευεργεσία,
είναι εύδιος λιμήν.
Με την ανάσταση του Χριστού τίποτε δεν παραμένει στην φθορά και
στο θάνατο, αν εμείς δεν το θελήσουμε. Ο Θεός Πατήρ μας προσλαμβάνει στην αγάπη
Του «διά του Υιού εν Αγίω Πνεύματι»
και εν αυτώ θάνατος δεν υπάρχει. Υπάρχει χαρά, ειρήνη, θεανθρώπινη σχέση η
οποία δεν σταματά, αλλά μετουσιώνεται σε ζωή, ζωή αιώνια, ζωή μαζί με τον
Χριστό. Αυτό το πλήρωμα της ζωής που το βιώνουμε από τώρα στην Εκκλησία, ο
καθένας κατά το μέτρο της Χάριτος και του προσωπικού του αγώνα, θα μας
αποκαλυφθεί στην Βασιλεία των Ουρανών.
Με όλα αυτά που είπαμε δεν σημαίνει πως είναι εύκολο να δεχθούμε
ότι ο θάνατος δεν είναι ένα φρικτό γεγονός που όπως μας λέει ο Άγιος Ιωάννης ο
Χρυσόστομος «φόβου γέμει πολλού». Και αυτό γιατί ο θάνατος είναι κάτι το
εντελώς αφύσικο για τον άνθρωπο ο οποίος είναι πλασμένος για ζωή. Γι αυτό και
όσο ψύχραιμοι και πιστοί αν είμαστε, μπροστά στην σωρό ενός αγαπημένου μας
προσώπου, κυριευόμαστε από ένα αίσθημα ερήμωσης, έντονου πόνου και φόβου.
Επειδή μάλιστα ο θάνατος είναι και χωρισμός -έστω και προσωρινός- φέρνει θλίψη
και οδύνη στους συγγενείς, στους φίλους, στους αγαπημένους, και πολλές φορές
και άρνηση, θυμό κι απόρριψη του Θεού.
Αυτός ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα γίνεται βιαίως. Κι αυτή
είναι και η πιο φοβερή στιγμή της επίγειας ζωής του ανθρώπου, αλλά συγχρόνως
και το τέλος του. «Όντως φοβερώτατον το
του θανάτου μυστήριον, πως ψυχή εκ του σώματος βιαίως χωρίζεται εκ της
αρμονίας, και της συμφυΐας ο φυσικώτατος δεσμός θείω βουλήματι αποτέμνεται».[18]
Τα φοβερά αυτά λόγια του Αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού, είναι γνωστά σε όλους μας
μέσα από την ακολουθία της κηδείας. Εδώ λοιπόν παρουσιάζονται τρεις μεγάλες
αλήθειες. Η πρώτη, ότι υπάρχει στενός και φυσικότατος δεσμός μεταξύ ψυχής και
σώματος και υπάρχει μεγάλη αρμονία. Η δεύτερη αλήθεια είναι ότι η σχέση αυτή διασπάται
βιαίως, και το βιαίως αυτό δημιουργεί το μυστήριο του θανάτου. Και τη τρίτη
αλήθεια είναι ότι η διάσπαση αυτή γίνεται με την βούληση του Θεού.
Όλα αυτά λοιπόν κάνουν την ώρα του θανάτου φοβερή για τον κάθε
άνθρωπο. Και το φοβερό δεν είναι στο ότι εγκαταλείπουμε τον κόσμο με τον οποίο
έχουμε δεθεί, αλλά στο ότι αρχίζουν να ενεργούν μυστήρια, τα οποία προηγουμένως
με την τύφλωση των αισθητηρίων οργάνων του σώματός μας δεν μπορούσαμε να τα
αντιληφθούμε.
Τι γίνεται όμως μετά το θάνατο;
Ποιος μας βεβαιώνει ότι οι ψυχές ζουν μετά
από τον θάνατο και περιμένουν την τελική κρίση και την Ανάσταση;
Στην Αγία Γραφή έχουμε πολλά χωρία που μας
βεβαιώνουν ότι οι ψυχές ζουν μετά θάνατο. Αναφέρουμε δυο από την Παλαιά και δυο
από τη Καινή.
Στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται ότι «ο Αβραάμ απέθανε και προσετέθη τω λαώ αυτού»[19],
δηλαδή στους δίκαιους προγόνους του. Ο προφήτης Ηλίας ανέστησε τον υιό της
χήρας στα Σαρεπτά. Προσευχήθηκε στο Θεό και είπε: «Κύριε, ο Θεός, επιστραφήτω δη η ψυχή του παιδαρίου τούτου εις αυτόν».[20]
Και πραγματικά, μετά την προσευχή, επέστρεψε η ψυχή του παιδιού στο σώμα του
και έζησε πολλά χρόνια.
Ο τετραήμερος Λάζαρος, η θυγατέρα του
Ιαείρου, ο γιος της χήρας της Ναϊν, όλων αυτών οι ψυχές επέστρεψαν στα
αντίστοιχα σώματά τους με το λόγο του Χριστού. Ο ίδιος ο Κύριος είπε στο ληστή:
«Σήμερον μετ΄ εμού έση εν τω Παραδείσω».[21]
Αλλά ο ληστής βρισκόταν στο τέλος της επίγειας ζωής του. Επομένως, αφού το
σταυρωμένο του σώμα σε λίγο θα πέθαινε, η ψυχή του ληστή ήταν εκείνη που θα
βρισκόταν με τον Κύριο στον Παράδεισο.
Αλλά και στα έργα των μεγάλων θεολόγων και
αγίων της Εκκλησίας μας υπάρχουν άπειρες αναφορές. Ενδεικτικά θα αναφέρουμε
δύο.
Ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης στο λόγο του «Περί
ψυχής και αναστάσεως» μας αναφέρει: «Οι
δι΄ αρετής τον παρόντα διαπλέοντες βίον, ώσπερ εκ ακατακλύστω λιμένι τω αγαθώ
κόλπω τας ψυχάς εναρμονίζονται».[22]
Το αντίθετο συμβαίνει στους αμαρτωλούς: «Η των αγαθών στέρησις γίνεται φλοξ την
ψυχήν διασμήχουσα».
Οι ψυχές δηλαδή κατά τον άγιο Γρηγόριο
Νύσσης, όχι μόνο ζουν μετά τον θάνατο, αλλά, όσες είχαν ενδυθεί την αρετή,
καταφεύγουν στον αγαθό κόλπο του Αβραάμ, ενώ των αμαρτωλών οι ψυχές, λόγω του
ότι δεν έχουν το φωτεινό ένδυμα των αρετών, η έλλειψη αυτή γίνεται φλόγα που
τις κατατρώγει.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς επίσης, σε
ερώτηση που του απηύθυναν σχετικά με το που βρίσκονται τα πνεύματα, οι ψυχές,
των απ’ αιώνος Αγίων, δίνει την εξής απάντηση: «Ουκ εν τω υπερουρανίω φωτί μετά των αγγέλων της αυτής εισιν απολαύοντα
φωτοχυσίας;».[23]
Η ψυχή λοιπόν συνεχίζει να έχει δική της
υπόσταση και ύπαρξη μετά το χωρισμό της από το σώμα. Διότι τίποτε δεν εμποδίζει
την ψυχή να ζει και να υπάρχει και να προγεύεται τη μακαριότητα της Βασιλείας
του Θεού. Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός μας λέει πως η μακαριότητα αυτή, είτε την
ονομάσουμε θεωρία, είτε μετοχή, είτε κοινωνία Θεού, είτε Βασιλεία, «ατελής εστί πάσα και ελλιπής ως προς εκείνην
την ελπιζομένην κατάστασιν»[24],
διότι οι ψυχές προσδοκούν την ανάστασιν, ώστε να λάβουν και τα σώματά τους, για
να δοξασθούν τελείως και να μετάσχουν στην άκτιστη Χάρη του Θεού.
Συνοψίζοντας τη διδασκαλία της Εκκλησίας περί
του θανάτου, αναφέρουμε τα πέντε κεντρικότερα σημεία της:
1. Θάνατος, σύμφωνα με την διδασκαλία των Πατέρων, είναι ο χωρισμός
της ψυχής από το σώμα.
2. Όταν ο χωρισμός αυτός γίνει, τότε η μεν ψυχή προγεύεται σε μία
κατάσταση αναμονής τα του Παραδείσου ή της κολάσεως, το δε σώμα διαλύεται και
περιμένει την Δευτέρα Παρουσία για να αναστηθεί και να ενωθεί με την ψυχή. Το
σώμα αυτό δεν έχει ανθρώπινες ανάγκες αλλά μοιάζει με το ένδοξο και αναστημένο
σώμα του Κυρίου μας μετά από την Ανάστασή Του.
