Τρεῖς εἶναι οἱ βασικοὶ σταθμοὶ τοῦ ἀνθρώπου: γεννιέται, ζεῖ, πεθαίνει. Δὲν θυμᾶται τὸ πρῶτο, δὲν καταλαβαίνει τὸ τρίτο καὶ ξεχνᾶ νὰ χαρεῖ τὸ δεύτερο.  

31-1-2008 Εξόδιος Ακολουθία μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου

Το τελευταίο αντίο στο μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο 

Χιλιάδες πιστοί, απ' όλη την Ελλάδα, συνόδευσαν το μακαριστό Αρχιεπίσκοπο στην τελευταία του κατοικία με βουβή θλίψη και παρατεταμένα χειροκροτήματα. Η συγκίνηση του πλήθους κορυφώθηκε την ώρα που μεταφερόταν το σεπτό σκήνωμα σε κιλλίβαντα πυροβόλου.

Σε κλίμα συγκίνησης, προεξάρχοντος του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου ολοκληρώθηκε λίγο μετά τη 1:30 το μεσημέρι της Πέμπτης η ταφή του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου. Κατά την έξοδο της λάρνακας με το σεπτό σκήνωμα του μακαριστού Αρχιεπισκόπου από τη Μητρόπολη και καθώς δενόταν στον κιλλίβαντα πυροβόλου ρίφθηκαν 21 κανονιοβολισμοί από το Λυκαβηττό, ένας ανά 10 δευτερόλεπτα, την ώρα που παιάνιζε η στρατιωτική μπάντα. Η κηδεία και η ταφή του σεπτού σκηνώματος πραγματοποιήθηκε με τιμές αρχηγού κράτους εν ενεργεία. Ένα Σύνταγμα αποτελούμενο από ένα τάγμα στρατιωτών, ένα τάγμα ναυτών κι ένα τάγμα σμηνιτών απέδιδε τιμές στο μακαριστό καθ’ όλη τη διάρκεια του τελετουργικού. Το πρώτο μέρος της δύναμης αυτή, ένας λόχος σπουδαστών της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων και της Σχολής Ικάρων καθώς και στρατιωτική μπάντα παρατάχθηκε μπροστά στο Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών. Το δεύτερο τμήμα, ένα ακόμη τάγμα πεζοπόρων τμημάτων και από τους τρεις Κλάδους των Ενόπλων Δυνάμεων, που φέρουν τα όπλα τους "υπό μάλης" σε ένδειξη πένθους, προπορεύεται της νεκρώσιμης πομπής από τη Μητρόπολη προς το Νεκροταφείο Αθηνών. Τιμές στο μακαριστό Αρχιεπίσκοπο αποδόθηκαν και μπροστά από το ελληνικό Κοινοβούλιο, όπου η σημαία κυματίζει μεσίστια. Η λάρνακα εφέρετο επί κιλλίβαντα πυροβόλου, ο οποίος συρόταν από ένα όχημα Στάγιερ, επί του οποίου κάθονταν οι "υπηρέτες" του όπλου –οι πυροβολητές- των οποίων η κάνη των όπλων τους ήταν στραμμένη προς το δάπεδο του οχήματος, σε ένδειξη πένθους. Το τρίτο τάγμα βρισκόταν από νωρίς στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Εκεί, δίπλα στον τάφο, που παραχώρησε ο Δήμος Αθηναίων και ο οποίος βρίσκεται δίπλα σε εκείνον του μακαριστού Σεραφείμ, μια διμοιρία στρατιωτών -αφού τελέστηκε τρισάγιο, και του αφαιρέθηκαν η ποιμαντορική ράβδος κι η αρχιεπισκοπική μήτρα- έριξε τις αποχαιρετιστήριες βολές στον αέρα σε τρεις χρόνους: "'Ανδρες οπλίσατε" – "Τον νεκρό τιμήσατε" – "Πυρ", την ώρα που η λάρνακα με το σεπτό σκήνωμα του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου κατερχόταν στην τελευταία του κατοικία, στην αγκαλιά της ελληνικής γης.

