Με ιδιαίτερη μεγαλοπρέπεια εορτάστηκε την Κυριακή 8 Μαρτίου η εορτή της Ορθοδοξίας σε ολόκληρη την επαρχία της Ιεράς Μητροπόλεώς μας. Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας, παρουσία των Αρχών της πόλεως και με μεγάλη συμμετοχή πιστών, τέλεσε τη Θεία Λειτουργία και τη λιτάνευση των Ιερών Εικόνων στον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Νικολάου όπου και κήρυξε τον πανηγυρικό εόρτιο λόγο της ημέρας.
ΟΜΙΛΙΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ 2009
Μητροπολιτικός Ναὸς Ἁγίου Νικολάου Ἀλεξανδρουπόλεως
Ἦταν 19 Φεβρουαρίου τοῦ 843 ὅταν μὲ ἐντολὴ τῆς αὐτοκράτειρας Θεοδώρας τοποθετήθηκε στὴ Χαλκὴ Πύλη τοῦ Ἱεροῦ Παλατίου ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ τοῦ Ἀντιφωνητή, τὴν ὁποία 117 χρόνια πρίν, εἶχε κατεβάσει ὁ Λέων Γ’ ὁ Ἴσαυρος. Μ’αὐτὸν τὸν τρόπο, οἱ ἔνοικοι τοῦ αὐτοκρατορικοῦ ἀνακτόρου πιστοποιοῦσαν τὴν εὐσέβειά τους καὶ ἡ ἐπίσημη αὐτὴ πράξη γενίκευσε τὴν ἀποκατάσταση τῶν εἰκόνων σὲ ναούς, δημόσια καταστήματα, σπίτια καὶ δρόμους. Ὁ εἰκονομάχος Πατριάρχης Ἰωάννης ἐκθρονίστηκε καὶ στὴ θέση του τοποθετήθηκε ἕνα ἀπὸ τὰ θύματα τοῦ προηγουμένου καθεστῶτος, ὁ Μεθόδιος. Ἀλλεπάλληλα διατάγματα ἀνακαλοῦσαν ἐξόριστους καὶ ἐλευθέρωναν φυλακισμένους οἱ ὁποῖοι ἔρχονταν στὴ Βασιλεύουσα θριαμβευτικὰ δεκτοὶ ὡς μάρτυρες καὶ ὁμολογητές.
Ὅλη τὴ νύχτα τῆς 11ης Μαρτίου ἡ αὐτοκράτειρα προσευχόταν σὲ ἀγρυπνία στὴν Παναγία τῶν Βλαχερνῶν. Τὸ πρωῒ μιὰ μεγαλόπρεπη λιτανεία διέσχισε θριαμβευτικὰ τὴν ΚΠολη. Ἡ Θεοδώρα περιστοιχισμένη ἀπὸ Αὐλικούς, μὲ ἐπισκόπους καὶ μοναχοὺς καὶ ἕνα ἐνθουσιῶδες πλῆθος, ἔφτασαν ἀπὸ τὶς Βλαχέρνες στὴν Ἁγία Σοφία ὅπου τελέσθηκε Πατριαρχικὴ Λειτουργία. Οἱ ἡττημένοι εἰκονομάχοι ὑποχρεώθηκαν μὲ κεριὰ στὰ χέρια καὶ σκυμμένα τὰ κεφάλια νὰ ἀκολουθήσουν τὴν πομπὴ ἐνῶ τὰ ἀναθέματα ποὺ τοὺς ἀπηύθυνε τὸ πλῆθος ἔπεφταν βροχή.
Τὸ βράδυ, στὸ Μέγα Παλάτιο ἡ βασίλισσα περέθεσε γιορταστικὸ δεῖπνο στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ ἔκαμαν τὸν ἀπολογισμὸ τοῦ τολμηροῦ ἐγχειρήματος.
Ἡ ἐπανάσταση δὲν εἶχε παραλείψει νὰ τιμήσει ἀκόμα καὶ τοὺς νεκρούς. Μὲ θριαμβευτικὲς τιμὲς ἐπέστρεψαν στὴν ΚΠολη τὰ ὀστᾶ τῶν ἐπιφανῶν ὁμολογητῶν, Θεοδώρου Στουδίτου καὶ πατριάρχου Νικηφόρου, οἱ ὁποῖοι, ὡς ὑπέρμαχοι τῶν εἰκόνων, εἶχαν πεθάνει στὴν ἐξορία. Ἡ Θεοδώρα μὲ τὸν ἀνήλικο γιό της Μιχαήλ καὶ ὅλη τὴν Αὐλή, ὑποδέχτηκαν τὰ τιμημένα λείψανα καί, μὲ τοὺς ἱερεῖς ποὺ τὰ κουβαλοῦσαν στοὺς ὤμους τους, τὰ συνόδευσαν στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων μέσα σὲ μιὰ ἀπέραντη λαοθάλασσα.
