Τρεῖς εἶναι οἱ βασικοὶ σταθμοὶ τοῦ ἀνθρώπου: γεννιέται, ζεῖ, πεθαίνει. Δὲν θυμᾶται τὸ πρῶτο, δὲν καταλαβαίνει τὸ τρίτο καὶ ξεχνᾶ νὰ χαρεῖ τὸ δεύτερο.  

29/1/09. Παρουσίαση του βιβλίου του Πρωτοσυγκέλου της Ιεράς Μητροπόλεως Αρχιμ. π. Ειρηναίου Λαφτσή

Την Πέμπτη 29 Ιανουαρίου και ώρα 7μμ στο Ανθίμειο Πολιτιστικό Κέντρο έγινε η παρουσίαση του βιβλίου του Πρωτοσυγκέλου της Ιεράς Μητροπόλεως Πανοσ. Αρχιμ. π. Ειρηναίου Λαφτσή: "Η συμβολή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη διαμόρφωση των Νοσοκομείων και της Ιατρικής εκπαίδευσης". Εισηγητής ήταν ο κ. Θέσπις Δημητρίου, καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης και κεντρικός ομιλητής  ο π. Αδαμάντιος Αυγουστίδης, ψυχίατρος και καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Αθηνών. Την εκδήλωση παρακολούθησαν τοπικοί άρχοντες και καθηγητές της Ιατρικής Σχολής του Δ.Π.Θ. καθώς και πλήθος κόσμου που γέμισε ασφυκτικά την αίθουσα και τον διάδρομο του Ανθιμείου Κέντρου.

Ομιλία αρχιμ. Ειρηναίου Λαφτσή στην παρουσίαση του βιβλίου του

Σεβασμιώτατε,
Σεβαστοί πατέρες,
Άρχοντες του τόπου,
Κυρίες και κύριοι καθηγητές,
Κυρίες και κύριοι,
  
Μόνο ευχαριστίες μπορώ να εκφράσω αυτήν την ώρα στον Σεβασμιώτατο και στην Ιερά Μητρόπολη και στους σεβαστούς ομιλητές, που προετοίμασαν και πραγματοποίησαν την σημερινή εκδήλωση της παρουσίασης του βιβλίου μου εδώ στο Ανθίμειο Πολιτιστικό Κέντρο. Επίσης ευχαριστώ όλους εσάς που αφήσατε τις πολλαπλές σας κοινωφελείς και προσωπικές δραστηριότητες για να παραβρεθείτε στην αποψινή μας σύναξη.  

Θέλω να σας πω εξαρχής, πως όταν ξεκίνησα την μελέτη αυτή, ποτέ δεν φαντάστηκα ότι η ευλογία του Θεού και η αγάπη του Σεβασμιωτάτου μας, θα έφτανε μέχρι την πραγματοποίηση της σημερινής συνάντησης. 

Όπως ήδη ειπώθηκε, δεν είναι συνηθισμένο κληρικός-θεολόγος να ασχοληθεί επιστημονικά στον τομέα της Ιστορίας της Ιατρικής για την σχέση της Εκκλησίας με την νοσοκομειακή υποδομή και την ιατρική εκπαίδευση. Για την Εκκλησία, όμως, η σχέση της με την Ιατρική Επιστήμη που υπηρετεί τον πάσχοντα άνθρωπο, δηλ. τον αδελφό μας, υπάρχει από τότε που ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο και έδωσε στους ανθρώπους (όπως λέει στη Σοφία Σειράχ) την ιατρική επιστήμη, τους ιατρούς και τα φάρμακα για να τους υπηρετούν.  

Η αφορμή της σχέσης μου με το χώρο της Εκκλησίας και της Ιατρικής ξεκίνησε το Δεκέμβριο του 1995 όταν ο γέροντάς μας, νυν Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Άνθιμος, με διόρισε και μου εμπιστεύθηκε, νεαρό τότε στην ηλικία, την διαχείριση και τα οικονομικά του Ιδρύματος Άγιος Κυπριανός με διευθυντή τότε τον π. Θεόκλητο Καρακουλίδη. Η σχέση μου αυτή έλαβε ουσιαστική υπόσταση όταν μετά από 2 χρόνια χειροτονήθηκα κληρικός-διάκονος και άρχισα να βλέπω και να κατανοώ διαφορετικά, ουσιαστικά θα έλεγα, την αποστολή της Εκκλησίας και τη σχέση της με την ιατρική επιστήμη μέσα από τον φιλανθρωπικό τομέα της Εκκλησίας μας. 