Τις τέσσερις ταινίες που κρέμοντων από τη λάρνακα κρατούσαν τέσσερις Μητροπολίτες ενώ τρεις άλλοι έφεραν το πένθος της Εκκλησίας. Το σεπτό σκήνωμα ακολουθούσαν ο Πρωτοσύγκελος της Αρχιεπισκοπής και οι συνεργάτες του εκλιπόντος, οι στενοί του συγγενείς, οι αντιπρόσωποι των Ορθοδόξων Εκκλησιών, οι εκπρόσωποι της ελληνικής Πολιτείας, οι πρέσβεις των ορθοδόξων κρατών και τέλος οι χιλιάδες δακρυσμένοι πολίτες. 

Η νεκρώσιμη πομπή κατευθύνθηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών μέσω των οδών Μητροπόλεως - Πλ. Συντάγματος - Γεωργίου Α΄- Αμαλίας - Αθανασίου Διάκου - Αρδηττού και Αναπαύσεως. Χιλιάδες πιστοί είχαν κατακλύσει τα πεζοδρόμια και τα μπαλκόνια των ξενοδοχείων και των κτιρίων, προκειμένου να απευθύνουν το τελευταίο αντίο στο μακαριστό Αρχιεπίσκοπο, να χειροκροτήσουν τον "'Αξιο" και να του πετάξουν λουλούδια.

Η εξόδιος ακολουθία 

Η εξόδιος ακολουθία στην Ιερά Μητρόπολη Αθηνών, προεξάρχοντος του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου, ξεκίνησε στις 10 ακριβώς, με την εμφάνιση του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας Καρόλου Παπούλια και ολοκληρώθηκε μέσα σε κλίμα βαθιάς συγκίνησε στις 12 το μεσημέρι. Στην εξόδιο ακολουθία παρέστηκαν εκτός από τον Πρόεδρο Παπούλια, ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, οι αρχηγοί των κομμάτων της αντιπολίτευσης, εκπροσώπων της Βουλής και πρεσβειών δεκάδων χωρών.

 
Παρόντες ήταν και οι Ιεράρχες ορθόδοξων και ετερόδοξων δογμάτων καθώς και αλλόθρησκων. Ανάμεσα τους ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόδωρος, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Θεόφιλος, ο Πατριάρχης Ρουμανίας Δανιήλ, ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Δημήτριος, ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος, ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος, ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Ειρηναίος. Ο Μητροπολίτης Μινσκ Φιλάρετος εκπροσώπησε τον Πατριάρχη Μόσχας, ο Μουφτής Ξάνθης τους Έλληνες μουσουλμάνους, ο Επίσκοπος Λονδίνου ως εκπρόσωπος την Αγγλικανική Εκκλησία, καθώς και αντιπροσωπείες απ’ όλες τις ορθόδοξες εκκλησίες της Ευρώπης. Εξάλλου στην κηδεία συμμετείχε και υψηλή εκπροσώπηση από το Βατικανό, επικεφαλής της οποίας είναι ο καρδινάλιος Βάλτερ Κάσπερ.

 
Η εξόδιος ακολουθία εψάλλη προεξάρχοντος του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου ο οποίος, κατά την άφιξή του στην Αθήνα, χαρακτήρισε τον θάνατο του αρχιεπισκόπου μεγάλη απώλεια για την Εκκλησία της Ελλάδος, αλλά και για ολόκληρη την Ορθοδοξία. Ο κ. Βαρθολομαίος εκφώνησε και επικήδειο λόγο.

 
Σύμφωνα με εγκύκλιο του τοποτηρητή του Αρχιεπισκοπικού Θρόνου, μητροπολίτου Καρυστίας Σεραφείμ, οι Ιεράρχες φορούσαν λευκόχρυσα άμφια και κατά την εξόδιο ακολουθία κάθονταν δίπλα στον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο κατά πρεσβεία χειροτονίας, προ του Ιερού Τέμπλου της Μητρόπολης. Οι Ιεράρχες βρίσκονταν στις θέσεις τους πριν φτάσει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, καθώς με την άφιξή του άρχισε η εξόδιος ακολουθία.