Ἐκεῖ πράγματι, μιὰ μερίδα φανατισμένου πλήθους, βεβήλωσε τὸν τάφο ὅπου ἀναπαυόταν ὁ Κωνσταντῖνος Ε’ καὶ χωρὶς κανένα σεβασμὸ στὸ αὐτοκρατορικό του μεγαλεῖο, πέταξαν τὰ ὀστᾶ τοῦ ἐπιφανέστερου εἰκονομάχου στὸν Κεράτιο. Ἡ Θεοδώρα εἶχε προλάβει μὲ ἕνα μικρὸ ψέμμα καὶ ὁ Θεόφιλος, τὸν ὁποῖο ἀγαποῦσε μὲ πάθος, δὲν συγκαταλεγόταν στὸν κατάλογο τῶν διωκτῶν τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Κι ὄχι μόνο αὐτὸ ἀλλά, ἡ Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, εἶχε ἀνταλλάξει τὴν εὐμενῆ συγκατάθεσή της ὑπὲρ τῶν εἰκόνων, μὲ τὴν ἄφεση τοῦ νεκροῦ συζύγου της. Ἔτσι γιὰ μιὰ ἑβδομάδα σ’ὅλους τοὺς ναοὺς τῆς Πόλης ἀναπέμπονταν τρισάγια γιὰ τὴν ἀνά-παυση τῆς ψυχῆς τοῦ συγχωρεμένου αὐτοκράτορα Θεόφιλου.
Ἔτσι περιγράφει γάλλος βυζαντινολόγος[1] τὰ γεγονότα ἐκείνης τῆς ταραγμένης ἐποχῆς, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπέχουμε 1160 χρόνια. Ἡ βυζαντινὴ αὐτοκρατορία ἔχει ἀφανισθεῖ ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς καὶ ὁ ὠκεανὸς τῆς Ἱστορίας ἔχει καταπιεῖ κι ἄλλες κραταιὲς αὐτοκρατορίες. Μόνο ἡ σχεδία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀβύθιστη καὶ συνεχίζει τὴ γιορτὴ τῆς ἀναστηλώσεως τῶν εἰκόνων της μέχρι σήμερα.
Ὁ Παπαρρηγόπουλος θεωρεῖ τὴν εἰκονομαχία ὡς πρόδρομο τῶν ἀρχῶν τοῦ Ὀρθολογισμοῦ καὶ τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως.
Ὁ Ζακυνθηνὸς ἐπιμένει ὅτι στὴν εἰκονομαχία ἀντιμάχονταν δύο τρόποι βιώσεως τῶν ὀντολογικῶν θεμελίων τοῦ ἀνθρώπου· ὁ Ἀνατολικὸς ἀπὸ τὴ μιά, καὶ ὁ λαϊκὸς Ἑλληνικός ἀπὸ τὴν ἄλλη.
Σύγχρονος διανοούμενος ἐντοπίζει μὲ νόημα ὅτι, τὴν εἰκονομαχία διεξήγαγαν ἄνδρες αὐτοκράτορες προερχόμενοι ἀπὸ τὴν Ἀνατολή, ἐνῶ τὴν ἀποκατάσταση τῶν εἰκόνων πραγματοποίησαν γυναῖκες αὐτοκράτειρες, προερχόμενες ἡ μία ἀπὸ τὴν Ἀθήνα καὶ ἡ ἄλλη ἀπὸ τὴν Παφλαγονία[2].
Τὸ δογματικὸ ἀπόσταγμα τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἦταν ἡ γνωστὴ φράση τοῦ Μ. Βασιλείου ὅπως τὴν ἐπανέλαβε ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός: «ἡ τιμὴ τῆς εἰκόνος ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει». Αὐτὴ ἡ δογματικὴ ρήση:
1ον Μᾶς προφυλάσει ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία.