3. Ο θάνατος δόθηκε από τον Θεό στους ανθρώπους μετά την έξοδό τους
από τον Παράδεισο ως φυσικό επακόλουθο της αμαρτίας τους. Είναι δώρο του Θεού
στους ανθρώπους για να μην μείνει η αμαρτία αθάνατη.
4. Η ψυχή και το σώμα είναι κτιστά. Δημιουργούνται κατά την στιγμή
της συλλήψεως. Η ψυχή όμως «κατά Χάριν» γίνεται αθάνατη σύμφωνα με την
διδασκαλία των Πατέρων.
5. Μετά τον θάνατο του Κυρίου μας και την νίκη Του με την ένδοξη
ανάστασή Του στην ουσία δεν υπάρχει πλέον θάνατος για τους ανθρώπους αλλά
ύπνος, γι’ αυτό και μιλάμε για κοιμηθέντες και για κοιμητήρια όπως ο Απόστολος
Παύλος γράφει στην Α΄ προς Θεσσαλονικείς.
Ας κατανοήσουμε, λοιπόν, κι αυτό το
Ψυχοσάββατο ότι οι άνθρωποί μας είναι μεν κεκοιμημένοι, αλλά είναι ζωντανοί.
Δεν χάνεται ο άνθρωπος, αλλά τοπικά μετακομίζει. Εμείς οι ζωντανοί
επικοινωνούμε μέσα από τη Θεία Λειτουργία, τις αγιαστικές πράξεις και την
ελεημοσύνη και αναμένουμε και τη δική μας μετοίκηση και τη συνάντησή μας στη
Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου μας. Μέχρι τότε ας ζήσουμε και εμείς, ευχόμενοι ότι
την ώρα που θα μας καλέσει ο Χριστός κοντά Του, η εμπειρία της ζωής και η
βεβαιότητά μας δια της πίστεως στη μετά θάνατον ζωή, θα μας κάνει να ψελλίσουμε
κι εμείς όπως ο Γέροντας που αναφέραμε στην αρχή, τα εξής λόγια: «αφήστε με παρακαλώ. Ο Χριστός ήρθε. Η ζωή
άρχισε».
† Αρχιμ. Ειρηναίου Λαφτσή
[1] Ιωάν.
11, 26.
[2] Ρωμ.
5, 12.
[3] Ρωμ.
6, 23.
[4] Κατηχητήριος Λόγος Αγίου Ιωάννου
Χρυσοστόμου.
[5] Συγχωρητική ευχή νεκρωσίμου
ακολουθίας.
[6] Στρωματείς 7, 12 ΒΕΠΕΣ 8, 279.
[7] Φιλοκαλία Ιερών Νηπτικών ,εκδ. Αστέρος,
Αθήναι 1961, τομ. Δ’, σελ. 93.
[8] Περί αγάπης, «Φιλοκαλία», τ. 2,
σ. 74.
[9] Πλάτων, Φαίδων, 62b.
[10] Προσωποποιΐαι,
PG 150,
1361BC.
[11] Ιδιόμελο
Δ’ ήχου από τη Νεκρώσιμο Ακολουθία.
[12] Α’ Κορινθ. 15, 36-39
[13] Ιωάν.
12,24
[14] Εις Ψαλμούς, 48, 5, PG 55, 230.
[15] Ερωτήσεις
και αποκρίσεις περί διαφόρων κεφαλαίων εκ διαφόρων προσώπων, Ερώτησις ιη’, PG
89, 500Α-513Β
[16] Παραινέσεις, περί ήθους και χρηστής Πολιτείας.
[17] Λόγος
ΛΑ’, Περί θανάτου.
[18] Ιδιόμελα Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού
από τη νεκρώσιμη ακολουθία.
[19] Γεν.
25, 4.
[20] Γ’ Βασ.
17, 21-23.
[21] Λουκ.
23, 43.
[22] Γρηγορίου Νύσσης, Περί ψυχής και αναστάσεως ο Λόγος, ο λεγόμενος
τα μακρίνεια, κεφ. 49.
[23] Γρηγορίου
Παλαμά, Συγγράμματα, Παν. Χρήστου, τόμος Δ΄, σελ. 336.