 Όσο περνούσαν τα χρόνια και ζώντας την καθημερινή αγωνία και τους κόπους των συνεργατών μου στο έργο αυτό, του ιατρού, της προϊσταμένης και του νοσηλευτικού προσωπικού, βίωσα και κατανόησα ότι ο ανθρώπινος πόνος είτε είναι από ανίατες ασθένειες, είτε είναι από το πέρασμα του χρόνου, μπορεί να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά μόνο από την Εκκλησία. «Το Κράτος με την οργάνωση της λεγόμενης προνοιακής πολιτικής προσπαθεί να αντιμετωπίσει ανεπιτυχώς τα προβλήματα των ασθενών πολιτών του και με πορεία φθίνουσα», δημιουργώντας από την ανυπαρξία του τον ιδιωτικό νοσηλευτικό τομέα». Ο ιδιωτικός τομέας είναι μεν αποτελεσματικός, αλλά απρόσιτος για τους απλούς πολίτες και έτσι μας οδηγεί στην δυνατότητα νοσηλείας και αποκατάστασης μόνο εύπορων ασθενών. Στην πραγματικότητα δεν μπορεί να πετύχει η προνοιακή πολιτική ή η φιλανθρωπία όταν δεν οικοδομείται πάνω στον θεμέλιο λίθο του Ευαγγελίου. Οι σπουδαιότερες διαφορές ανάμεσα στην φιλανθρωπία της Εκκλησίας και στην κρατική ή ιδιωτική πρόνοια είναι οι εξής:

Η Εκκλησία βλέπει στον ασθενή τον ίδιο τον Χριστό, άρα διακονώντας τον ασθενή, υπηρετεί τον ίδιο τον Θεό, ενώ τα νοσηλευτήρια, κυρίως τα ιδιωτικά, βλέπουν τον ασθενή ως πελάτη.

Η κρατική και ιδιωτική πρόνοια προσπαθεί με τις διάφορες ιατρικές μεθόδους να θεραπεύσει το ασθενές ανθρώπινο σώμα ώστε να μην επέλθει ο θάνατος. Η Εκκλησία επουλώνοντας διά της ιατρικής επιστήμης τις σωματικές πληγές, θεραπεύει και την ψυχή διδάσκωντας συγχρόνως την ζωή μετά τον θάνατο προσφέροντας ελπίδα στους πιστούς ασθενείς της και δίνοντάς τους δύναμη, απομακρύνοντας τον φόβο του θανάτου.

Η Εκκλησία μέσω των ιδρυμάτων της εμπνέει στους εργαζομένους σ’ αυτά την διδασκαλία του Ευαγγελίου, δηλ. σεβασμό, κατανόηση, θυσία και αγάπη στους ανθρώπους που μας έχουν ανάγκη, ενώ συγχρόνως καλλιεργεί σε πολλούς ανθρώπους την αξία του εθελοντισμού αφού μέσα σ’ αυτά δραστηριοποιούνται εθελοντικές ομάδες.

 Όλη αυτή, λοιπόν, την πραγματικότητα την έζησα τα δέκα χρόνια που υπηρέτησα μέσα στο Ίδρυμα του Αγίου Κυπριανού. Ως θεολόγος γνώριζα την θεολογία του πόνου και πως η Εκκλησία εφαρμόζωντας το Ευαγγέλιο προσπαθεί να απομακρύνει τον άνθρωπο από τον διάβολο και κατ’ επέκταση από την ασθένεια και τον πόνο, δίνωντας την δυνατότητα στα δύο στοιχεία που αποτελούν τον άνθρωπο, την ψυχή και το σώμα, να ζήσουν χωρίς τέλος μαζί με τον Χριστό. Για το λόγο αυτό κατέβηκε ο Θεός στη γη, πήρε το ανθρώπινο σώμα και το ανέβασε θεοποιημένο στον ουρανό. Από τότε, από την Ανάληψη του Χριστού, η Εκκλησία υπηρετεί το σώμα και την ψυχή του ανθρώπου, οργανώνοντας το φιλανθρωπικό της έργο. 

Ο αγαπητός καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Δ.Π.Θ. κ. Θέσπις Δημητρίου, μου έδωσε την ευκαιρία και την δυνατότητα να εντρυφήσω πλέον σε επιστημονικό επίπεδο στην σχέση Εκκλησίας και Ιατρικής. Στα βιβλία της Ιστορίας της Ιατρικής διδάσκεται η άποψη των καθηγητών, ό­πως ο Sigerist και ο Paul Starr, οι ο­ποί­οι υ­πο­στή­ρι­ξαν πως η εκ­κλη­σί­α δεν ορ­γά­νω­σε νο­σο­κο­μεί­α με την έν­νοι­α των ι­α­τρι­κών θε­ρα­πευ­τι­κών κέν­τρων, αλ­λά δι­ά­φο­ρα ι­δρύ­μα­τα α­να­ξι­ο­πα­θών, πτω­χών και α­σθε­νών στα ο­ποί­α προ­σέ­φε­ραν πρω­το­βάθ­μι­ες νο­ση­λευ­τι­κές φρον­τί­δες, και ότι τα νοσοκομεία στον ευρωπαϊκό χώρο εμφανίστηκαν στις αρχές του 19ου αιώνα.  