2ον Μᾶς διαφοροποιεῖ ἀπὸ τὶς ἀναγεννησιακὲς εἰκόνες πού, πιστὲς στὸ πρωτότυπό τους, ὁδήγησαν τὴν Εὐρώπη στὴν ἀπιστία καὶ
3ον Μᾶς παραπέμπει στὴ Διοτίμα ἡ ὁποία στὸ «Συμπόσιο» διδάσκει στὸ Σωκράτη «τὴ θέα τοῦ κάλλους τοῦ ἀπολύτου[3]» ἀνοίγοντας τὸ δρόμο τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὴ Μυστικὴ Θεολογία καὶ τὴ Φιλοκαλία.
Φιλοκαλία! Ἀλήθεια, ποιὸς ἀπὸ μᾶς, σήμερα, στὴν Ἑλλάδα, ξέρει τὴν θεολογικὴ ἔννοια αὐτῆς λέξεως ποὺ δὲν μεταφράζεται σὲ καμμιὰ ἄλλη γλώσσα; Τὸ ρωτῶ μὲ παράπονο, ἐπειδή, ὅταν τὸ 1981 ὑπεγράφει ἡ ἔνταξή μας στὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση, ἡ γαλλικὴ ἐφημερίδα Le Monde ἔγραφε: «Ἡ χώρα τῆς Φιλοκαλίας εἰσῆλθε στὴν Εὐρώπη».
Καλὴ ἡ περιπλάνηση στὰ χρυσοπόρφυρα σοκάκια τῆς βυζαντινῆς ἱστο-ρίας, καλὰ καὶ τὰ πνευματικὰ ἀπότοκα τῆς εἰκονομαχίας στὴ σημερινὴ διανόηση, ὅμως γιὰ μᾶς, σήμερα τί σημαίνει ἡ δυνατότητα νὰ ζωγραφίζεις τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ἤ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο ἤ τοὺς Ἁγίους;
Τὸ κοίταγμα μιᾶς εἰκόνος, βυζαντινῆς τεχνοτροπίας, μπορεῖ νὰ ἀνατρέψει τὴν ἀντίληψη ποὺ ἔχουμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας καὶ τὶς σχέσεις ποὺ οἰκοδομοῦμε μὲ τοὺς ἄλλους, μὲ τὸ Θεὸ καὶ μὲ τὸ θάνατο.
● Ὅταν ἀποδεχόμαστε μιὰ εἰκόνα, τιμᾶμε τὸ ἀνθρώπινο σῶμα, τὴ μορφὴ καὶ τὶς λειτουργίες του, αὐτὸ δηλαδὴ ποὺ δὲν ἔκανε ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ σκέψη ὅταν τὸ ὑποβίβαζε κατάφορα.
● Ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ὡς Παντοκράτορος, προσγειώνει τὴν ἀλαζονεία κάθε ἐξουσίας ὡς δοσμένης «ἐλέῳ Θεοῦ» καὶ μᾶς καλεῖ νὰ ἀντιμετωπίσουμε τοὺς φορεῖς της, ὡς ἁπλοὺς διαχειριστές της. Τὸ ἑπόμενο βῆμα, τὸ πλέον δημοκρατικό, εἶναι εὐκολότερο, ἡ ἰσοπέδωση τῶν ἀξιωμάτων, ὅλων ὅσων ἔρχονται νὰ κοινωνήσουν, μὲ τὴ φράση «δοῦλος τοῦ Θεοῦ» καὶ τὸ μικρό τους ὄνομα.
● Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας, μᾶς θυμίζει τὸν ὑπεροχικὸ ἐκεῖνο, ἄνισο ἔναντι τῶν ἄνδρῶν, ρόλο τοῦ ἀσθενοῦς φύλου, στὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
● Ἔχοντας συγκεκριμένους ἁγίους στὸ νοῦ μας, προσφωνοῦμε ἁγίους καὶ τοὺς μητροπολίτες μας, γιὰ νὰ τοὺς θυμίζουμε, ἂν δὲν εἶναι, τί ὀφείλουν νὰ γίνουν, πῶς τοὺς θέλει ἡ Ἐκκλησία.
● Στὶς εἰκόνες τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου καὶ τῆς Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας ἡ Ἐκκλησία βλέπει ὅτι οἱ ἐπαγγελίες της δὲν εἶναι ἀνέφικτες.
