Είναι τα ενδύματα του κλήρου κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας και όλων των ιερών Ακολουθιών, τα καλύμματα της Αγίας Τράπεζας και των ιερών σκευών, καθώς και τα διακοσμητικά πέπλα στολισμού των ναών.
Ο όρος άμφια στους βυζαντινούς συγγραφείς αρχικά υποδηλώνει οποιοδήποτε πολυτελές ένδυμα και αργότερα τα ενδύματα των αυτοκρατόρων και του κλήρου. Στη μεταβυζαντινή εποχή μόνο τα ενδύματα των κληρικών. Είναι επηρεασμένα από το κοσμικό ένδυμα της ανώτερης κοινωνίας, ρωμαϊκής, βυζαντινής ή μεταβυζαντινής. Κάθε ένας από τους τρεις βαθμούς της ιερωσύνης έχει τα δικά του ιερατικά άμφια. Σχηματικά, διακριτικό για τον διάκονο είναι το οράριο, για τον ιερέα το φελόνιο και για τον επίσκοπο το ωμοφόριο.
Ο διάκονος φορεί στιχάριο, επιμάνικα και οράριο.
Ο πρεσβύτερος φορεί στιχάριο, επιμάνικα, επιτραχήλιο, ζώνη, φελόνιο και μερικές φορές επιστήθιο σταυρό και επιγονάτιο.
Ο επίσκοπος φορεί στιχάριο, επιμάνικα, επιτραχήλιο, ζώνη, σάκκο, ωμοφόριο και επιγονάτιο. Κρατά την ποιμαντική ράβδο και φέρει μίτρα, εγκόλπιο και επιστήθιο σταυρό. Μανδύα φορεί μόνο όταν χοροστατεί.
Το κάθε άμφιο έχει ιδιαίτερο συμβολισμό και, κατά τη χειροτονία, απαγγέλλεται σχετική φράση από το "Ιερατικόν".
Συχνά είναι έργα ειδικών χρυσοκεντητών (συρμακέσηδων), που χρησιμοποιούν πολύτιμα υφάσματα, χρυσονήματα, αργυρονήματα και πολύτιμους λίθους.