Την άποψη αυτή προσπάθησε να ανατρέψει η διατριβή που μου ανατέθηκε από τον κ. Καθηγητή και με όλα όσα ακούσατε νομίζω πως σχηματίσατε την άποψη που κι εγώ μέσα από τις μελέτες των κειμένων που εκφράζω μέσα στις σελίδες του βιβλίου. Δηλαδή, την άποψη ότι η Εκκλησία από τον 4ο αιώνα οργάνωσε, έκτισε και λειτούργησε αυτοτελή Νοσοκομεία ξεχωριστά από όλα τα άλλα φιλανθρωπικά ιδρύματα, όπως λωβοκομεία, ορφανοτροφεία, γηροκομεία κ.α..  

Και για του λόγου το αληθές σας παραθέτουμε στοιχεία από τον Κανονισμό Λειτουργίας του μεγάλου Νοσοκομείου της Ιεράς Μονής Σωτήρος Παντοκράτορος που λειτούργησε τον 12ο αιώνα στην Κωνσταντινούπολη. Στην Μονή λειτουργούσε Νοσοκομείο με τόσο υψηλό επίπεδο νοσηλείας, ώστε ένας από τους μεγαλύτερους Άγγλους ερευνητές, ο Πωλ Γκουτιέ, το θεωρεί ως πρότυπο και πρόδρομο των σημερινών νοσοκομείων. Είχε πέντε κλινικές, η κάθε μία δέκα κλίνες. Οι κλινικές ήταν οι εξής: Χειρουργική, οφθαλμολογική και γαστρεντερική, γυναικολογική και μαιευτική, και δύο παθολογικές κλινικές για ασθενείς διαφόρων παθήσεων. Εντύπωση κάνει ότι κάθε κλινική είχε ένα επιπλέον κενό κρεββάτι για έκτακτα περιστατικά. Επίσης το Νοσοκομείο διέθετε εξωτερικά ιατρεία που λειτουργούσαν σε 24ωρη βάση. Το Νοσοκομείο είχε μόνιμο και εξειδικευμένο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό και επίσης είχε πέντε φαρμακοποιούς, δύο θυρωρούς, πέντε πλύντριες, δύο μαγείρους, ένα φύλακα σκευών, δύο αρτοποιούς, ένα καθαριστή αποχωρητηρίων και δύο ιερείς. Εξαιρετικά ενδιαφέρον για τις μέρες μας είναι ότι το νοσοκομείο είχε και δύο υπαλλήλους part-time, δηλ. μερικής απασχόλησης˙ έναν τεχνίτη που αποστείρωνε τα χειρουργικά εργαλεία και έναν κηλοτόμο, δηλ. εξειδικευμένο χειρουργό κήλης. Σύμφωνα με το Τυπικό την ευθύνη της διοίκησης την είχε ο Ηγούμενος αφού το Νοσοκομείο ήταν μέρος του συγκροτήματος της Μονής. Όμως ο Ηγούμενος και οι ιερείς-μοναχοί δεν είχαν κανένα λόγο στις καθημερινές υποθέσεις και την λειτουργία του Νοσοκομείου. Υπεύθυνοι για την λειτουργία του Νοσοκομείου ήταν  οι γιατροί και δεν λογοδοτούσαν σε κανένα.  

Εκτός από την συμβολή βέβαια στην διαμόρφωση των Νοσοκομείων, όπως φάινεται απ’ όσα λέχθηκαν, η Εκκλησία συνέβαλε και στη διαμόρφωση της ιατρικής εκπαιδεύσεως, λόγω του ότι πρώτον καλλιεργώντας την παράδοση, διατήρησε την αρχαιοελληνική ιατρική και την κληροδότησε στην δυτική ιατρική. Δεύτερον, η Εκκλησία καθιέρωσε στην ιατρική την έννοια της κλειστής νοσηλευτικής περιθάλψεως, δημιουργώντας Νοσοκομεία μέσα στα οποία λειτουργούσαν και Ιατρικές Σχολές. Και τρίτον, μέσω της καλλιγραφίας και της αντιγραφής των χειρογράφων που αναπτύχθηκαν ως τέχνες στα μοναστήρια, διασώθηκαν πολλά έργα μεγάλων ιατρών που θεωρούνται πατέρες της Ιατρικής. Σήμερα τέτοια χειρόγραφα βρίσκονται σε βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους, της Μονής του Σινά, του Βερολίνου, του Παρισιού, του Μονάχου. Εάν δεν υπήρχαν τα μοναστήρια, πολλά έργα των μεγάλων ιατρών και πολλοί τρόποι θεραπείας δεν θα είχαν διασωθεί. 