● Ἡ εἰκόνα ἑνὸς ἁγίου, ποὺ ἔφυγε ἀπ’αὐτὸν τὸν κόσμο, εἶναι μιὰ χαρα-μάδα ἀπ’ὅπου μποροῦμε νὰ δοῦμε ἕναν ἄλλο κόσμο, ὑπαρκτὸ ὅσο κι ὁ δικός μας. Ὅπου συγκεντρώνονται οἱ ψυχὲς στὸ λειβάδι τῆς μεγάλης Ἀνάμνησης.
● Τὰ πρόσωπα τῶν εἰκόνων, ἀκαρναβάλιστα, ἀφτιασίδωτα, καθαρά, μᾶς θυμίζουν τὴν προσωπικὴ λογοδοσία καὶ τὴν ἀνυπόκριτη ἀπολογία ποὺ ἔχουμε νὰ δώσουμε μπροστὰ στὸν Κριτή, ὄχι μὲ τὸ προσωπεῖο ποὺ ἐνδεχομένως μεταχειριζόμασταν στὸ βίο μας ἀλλὰ μὲ μιὰ μοναδικὴ, ἀπ’εὐθείας προσωπικὴ εὐθύνη.
Ἂν θελήσει κανεὶς νὰ βεβαιωθεῖ μὲ παραδείγματα, ἀπὸ τὴν ἱστορία τῶν λαμπρῶν προγόνων μας, θὰ βρεῖ ὅτι αὐτὴ ἡ Θεολογία τῶν Εἰκόνων στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή:
< Δημιούργησε γαλαξία ἀπὸ κοινότητες κι ὄχι ἀλληλοσφαζόμενα κρατίδια.
< Νομοθέτησε ἐνάντια στοὺς μεγάλους γαιοκτήμονες καὶ δὲν διεστρωμάτωσε φεουδαρχικὰ τὶς κοινωνίες μὲ κληρονομικοὺς τίτλους εὐγενείας.
< Ὀργάνωσε τὴν νοσοκομειακὴ περίθαλψη μὲ τὴ σημερινή της ἔννοια, χίλια χρόνια πρὶν λειτουργήσει τὸ νοσοκομεῖο μὲ τὴ μορφὴ ποὺ ξέρουμε[4].
< Μετέφρασε σὲ διάφορες γλῶσσες τὰ λατρευτικὰ κείμενα καὶ κατέστρωσε ἀλφάβητο, χίλια διακόσια χρόνια πρὶν ἀποχαρακτηρισθεῖ ἡ λατινικὴ ὡς ἡ μόνη ἱερὴ λειτουργικὴ γλῶσσα.
< Θέσπισε γιορτὴ Προστατῶν τῆς Παιδείας καὶ τῶν Γραμμάτων, κήρυσσε μὲ πατρο-Κοσμάδες «χτῖστε σχολειά» ὅταν ἀλλοῦ οἱ ἐπιστῆμες φιμώνονταν ἤ καίγονταν.
< Ἡ Θεολογία τῶν Εἰκόνων στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, μὲ τὴν ἀρχιτεκτονικὴ τῶν τρούλλων, κατέβασε τὸ Θεὸ στὸ μπόϊ τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν ἀλλοῦ, ψάχνουν ἀκόμα νὰ τὸν βροῦν ψηλά, σχίζοντας τὸν οὐρανὸ μὲ τὰ ὀξυκόρυφα γοτθικὰ τόξα.
< Αὐτὴ ἡ Θεολογία τῶν Εἰκόνων στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, μετάλλαξε ἀκόμα καὶ τὸ δικέφαλο ἀετό, ἀπὸ σύμβολο τῆς ἀπολυταρχίας σὲ σημαῖα τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ διαλαλεῖ τὶς δυὸ φύσεις τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ἡ Ἀνατολή, τὸ φοβερὸ κενὸ ποὺ ἄφησε στὴν Εὐρώπη ἡ Πτώση τῶν Ἀετῶν, δὲν βρέθηκε στὴν ἀνάγκη νὰ τὸ καλύψει, μήτε μὲ μακιαβελλικὲς μεθόδους μήτε μὲ φασιστικὲς ἐπαναστάσεις.
Ἐπίσημοι τοῦ τόπου μας,
Λαὲ τοῦ Θεοῦ ἀγαπημένε,
Ἡ ἀμείλικτη παγκόσμια ἱστορία ὀνόμασε θηλειὰ τὸ νῆμα τῆς τρίτης χιλιετίας, ποὺ μόλις κόψαμε ἂν δὲν τὸ ξεχάσαμε κιόλας. Καὶ ἤδη κατέγραψε ὅτι ἡ γενηά μας εἶναι τραγικὰ λεηλατημένη, ἀπὸ ὅλες τὶς μεγάλες ἰδέες τοῦ παρελθόντος χρόνου.