 
Επικήδειους λόγους εκφώνησαν, εκτός από τον Οικουμενικό Πατριάρχη, ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Άνθιμος ως εκπρόσωπος της Ελλαδικής Εκκλησίας, ο αρμόδιος υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Ευριπίδης Στυλιανίδης, ο πρόεδρος της Βουλής Δημήτριος Σιούφας και ο δήμαρχος Αθηναίων Νικήτας Κακλαμάνης.   Τα πνευματικά χαρίσματα του εκλιπόντος, το λόγο και το έργο του προς τον στόχο της προσέγγισης εκκλησίας και λαού εξήρε ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος. Για πολυσχιδή ποιμενάρχη που με το γλαφυρό, ευθύ λόγο του και την ασυμβίβαστη πράξη του, έφερε την εκκλησία κοντά στα λαό και ιδιαίτερα στη νεολαία, έκανε λόγο ο κ.. Στυλιανίδης. Ο Μακαριστός ενέπνευσε και καθοδήγησε πνευματικό έργο, που ξεπέρασε τα όρια της Ελλάδας, ανέφερε ο πρόεδρος της βουλής Δ. Σιούφας. Την ευχή το έργο και το όραμα του μακαριστού ιεράρχη να βρει ισάξιους συνεχιστές και μιμητές, διατύπωσε ο δήμαρχος Αθηναίων Ν. Κακλαμάνης.


Επικήδειος Λόγος Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως
κ. Βαρθολομαίου


Μακαριώτατοι,
Σεβασμιώτατε Μητροπολῖτα Καρυστίας καί Σκύρου κύριε Σεραφείμ, Τοποτηρητά τοῦ Ἀρχιεπισκοπικοῦ Θρόνου τῶν Ἀθηνῶν,Ἐξοχώτατε κύριε Πρόεδρε τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας,Σεβασμία Ἱεραρχία τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος,Ἐξοχώτατε κύριε Πρωθυπουργέ μετά τῶν ἐπιλέκτων μελῶν τοῦ Ὑπουργικοῦ Συμβουλίου,Ἐξοχώτατοι,
Πατέρες, Ἀδελφοί, πενθηφόρε Λαέ,


Χρέος ἀγάπης καί εὐθύνης ἐπιτελοῦντες καί κομίζοντες τήν παραμυθίαν καί φιλοστοργίαν τῆς Μητρός Ἐκκλησίας πρός ὅλους ὑμᾶς, ἐξήλθομεν ἀπό τῆς ἐν Φαναρίῳ ἱερᾶς σκηνῆς καί ἀφίχθημεν ἐνταῦθα διά νά προπέμψωμεν σήμερον ὁμοθυμαδόν, ἐν δεδικαιολογημένῃ θλίψει, τόν διά τάς αἰωνίους μονάς ἀναχωρήσαντα ἀγαπητόν ἀδελφόν ἡμῶν νῦν μακαριστόν Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος καί Πρόεδρον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος κυρόν Χριστόδουλον, καί νά ἀπευθύνωμεν αὐτῷ τόν ἔσχατον ἀποχαιρετιστήριον λόγον ὡς ἐκ μέρους καί διά τῶν αἰσθημάτων πασῶν τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἐνώπιον συμπάσης τῆς τεθλιμμένης Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐνώπιον ποιμένων καί ποιμαινομένων, ἀρχόντων καί πιστοῦ λαοῦ, κληρικῶν καί λαϊκῶν, μοναχῶν τε καί μοναζουσῶν.