Τελειώνοντας την σημερινή εκδήλωση θα ήθελα να ευχαριστήσω πρώτον τον επιβλέποντα Καθηγητή της διδακτορικής μου διατριβής καθ. Θέσπι Δημητρίου, που για πέντε χρόνια στάθηκε δίπλα μου ως πραγματικός δάσκαλος με υπομονή και καλωσύνη.  Επίσης τους ελλογιμωτάτους κ. Καθηγητές της Ιατρικής μας Σχολής, κ. Γεώργιο Μπουγιούκα, καθηγητή Καρδιοχειρουργικής, και  κ. Ευθύμιο Σιβρίδη, καθηγητή Φυσιολογίας, τους Αναπληρωτές Καθηγητές Νεφρολογίας κ. Ηλία Θώδη, Ιστολογίας-Εμβρυολογίας κ. Νικόλαο Παπαδόπουλο και τους Επίκουρους Καθηγητές  Ανατομίας κα. Αλίκη Φίσκα και κ. Χρήστο Παπαλουκά, που απετέλεσαν την Επταμελή Επιτροπή της διατριβής.  

Ευχαριστίες επίσης εκφράζω στην Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους, στην Βιβλιοθήκη της οποίας βρίσκονται πολλά βυζαντινά ιατρικά χειρόγραφα, η οποία μου επέτρεψε όχι μόνο να τα μελετήσω, αλλά και να τα εκδόσω δημοσίως για πρώτη φορά ενσωματώνοντάς τα στην διδακτορική μου διατριβή. Στο σύνολο ήταν πενήντα χειρόγραφα. Στο εκδοθέν βιβλίο παρουσιάζονται μόνο δύο.  

Για την έκδοση του βιβλίου ευχαριστώ τους αγιογράφους, Μιχαήλ Κωτσέα και Παναγιώτη Πέντσο που επιμελήθηκαν τα εξώφυλλα αλλά και διάφορες παραστάσεις αγίων ιατρών.  

Ιδιαίτερες ευχαριστίες εκφράζω σε δύο νεότερους συνεργάτες μου χωρίς την συμμετοχή των οποίων δεν θα είχε πραγματοποιηθεί η έκδοση του βιβλίου, τον κ. Χρήστο Παπαναστασίου, θεολόγο, που επιμελήθηκε ηλεκτρονικά την εργασία και στον κ. Δημήτριο Σουλακάκη, φιλόλογο, για την φιλολογική επιμέλεια του βιβλίου. 

Ιδιαίτερες ευχαριστίες με αγάπη και σεβασμό θα ήθελα να εκφράσω στον καθηγητή της Θεολογικής Σχολής των Αθηνών, θεολόγο και ψυχίατρο, π. Αδαμάντιο Αυγουστίδη, για την παρουσία του εδώ σήμερα. Ο π. Αδαμάντιος είναι γνωστός επιστήμονας ψυχίατρος σε όλη την Ελλάδα, πολυγραφότατος συγγραφέας και πετυχημένος καθηγητής. Με τέτοιους ανθρώπους, όπως ο π. Αδαμάντιος, έχουμε λίγες ευκαιρίες συναναστροφής και είναι τιμή για όλη την περιοχή μας που βρίσκεται σήμερα εδώ ανάμεσά μας. Η καρδιά του είναι γεμάτη με το Χριστό, το μυαλό του πλημμυρίζει από την ιατρική επιστήμη που υπηρετεί, τα μάτια του είναι γεμάτα αγάπη και με τον λόγο του όλα αυτά τα μεταδίδει στους πιστούς, στους φοιτητές και κυρίως στους ασθενείς του. Τον ευχαριστώ πολύ. 

Πάνω από όλους ευχαριστώ, Σεβασμιώτατε, εσάς που υπομένατε και ανεχτήκατε επί ένα οκτάμηνο που διήρκεσε η συγγραφή του βιβλίου, την ελλιπή διακονία μου από τις υποχρεώσεις μου. Συγχρόνως όμως σας ευχαριστώ για τις παρατηρήσεις σας στα κείμενα, για την βοήθεια στις διορθώσεις και για την επιμέλειά σας στην έκδοση. Θυμάμαι πως δύο φορές επισκεφθηκα μαζί σας το τυπογραφείο που εξέδωσε στο βιβλίο στην Ασπροβάλτα.