Στὸ φωτισμένο ἡμισφαίριο τοῦ πλανήτη μας, ποὺ μέχρι τώρα τουλάχιστον, παρήγαγε πολιτισμό, μιὰ πρωτοφανὴς πληθυσμιακὴ συρρίκνωση, φαίνετα, ὅτι σέρνει ἕνα πένθιμο χορό μαζὶ μὲ μιὰ πνευματικὴ ἀφυδάτωση. Ἕνας οἰκουμενικὸς μεταβιομηχανικὸς πολιτισμὸς καταβροχθίζει σταθερὰ τὶς πολιτιστικὲς ἀξίες, καταργεῖ τὰ σύνορα, τὶς ἀποστάσεις καὶ τὶς τοπικὲς παραδόσεις. Προωθεῖ τὴν τακτικὴ τῶν ἀκήρυχτων ἤ τῶν «ἀπελευθερωτικῶν» πολέμων, ἐξειδικεύεται στὴν παραγωγὴ προσφύγων, ὑποκαθιστᾶ μὲ ἐπιτεύγματα τὸ θαῦμα τῆς δημιουργίας καὶ τελειοποιεῖ τὴν βιομηχανία τῆς ἐνημερώσεως, ἀφοῦ πετυχαίνει ἀκόμα καὶ νὰ μᾶς ἐξαπατᾶ.
Ἡ μόνη ἀκτῖνα φωτὸς εἶναι ἡ ἐπανατοποθέτηση στὸ χρηματιστήριο τῶν ἀξιῶν τῆς ἐννοίας τοῦ προσώπου, ὅπως τὴν διέσωσε ἡ Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, στὴν ἀσκητικὴ μεγαλοπρέπεια τῶν εἰκόνων της. Ὅπου παριστάνονται ἄτομα τὰ ὁποῖα, ἐπειδὴ συναντήθηκαν μὲ τὸ Πνεῦμα, μεταμορφώθηκαν σὲ πρόσωπα καὶ μᾶς προσανατολίζουν σὲ ὑπέρτατες ἀξίες, ποὺ εἶναι σὲ θέση νὰ προκαλοῦν καὶ τὴν ἱστορία καὶ τὸ θαῦμα.
Τὸ μυαλὸ καὶ τὰ αἰσθήματα δὲν εἶναι ποτὲ ἀρκετὰ γιὰ ἕνα τέτοιο ἅλμα.
Πρὶν δέκα χρόνια κοιμήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη ὁ Νῖκος Γαβριὴλ Πεντζίκης. Ὅσοι τὸν γνώριζαν χαμογελοῦσαν ὅταν τὸν ἔβλεπαν νὰ τοποθετεῖ πάνω στὸ κεφάλι του τὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, γιὰ νὰ τοῦ περάσει ὁ πονοκέφαλος[5]. Μπροστὰ σ’αὐτὸν τὸν Κυρ-Νῖκο, ὁ Γιῶργος Σεφέρης ἔλεγε ὅτι ἔνιωθε ἀμαθής.
Μήπως, λέω μήπως, εἶναι καιρὸς νὰ πάρουμε τὴν Ὀρθοδοξία μας στὰ σοβαρά;
[1] Κάρολος Ντίλ, Πορτραίτα βυζαντινῶν, ἐκδ. Ὠνεανίδα, Ἀθήνα 2003, σελ. 160-164.
[2] Χρήστος Μαλεβίτσης, Ἡ ζωὴ καὶ τὸ πνεῦμα, ἐκδ. Παρουσία, σελ. 202-204.
[3] «Συμπόσιο», 211 α.
[4] βλ. Timothy S. Miller, Ἡ γέννησις τοῦ Νοσοκομείου στὴν Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία, ΒΗΤΑ Ἰατρικὲς ἐκδόσεις, Ἀθήνα.
[5] περιοδ. Ἐπικοινωνία, Ἱ.Ναοῦ Ἁγ. Ἐλευθερίου Σταυρουπόλεως Θεσ/νίκης, Αφιέρωμα στὸ Ν.Γ.Πεντζίκη, σελ. 21.