Καί ὄντως, ἀτενίζομεν πεφορτισμένοι διά βαθείας συγκινήσεως «ποίμνιον ἠπορημένον καί καταβεβλημένον... γέμον ἀθυμίας καί κατηφείας» διά τήν στέρησιν τοῦ καλοῦ ποιμένος αὐτοῦ, κατά τόν λόγον τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Εἶναι φυσικόν τοῦτο, διότι δέν εἶναι δυνατόν νά εἴμεθα ἀπαθεῖς πρός τό συμβάν καί νά μή αἰσθανώμεθα τήν ζημίαν, ὅμως οὐ πρέπον ὑπό τῆς λύπης καταπίπτειν κατά τό παράγγελμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, προτρέποντος «μή λυπῆσθε ὡς καί οἱ λοιποί οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα» (Α´ Θεσ. 4, 13). Καί ἔχομεν τήν ἐλπίδα ὅτι ὁ καλός ποιμήν μεταβαίνει ἀπό τοῦ «παρόντος καί οὐχ ἑστῶτος κόσμου» εἰς τόν «νοούμενον καί μένοντα», τόν «πάσης ἐλεύθερον ταραχῆς καί συγχύσεως». Εἶναι δέ συγχρόνως ἡ παροῦσα ἐσχάτη ἐκδημία τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου, ὁ ὁποῖος καθ᾿ ὅλον τόν βίον αὐτοῦ οὐκ ἐνάρκησεν ἐκδημῶν εἰς τάς ἐσχατιάς τῆς Ἑλλαδικῆς γῆς διά νά στηρίξῃ εἰς Χριστόν τόν λαόν, ὑπόμνησις ὅτι καί ἡμεῖς «πρός Δεσπότην ἀγαθόν ἐπειγόμεθα, καί βελτίων ἡ κατοικία τῆς παροικίας». Διότι, αὐτό τό ὁποῖον εἶναι δι᾿ ὅσους πλέουν εἰς τό τρικυμιῶδες πέλαγος ὁ εὔδιος λιμήν, τοῦτ᾿ αὐτό εἶναι διά τούς εἰς τό πέλαγος τοῦ παρόντος βίου πλέοντας ἡ μετάστασις καί μετάθεσις πρός τόν φιλάνθρωπον Δεσπότην ἡμῶν Χριστόν.

Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, «πόρρωθεν τό περί ἕκαστον ἡμῶν συμφέρον προβλεπομένου»,  ἐκάλεσε τόν ἀείμνηστον Ἀδελφόν ἵνα ἀναπαυθῇ ἀπό τῆς δοκιμασίας τῆς ἀσθενείας, ἡ ὁποία ἐν τέλει κατά τήν πρόνοιαν τοῦ Κυρίου καθίσταται ἐφόδιον ζωῆς καί καθάρσεως.

Ἐθαυμάσαμεν καί ἐμακαρίσαμεν τόν ἀδελφόν Χριστόδουλον κατά τό ἔσχατον στάδιον τῆς ἀσθενείας αὐτοῦ συνομιλοῦντα γενναίως μετά τοῦ θανάτου καί ἀντεχόμενον μετ᾿ ἐμπιστοσύνης τῆς χειρός τοῦ Θεοῦ καί καθ᾿ ἡμέραν βεβαιούμενον ἀπό τόν «δυνάμενον σώζειν αὐτόν ἐκ θανάτου» Θεόν (Ἑβρ. 5, 7), Ὅστις «θάνατον οὐκ ἐποίησεν», ἀλλά διά τοῦ ἀναστάντος Κυρίου ἐπάτησε τόν θάνατον. «Ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξεν, οὕτω καί ἐγένετο· εἴη τό ὄνομα τοῦ Κυρίου εὐλογημένον» (Ἰώβ 21, 5) ἀπό τοῦ νῦν καί ἕως τοῦ αἰῶνος, ὡς ἀνεφώνησεν ὁ πολύτλας Ἰώβ.

Δεχόμενος τούς λόγους τῶν Ἁγίων Πατέρων, ὅτι αἱ θλίψεις παραχωροῦνται ἡμῖν «εἴτε εἰς κάθαρσιν καί τῆς μικρᾶς ἰλύος, εἴτε εἰς βάσανον ἀρετῆς καί πεῖραν φιλοσοφίας, εἴτε εἰς παίδευσιν τῶν ἀσθενεστέρων ἐν ἐκείνῳ μανθανόντων τό καρτερεῖν, ἀλλά μή ἐκκακεῖν τοῖς πάθεσιν», ὁ μακαριστός Ἀρχιεπίσκοπος, ὡς τύπος τοῦ ἀρχιποίμενος Χριστοῦ, ἐβάδισε τήν ἰδίαν σταυρικήν ὁδόν τοῦ ἁγιαστικοῦ πόνου, τήν ὁποίαν βαδίζουν καθ᾿ ἑκάστην χιλιάδες ἀδελφοί ἡμῶν ἐν τῇ κλίνῃ τῆς ἀσθενείας, διά νά παράσχῃ παραμυθίαν εἰς αὐτούς. Ἀληθῶς, ἡ καρτερία, ἡ ἀξιοπρέπεια καί ἡ πίστις τοῦ ἀειμνήστου Ἀρχιεπισκόπου, ὑπολιμπάνοντος ὑπογραμμόν καί παράδειγμα ἡμῖν τοῖς περιλειπομένοις, συνεκίνησαν τό πανελλήνιον καί πέραν αὐτοῦ.

Μετά συγκινήσεως κατά τήν ἐξόδιον ταύτην στιγμήν ἐνθυμούμεθα τήν ἐκ νεότητος ὁλοτελῆ ἀφιέρωσίν του εἰς τόν Θεόν, τήν λιπαράν μόρφωσιν καί τό ὑψηλόν ἦθος του, τήν ἀφοσίωσιν αὐτοῦ εἰς τήν λατρευτικήν καί λειτουργικήν ζωήν τῆς Ἐκκλησίας, τό νυχθήμερον ἐπίμοχθον πρόγραμμα καί τόν ἀκάματον ζῆλον του, τόν φλογερόν κηρυκτικόν καί μυσταγωγικόν λόγον του πρός τόν λαόν καί πρός τήν νεότητα, τήν συμπάθειάν του πρός τούς πάσχοντας καί ἐν ἀνάγκαις ὄντας, τάς παρεμβάσεις του διά τήν ἐπικράτησιν τῶν πνευματικῶν ἀξιῶν, ἰδίᾳ τήν προσήλωσίν του εἰς τήν Ἑλληνικήν ἰδιαιτερότητα καί τάς παραδόσεις τοῦ εὐσεβοῦς Γένους μας.

Ἐξ ἑτέρου, ἡ ἱκανή ὀργάνωσις καί πολύπλευρος προσφορά αὐτοῦ καί εἰς τόν τομέα τῆς κοινωνικῆς καί φιλανθρωπικῆς δράσεως θά μείνῃ εὐδιάκριτος. Διά ταύτης ὁ μακαριστός ἀδελφός καί συλλειτουργός ἐπλούτισε τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος, ἀλλά συγχρόνως συνέβαλε μεγίστως καί εἰς τήν σύσφιγξιν τοῦ πνευματικοῦ συνδέσμου μεταξύ πασῶν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί εἰς τήν στήριξιν καί στερέωσιν τῆς ἐν Ἀφρικῇ ἱεραποστολῆς. Χάρις εἰς αὐτήν τήν δρᾶσιν του ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ὑπῆρξε τό στήριγμα καί ἡ παραμυθία τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ, ἀλλά καί πλείστων ἄλλων ἐκτός Ἑλλάδος ἀναξιοπαθούντων ἀδελφῶν ἡμῶν, εἰς καιρούς δυσχειμέρους καί στιγμάς τραγικάς, ἐν Σερβίᾳ, Ρωσσίᾳ, Λιβάνῳ καί πολλαῖς ἄλλαις ἐμπεριστάτοις περιοχαῖς. «Τίς πένησιν ἤ τήν ψυχήν συμπαθέστερος ἤ τήν χεῖρα δαψιλέστερος» αὐτοῦ, «ὡς οἰκονόμος δέ ἀλλοτρίων διενοεῖτο περί τῶν ἰδίων, ἐπικουφίζων τήν πενίαν εἰς δύναμιν», κατά τόν Ἅγιον Γρηγόριον τόν Θεολόγον.

Ἐκ παραλλήλου, ὁ ἀείμνηστος Ἀρχιεπίσκοπος, καίπερ τελῶν ἐν γονίμῳ καί ζωηρῷ διαλόγῳ διά τά προκύπτοντα προβλήματα μετά τῆς Μητρός Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, ἐγγύς ἐνίοτε συγκρούσεων, κατά βάθος ἐσέβετο τόν θεσμόν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου καί προσέβλεπεν εἰς τήν Μητέρα Ἐκκλησίαν τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὡς πρός τήν κιβωτόν καί τήν εὐσεβῆ πηγήν τοῦ Γένους, ἐκτιμῶν τήν μακραίωνα ἱστορίαν καί πολύτιμον οἰκουμενικήν προσφοράν αὐτῆς.

Πεποίθαμεν, ὅτι νῦν ἐν οὐρανοῖς, ἀπηλλαγμένος τῶν γηΐνων, ἐπιθυμεῖ καί εὔχεται νά κυριαρχῇ πάντοτε ἡ ἑνότης καί ἡ σύμπνοια εἰς τάς σχέσεις πασῶν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί ἡ συνάθροισις  Προκαθημένων καί ἐκπροσώπων αὐτῶν πέριξ τοῦ σκήνους αὐτοῦ ἐπιβεβαιοῖ τήν βούλησιν τῆς ἡμετέρας Μετριότητος προσωπικῶς καί πάντων διά τήν συνέχισιν αὐτῶν ὑπό τό πνεῦμα τοῦτο τοῦ ἀμοιβαίου σεβασμοῦ, ἀδελφικῆς ἐμπιστοσύνης καί εἰρηνικῆς συμπορεύσεως, διά τήν καλλιέργειαν τοῦ ὁποίου φιλοτίμως καί ἐπιτυχῶς εἰργάσθη.

Ὅμως, μακάριος ὅστις θησαυρίζει καί διά τήν αἰωνιότητα. Μακάριος καί ὁ ἐκλιπών, διότι ηὐλογήθη νά διακρίνῃ πέραν τῶν ἐπιγείων, νά ἑτοιμασθῇ διά τά ἐπέκεινα τῆς ἐπιγείου ζωῆς, τά αἰώνια καί ἄφθαρτα, τά ὁποῖα θά συνοδεύουν αὐτόν ἐς ἀεί. Ἡ Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ ἔχει κεφαλήν Αὐτόν τόν ἴδιον, ὡς λέγει ὁ θεῖος Παῦλος: «Ὁ Χριστός κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, καί αὐτός ἐστι σωτήρ τοῦ σώματος» (Ἐφεσ. 5, 23). Ἡμεῖς δέ εἴμεθα διάκονοι Αὐτοῦ, «πάροικοι καί παρεπίδημοι» (Α´ Πέτρ. 2, 11), ἐρχόμεθα καί παρερχόμεθα, μένομεν ἐν αὐτῇ ἵνα σωθῶμεν.

Διαπύρως, λοιπόν,  καί ἐκτενῶς δεόμεθα, ὁμοῦ μετά πάντων τῶν ἀδελφῶν Ἱεραρχῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τῶν ἁγίων Προκαθημένων καί ἐκπροσώπων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, τῶν Ἐξοχωτάτων Ἀρχόντων τοῦ τόπου καί παντός τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ καί τῶν μοναχικῶν ταγμάτων,  ἵνα ὁ Κύριος ἡμῶν «ὡς ὁλοκάρπωμα λογικόν, ἱερεῖον πνευματικόν ἀντί νομικοῦ θύματος καλῶς δαπανώμενον» δεχθῇ τούς ὑπέρ τῆς Ἐκκλησίας κόπους καί τάς ὀδύνας τῆς ἀσθενείας τοῦ ἀοιδίμου ἀδελφοῦ. Ἄς εὐχηθῶμεν κατά τήν στιγμήν ταύτην, κατά τήν ὁποίαν ὁ ἐπίγειος βίος τοῦ ἀγαπητοῦ ἀδελφοῦ ἡμῶν διακόπτεται, ὑπέρ μακαρίας μνήμης, ἀναπαύσεως καί ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ προπεμπομένου νῦν εἰς τήν αἰωνιότητα μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυροῦ Χριστοδούλου.

Εὐχηθῶμεν ἵνα προσλάβῃ τήν μακαρίαν αὐτοῦ ψυχήν προθύμως ὁ φιλεύσπλαγχνος Δεσπότης καί Θεός ἡμῶν εἰς τήν αἰωνίαν καί ἄλυπον ζωήν, τήν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, Ὧ ἡ δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. 



Τρισάγιο στην Αλεξανδρούπολη


Την Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2008 τελέσθηκε στον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Νικολάου στην Αλεξανδρούπολη τρισάγιο στη μνήμη του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρού Χριστοδούλου μισή ώρα πριν ψαλεί η εξόδιος ακολουθία στην Αθήνα. Το τρισάγιο ετέλεσαν, απόντος του Σεβασμιωτάτου, οι ιερείς της πόλεως, παρουσία πλήθους κόσμου, ενώ οι καμπάνες χτυπούσαν πένθιμα κατά την διάρκειά του.